Όσο κι αν ο ελληνικός λαός, κατά πλειοψηφία τουλάχιστον, λέγεται πως δεν το θέλει, η μόνη απάντηση στην προκατάληψη είναι η θέσπιση του γάμου και της τεκνοθεσίας για τα ομόφυλα ζευγάρια.
Στην αρχή ήταν ένας ψίθυρος. Οι ομοφυλόφιλοι θέλουν να μπορούν να παντρεύονται. Προς μεγάλη έκπληξη των παντρεμένων straight (αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα). Όπως συμβαίνει συνήθως με τους αποτελεσματικούς ψιθύρους ξεκίνησε πέραν του Ατλαντικού. Στη συνέχεια έγινε, σταδιακά, μια πραγματικότητα. Με αμερικανική, βασικά, προέλευση. Κομβικό σημείο αποτέλεσε, το έτος 2014, η άρνηση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ να εξετάσει προσφυγές κατά αποφάσεων που αναγνώριζαν το δικαίωμα στο γάμο ατόμων του ιδίου φύλου. Με δεδομένο ότι τριάντα τουλάχιστον πολιτείες των ΗΠΑ είχαν ήδη δώσει τη δυνατότητα στα ομόφυλα ζευγάρια να παντρεύονται, η μη εμπλοκή του Ανώτατου Δικαστηρίου οδήγησε, κατ’ αποτέλεσμα, στην εδραίωση της δυνατότητας για γάμο μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου. Ό,τι όμως επικρατεί στις Η.Π.Α., θετικό ή λάθος, αργά ή γρήγορα, χτυπάει την πόρτα μας. Στην Ευρώπη, για παράδειγμα, αν και το ευρωπαϊκό δίκαιο δεν επιτάσσει την αναγνώριση, ήδη αρκετά κράτη αναγνωρίζουν το γάμο μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου (π.χ. Βέλγιο, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Δανία, Σουηδία κλπ). Η Ελλάδα δεν αναγνωρίζει το γάμο των ομοφυλόφιλων.
Τίθεται το ζήτημα: η χώρα μας θα πρέπει να αναγνωρίσει τον πολιτικό γάμο των ομοφυλόφιλων; Ή μήπως αρκεί το υποκατάστατο του συμφώνου συμβίωσης, σε εφαρμογή –για να το πούμε απλά– ορισμένων ευρωπαϊκών δικαιοδοτικών επιταγών; Και αν δεχθούμε αξιωματικά ότι οι Έλληνες δεν είναι έτοιμοι για τον gay γάμο, και σίγουρα όχι για την gay τεκνοθεσία, τι θα συμβεί όταν αναγνωρισμένοι γάμοι μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου από άλλες χώρες έρθουν προς δικαστική αναγνώριση στην Ελλάδα;
Η αόριστη νομική έννοια της δημόσιας τάξης[1] κρατεί πάντα κατά ορισμένο χρόνο. Το ζήτημα του πολιτικού γάμου μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου θα τεθεί όμως σε συγκεκριμένο χρόνο. Το αίτημα πρέπει να γίνει δεκτό. Και αυτό όχι βέβαια μόνο για λόγους που ανάγονται, μεταξύ άλλων, στις κληρονομικές σχέσεις, στη φορολογική νομοθεσία κτλ. Κυρίως, το αίτημα πρέπει να γίνει δεκτό διότι αυτό επιτάσσει η συνείδηση. Κατ’ επιτρεπτή απλούστευση, το αίτημα είναι δίκαιο. Η συνείδηση βέβαια, «αυτό που δεν μπορούμε να περιγράψουμε αλλά παρ’ όλα αυτά το ξέρουμε» (για να χρησιμοποιήσουμε καντιανή ορολογία), δεν είναι συλλογικά ενιαία, ούτε και αποτελεί νομική έννοια. Η δημόσια τάξη είναι νομική έννοια. Έννοια ρευστή, που ενέχει εκ των πραγμάτων σχετικότητα και μεταβάλλεται μέσα στο χρόνο. Χωρίς να καθίσταται δημοσκόπηση. Ή προκατάληψη.
