Το δίλημμα της ενεργειακής μετάβασης της χώρας

Της Αθηνάς Κοροβέση
Υποψ. Διδάκτωρ ΕΜΜΕ ΕΚΠΑ, Διεθνολόγος-Δημοσιογράφος

 

Με κύριο μέσο στρατηγικής την εφαρμογή της δέσμης μέτρων της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, η Ε.Ε. φιλοδοξεί να αποτελέσει την πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρο ως το 2050, με ενδιάμεσο στόχο τη μείωση, έως το 2030, των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 55% σε σχέση με το 1990. Η εφαρμογή της από τα κράτη μέλη είναι υποχρεωτική μέσω ευρωπαϊκών οδηγιών και κανονισμών.

Στο πλαίσιο αυτό, ο ρόλος των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας είναι κυρίαρχος δεδομένης της ραγδαίας ανάπτυξής τους. Οι ΑΠΕ προσφέρουν λύση στο πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής, της απεξάρτησης από εισαγωγές ενέργειας και της απολιγνιτοποίησης. Δεν μπορούν ωστόσο να παραβλεφθούν οι εγγενείς τους αδυναμίες, όπως η εξάρτησή τους από τις καιρικές συνθήκες και η μειωμένη αποθήκευση της παραγόμενης από αυτές ενέργειας, που συνεπάγονται πως, τουλάχιστον έως το 2030, θα γίνεται χρήση και ορυκτών καυσίμων σε μεγάλα ποσοστά.

Η χώρα μας αντιμετωπίζει τις εξής βασικές προκλήσεις: Από τη μία, η επέκταση των ΑΠΕ αυτονόητα κρίνεται αναγκαία λόγω του τεράστιου ηλιακού και αιολικού δυναμικού. Η ανάπτυξή τους δύναται να επηρεάσει θετικά άλλους κλάδους της οικονομίας, όπως η γεωργία, η μεταποίηση, οι κατασκευές, η βιομηχανία, οι μεταφορές, καθώς είναι πιθανό να οδηγήσει σε μείωση του κόστους ενέργειας των κλάδων αυτών, δεδομένου του χαμηλότερου κόστους που ενέχουν οι ΑΠΕ συγκριτικά με ορυκτά καύσιμα/υδρογονάνθρακες (φυσικό αέριο, πετρέλαιο, λιγνίτη), και συνακόλουθα να οδηγήσει σε μειωμένα κόστη παραγωγής. Η ολοένα και μεγαλύτερη ενσωμάτωση των ΑΠΕ στο σύστημα ενεργειακής τροφοδοσίας της χώρας μπορεί επομένως να συμβάλει στη συνολική ανταγωνιστικότητα της χώρας μειώνοντας παράλληλα το ενεργειακό κόστος.

Από την άλλη, προαπαιτούμενο για την επένδυση σε ΑΠΕ είναι η ύπαρξη μεγάλου οικονομικού κεφαλαίου. Η χαμηλή εγχώρια αποταμίευση καταδεικνύει την ανάγκη στροφής στις ξένες άμεσες επενδύσεις ή στην ανάπτυξη των ΑΠΕ μέσω των λιγοστών εγχώριων πόρων. Και στις δύο περιπτώσεις, ζημιωμένοι θα βγουν οι άλλοι κλάδοι της οικονομίας, καθώς οι οικονομικοί πόροι που προορίζονταν για αυτούς θα μεταφερθούν στις ΑΠΕ.

Επιπρόσθετα, καθώς η εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα για τα επόμενα χρόνια θεωρείται δεδομένη, η εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της χώρας μας (πχ. Ιόνιο, Κρήτη) δύναται να καταστήσει την Ελλάδα καίριο παράγοντα στο παγκόσμιο ενεργειακό πεδίο. Ειδικότερα, η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο μέσω του αγωγού EastMed, πρακτικά επιλύει το πρόβλημα της ενεργειακής εξάρτησης όλης της Ε.Ε. και μπορεί να την καταστήσει ενεργειακά αυτόνομη, εφόσον βέβαια επαληθευτεί η δυναμική των κοιτασμάτων. Ωστόσο, η εξαντλησιμότητα τους αποτελεί πάντα το επίμαχο σημείο.

Είναι πασιφανές πως εισερχόμαστε σε μια περίοδο διαφοροποίησης των πηγών ενεργειακής τροφοδοσίας, στην οποία οι ΑΠΕ θα αναπτύσσονται παράλληλα με την ύπαρξη των παραδοσιακών μορφών ενέργειας. Το κομβικό όμως ερώτημα είναι η κατεύθυνση στην οποία θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα.

Προκειμένου να διακριβωθεί η πραγματική επήρεια των ΑΠΕ για τη χώρα μας, είναι επιτακτική η εξέταση της επίδρασής τους σε κάθε τομέα, κλάδο και εύρος της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας, ώστε η επένδυση σε αυτές να αποδώσει τα μέγιστα θετικά αποτελέσματα.

Ο πλανήτης βρίσκεται σε οριακό σημείο όσον αφορά στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, και η υιοθέτηση μιας γενικόλογης θεωρίας του τύπου «οι ΑΠΕ είναι καλές» προφανώς δεν επαρκεί.

 

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση της εφημερίδας “Χανιώτικα Νέα”, το Σάββατο 30.07.2022.