του Γιώργου Βερνίκου
Η πανδημία ενέσκηψε απρόσμενα -εκεί που νομίζαμε ότι “βρισκόμασταν στο σωστό δρόμο”- όπως συχνά συμβαίνει στη ζωή, ξαφνιάζοντάς μας, αλλάζοντας την ζωή μας, και σίγουρα καλώντας μας σε αναστοχασμό.
Η ικανοποίηση από την πετυχημένη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης συνοδεύεται από την αγωνία για τις αντοχές της οικονομίας. Στο προσκήνιο τέθηκαν οι πολιτικές για τη διατήρηση της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων και τη στήριξη της απασχόλησης. Οι αναγκαίες ρυθμίσεις για τη διασφάλιση της ρευστότητας των επιχειρήσεων, δανειακής και επιδοτούμενης, τα υγειονομικά πρωτόκολλα, οι κατάλληλες πολιτικές επιδότησης της απασχόλησης, ώστε να απορροφηθούν οι κραδασμοί στην οικονομία και να μην εκτιναχθεί η ανεργία, αποτελούν μείζονα θέματα διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τους κοινωνικούς εταίρους .
Στην πραγματικότητα δοκιμάζονται σκληρά ΟΛΑ: Οι αντοχές και η συνοχή της κοινωνίας, η αποτελεσματικότητα, ο ψηφιακός και θεσμικός μετασχηματισμός του κράτους, η ικανότητα ανταπόκρισης της φιλελεύθερης δημοκρατίας στις απαιτήσεις μιας νέας σχέσης ασφάλειας και ελευθερίας και μιας νέας σχέσης πολιτικής νομιμοποίησης και τεχνοκρατικής εγκυρότητας, οι δυνατότητες αναπροσαρμογής της οικονομίας σε νέα παραγωγικά και καταναλωτικά πρότυπα, οι εργασιακές σχέσεις και το κοινωνικό κράτος, οι προοπτικές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και οι εσωτερικές ανισότητες της ΕΕ, οι διεθνο-πολιτικοί και στρατιωτικοί συσχετισμοί σε όλα τα πεδία, κ.ο.κ.
Η ανάγκη αναδιάρθρωσης της οικονομίας, ώστε να αντιμετωπισθεί η ύφεση που συνοδεύει την πανδημία, καθιστά επιτακτική τη συζήτηση και το διάλογο όλων των κοινωνικών εταίρων και φορεων στο πλαίσιο της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής –που αποτελεί το μοναδικό συνταγματικό θεσμό κοινωνικού διαλόγου– έχοντας τρία βασικά σημεία αναφοράς:
- Πρώτο, την Εθνική Κοινωνική Αναπτυξιακή Συμφωνία όπως διαμορφώθηκε από την ΟΚΕ και συμφωνήθηκε απ’ όλες τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας το Φεβρουαρίου του 2018, στην οποία διατυπώνονται οι αναπτυξιακοί τομείς προτεραιότητας και οι αναγκαίες θεσμικές παρεμβάσεις για την αναδιάρθρωση του εθνικού παραγωγικού μοντέλου και την αποτελεσματικότητα της Δημόσιας Διοίκησης και των θεσμών.
- Δεύτερο, τις κατευθύνσεις και τους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ.
- Τρίτο, το Σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που προβλέπει να διοχετευτούν στην χώρα μας 32 δις ευρώ με άξονες την πράσινη οικονομία, τις υποδομές, τον εκσυγχρονισμό και ψηφιοποίηση της Δημόσιας Διοίκησης και την κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού και που, εφόσον τελικά εγκριθεί, θα προσφέρει νέες προοπτικές στην ελληνική οικονομία.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες ο θεσμικός κοινωνικός διάλογος, υπεύθυνων πολιτών και φορέων, αποκτά ιδιαίτερη σημασία:
Σε όσους αντιλαμβάνονται τους κινδύνους και πιστεύουν στη Δημοκρατία. Σε όσους κατανοούν ότι η οικονομία απαρτίζεται από αλληλοσυγκρουόμενες ομάδες συμφερόντων, που θα εντείνουν τις πιέσεις τους τη δεδομένη χρονική στιγμή, ώστε ν’ αποσπάσουν τα μέγιστα ίδια οφέλη.
Σε όσους αντιλαμβάνονται ότι τίποτα δεν είναι αυτονόητο και βέβαιο σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
Σε όσους συμφωνούν ότι και το πιο ολοκληρωμένο σχέδιο για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας μας εξαρτάται από πλήθος λεπτομερειών, εξειδικεύσεων,τρόπους εφαρμογής και πολιτικών προτεραιοτήτων.
Σε όσους αντιλαμβάνονται ότι οι κοινωνικές ανισότητες και οι ανισότητες μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών θα διευρυνθούν ακόμα περισσότερο από τις επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία.
Σε όσους συμφωνούν ότι για την εθνική ανασυγκρότηση της χώρας μας -με αφορμή κα το επετειακό 2021- οφείλουμε να κινητοποιήσουμε τις πλέον δημιουργικές δυνάμεις μας,με ενότητα,έμπνευση και προσήλωση στην αλήθεια, ώστε να πρωτοστατήσουμε στις βαθιές προκλήσεις που είναι μπροστά μας.