Κατ’ επιτρεπτή απλούστευση, ελληνική διεθνής δημόσια τάξη σημαίνει, σύμφωνα με μία διατύπωση, αυτή της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, τις θεμελιώδεις πολιτειακές, ηθικές, κοινωνικές, δικαιικές ή οικονομικές αντιλήψεις που κρατούν στη χώρα. Έτσι, δεν επιτρέπεται να εκτελεστεί στην Ελλάδα «απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου, όταν από την εκτέλεσή της πρόκειται, λόγω της αντίθεσης που ενυπάρχει σ’ αυτήν προς τις θεμελιώδεις ως άνω αντιλήψεις, να διαταραχθεί ο έννομος ρυθμός που κρατεί στη χώρα». Κατά την άποψή μας βέβαια, η άρνηση στον πολιτικό γάμο των ομοφυλοφίλων αποτελεί μία προκατάληψη. Προκατάληψη που ξεπερνάει την προστασία του θεσμού του γάμου και της οικογένειας. Όπως στο παρελθόν ίσχυε για την ψήφο των γυναικών παγκοσμίως, τα πολιτικά δικαιώματα των Αμερικανών με καταγωγή από την Αφρική (ένεκα του εμπορίου της ζάχαρης), την κατάργηση της θανατικής ποινής στη Γαλλία (Badinter) ή, ακόμη, τις γυναίκες δικαστικούς λειτουργούς στην Ελλάδα. Ελλείψει όμως ουσιαστικά ουδέτερης αξιολόγησης, ελλείψει μονοσήμαντης αλήθειας, η δημόσια τάξη μπορεί να γίνει και εργαλείο για νομικό «κατενάτσιο». Τελικώς, τα όρια ανάμεσα στις θεμελιώδεις πολιτειακές, ηθικές, κοινωνικές, δικαιικές ή οικονομικές αντιλήψεις που κρατούν στη χώρα και σε μία προκατάληψη είναι δυσδιάκριτα. Είναι συχνά θέμα χρόνου.
Και τώρα ήρθε ο κατάλληλος χρόνος. Γιατί; Διότι κάθε κινηματική κίνηση, αργά ή γρήγορα, είτε θα αποκτήσει θεσμικά χαρακτηριστικά είτε θα περιέλθει σε περιδίνηση. Με αδιαμφισβήτητο δεδομένο ότι οι –ισμοί (κρατισμός, χριστιανισμός, κομμουνισμός, τεκτονισμός) είναι κατά βάση συντηρητικοί θεσμοί, παρά την όποια προοδευτική τους προέλευση και αφήγηση, και με αμφισβητούμενο δεδομένο ότι οι αλλαγές έρχονται από πάνω, δηλαδή, τελικά τελικά, θεσμικά, παραμένει νομίζω αλήθεια (αλήθεια είναι η θεϊκή περιπλάνηση σύμφωνα με τον πιο βαρετό Πλατωνικό διάλογο, τον Κρατύλο), ότι οι Έλληνες κατά πλειοψηφία δεν θέλουν το γάμο των gay και το αναγκαίο συνεπακόλουθο, τη δυνατότητα υιοθεσίας παιδιών. Το κοινό αίσθημα, όσο και το κοινό περί δικαίου αίσθημα, είναι βασικά εναντίον. Και είναι εναντίον επικαλούμενο μια σειρά από επιχειρήματα. Εν τάχει, αυτά είναι η προστασία του θεσμού του γάμου και της οικογένειας, μια παιδοκεντρική αντίληψη της συμβίωσης, ψυχολογικά ζητήματα των παιδιών που θα υιοθετηθούν, το αφύσικο του πράγματος, την ανάγκη για αναπαραγωγή που είναι εκ του Θεού εκπορευόμενη. Με άλλες λέξεις, υιοθετώντας τα περί αφορισμών του γνωστού μέλους του UNFOLLOW (Αυγουστίνος Ζενάκος), δηλαδή ότι οι αφορισμοί αποκρυσταλλώνουν την αλήθεια ακριβώς επειδή αποκλείουν την πολυπλοκότητα της αλήθειας, ο αφορισμός τους εδώ έχει ως εξής: «αν ο Θεός ήθελε οι ομοφυλόφιλοι να παντρεύονται, θα τους έδινε τη δυνατότητα να κάνουν παιδιά. Το φυσικό όμως είναι ένας άντρας, μία γυναίκα (άντε και δύο ακόμα γυναίκες, αφού, ως γνωστόν, οι άντρες διαφέρουν από τις γυναίκες)».
Πολλοί συμπατριώτες μας πάσχουν από έλλειψη παιδείας. Και με τη λέξη παιδεία δεν εννοώ την υπερανάλυση που κάνουμε τώρα στα Πανεπιστήμια, στη Νομική, στην πολιτική δικονομία, στο διοικητικό δίκαιο και ούτω καθεξής. Εννοώ την άλλη παιδεία, εξίσου ουσιαστική, την παιδεία να σέβεσαι και να ακούς τον άλλο, την παιδεία να μη λες ψέματα, την παιδεία να είσαι διευθυντής ιδιωτικού σχολείου και να μη φέρεσαι διαφορετικά στα παιδιά ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες των γονιών τους, την παιδεία να μη φθονείς εύκολα, την παιδεία να μπορείς να κατέλθεις πραγματικά στα βάθη της συνειδήσεώς σου. Για μια ζωή με επίγνωση.
Υπάρχει συνείδηση; Ατομική, ασφαλώς όχι ενιαία. Ή μήπως η συνείδηση δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα εξελικτικό φρένο επιβίωσης; Σχηματοποιώντας, για παράδειγμα, «δεν σου πειράζω τη γυναίκα, όχι επειδή είμαι ηθικό στοιχείο, αλλά επειδή φοβάμαι την αντίδραση της δικής μου γυναίκας, να χάσω το παιδί μου, να μετακομίσω, να πληρώνω διατροφή». Πιο δογματικά διατυπωμένο, κατ’ ελάχιστο: μήπως η μόνη καθαρή γνώση –κατά καντιανή ορολογία αλλά όχι καντιανό περιεχόμενο– είναι η ανάγκη για επιβίωση; Άντε και η ανάγκη της αναπαραγωγής. Οποιαδήποτε άλλη ανάγκη, δημιουργική ή μη, μόνο κατ’ εξαίρεση δεν έπεται.
Επιστροφή στους θεσμούς. Λογικά, αν η Εκκλησία και οι τέκτονες εννοούν, έστω και κατά ένα μέρος αυτά που ευαγγελίζονται (χριστιανική αγάπη-το φως της αγάπης, χριστιανική συγχώρεση-τεκτονική αδελφότης), θα περίμενε κανείς να είναι μπροστάρηδες σε θέματα όπως αυτό του γάμου των ομοφυλόφιλων. Και αυτό γιατί, μεταξύ άλλων, κατά τη γνώμη μου πάντα, τη σεξουαλικότητά σου, η οποία δεν είναι υποχρεωτικά μονοδιάστατη, δεν την επιλέγεις. Σε επιλέγει. Όπως το χρώμα του δέρματός μας. Ψιθυριστά στην αρχή. Παραφράζοντας έτσι ένα ποίημα του Στέφανου Δεληκωστόπουλου σε παρεμφερές θέμα, «υπάρχει χειρότερη μοίρα από αυτή της ύπαρξης, να βιώνεις ανερώτητα, να βιώνεις δίχως συγκατάθεση»;[2]
Και όμως οι θεσμοί της αγάπης δεν υπερασπίζονται την ατομική διαφορετικότητα. Ούτε ο ελληνικός λαός θέλει, κατά πλειοψηφία τουλάχιστον, το γάμο και την τεκνοθεσία από τα ομόφυλα ζευγάρια. Τούτο διότι στο βάθος της συνειδήσεώς του –στην οποία δεν έχει κατέλθει ούτε στο ελάχιστο– απεχθάνεται τις σεξουαλικές πράξεις μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου. Και τις απεχθάνεται επειδή φοβάται για τον εαυτό του, για τη δική του σεξουαλικότητα. Και όχι χάριν της προστασίας του γάμου και του παραδοσιακού θεσμού της οικογένειας.
Υπό το φως του συνόλου των ανωτέρω αναγκαστικά επιγραμματικών επισημάνσεων, προκύπτει το ακόλουθο συμπέρασμα: το σύμφωνο συμβίωσης είναι λάθος. Είναι σαν να λέμε «και τα σκυλιά έχουν δικαιώματα» (προφανώς, αλλά ποια; κατά την εδώ υποστηριζόμενη θέση, όλα). Ο σημαντικός πετυχημένος θεσμός του γάμου (αφού όλοι θέλουν να μπουν και διαρκεί τόσους αιώνες) και μόνο θα αλλάξει τα δεδομένα της συζήτησης. Δηλαδή θα εξαλείψει την προκατάληψη η οποία ζει και βασιλεύει. Ανομολόγητη μεν, πραγματική δε. Ας αναλογιστούμε μόνο, μετά από δυο γενιές ομόφυλων γάμων στην Ελλάδα, την ακόλουθη μέρα, γεμάτη φως: θα περπατάνε δύο άντρες ή γυναίκες στο δρόμο μ’ ένα χαρούμενο παιδί, χέρι χέρι. Το παιδάκι αυτό δεν θα ζήσει σε ένα ορφανοτροφείο της Ρουμανίας. Και ουδείς, δύο γενιές μετά, θα τους κοιτάει. Σε αυτή την Ελλάδα τα πράγματα θα είναι καλύτερα. Θα υπάρχει ελπίδα. Και παιδεία.
[1] Βλ. και Ι. Δεληκωστόπουλο, «Περί δημοσίας τάξεως», Επιθεώρηση Πολιτικής Δικονομίας 6/2014, υπό δημοσίευση (με τις εκεί παραπομπές).
[2] Στέφανος Δεληκωστόπουλος, Contraria, «Χωρίς συγκατάθεση», Εκδόσεις Ερμείας, Β’ έκδοση, 1996.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό UNFOLLOW (τεύχος Φεβρουαρίου), http://unfollow.com.gr/