του Γιώργου Ροζόκου*
«Όπου αρχίζει η μάζα, σταματά η ευθύνη» έχουν πει. Τούτο σημαίνει πως η υπευθυνότητα προϋποθέτει την ατομικότητα, παραπορεύεται και ερωτοτροπεί επιλεκτικά μαζί της και προικοδοτεί με κύρος και αυθεντικότητα την προσωπική μας ταυτότητα. Η απόλυτη τιμή στο ποιοτικό κλάσμα της ανθρωπιάς και της ζωής αυξομειώνεται ανάλογα με την υπευθυνότητα του συγκεκριμένου και επώνυμου αριθμητή και τη διάχυτη συμπτωματικότητα και αφερεγγυότητα του συλλογικού παρονομαστή.
Και αφού, όπως είπε ο Ταγκόρ, οι άνθρωποι μπορεί να είναι κακοί, ο άνθρωπος όμως είναι καλός, η επώνυμη και υπεύθυνη ατομικότητα, με τον αυτοσεβασμό της, την αυτοσυνείδηση και την αυτοκριτική της λογοδοτώντας στο ηθικό της Υπερεγώ δεν μπορεί να είναι, τουλάχιστον εκούσα, αφερέγγυα και κακή. Αντίθετα οι άνθρωποι ως μάζα, ως συλλογικό υποσυνείδητο και ως αγελαία μαζοψυχή, χωρίς ατομικές ενστάσεις και διαφοροποιήσεις, χωρίς ποιοτικές απαιτήσεις και αυστηρές αξιολογικές κρίσεις, δουλεύοντας με την ισοπεδωτική λογική και την πρακτική του οδοστρωτήρα, που χαρίζεται στην αγελαία βάση και αδικεί την υπεροχή, λειτουργούν ως ανεύθυνη «ανώνυμη εταιρεία» ή ως «εταιρεία περιορισμένης ευθύνης» και απεριόριστης ανευθυνότητας.
Επειδή όμως η κοινωνικότητα, έμφυτη του ανθρώπου ανάγκη και ουρανοδώρητη αρετή, αφού «οὐ καλόν ἐστι εἶναι τὸν ἄνθρωπον μόνον» δεν αποτελεί παρθενογενετικό φανέρωμα αλλά επίπονο, πολύχρονο και επίζηλο πολιτιστικό του ανθρώπου άθλημα και καύχημα, δεν μπορεί κανείς ούτε να την καταδικάσει συλλήβδην, ούτε να την αρνηθεί διαρρήδην.
Άλλωστε η ποιότητα μιας κοινωνίας είναι το άθροισμα των επιμέρους, των ατομικών μας ευθυνών, που τη συνθέτουν, τη συναποτελούν και τη συγκροτούν. Δεν μπορούμε επομένως να στηλιτεύουμε την κοινωνική ανευθυνότητα, έχοντας δώσει συγχωροχάρτι στην ατομική μας ευθύνη, στην προσωπική υπαιτιότητα.
Γι’ αυτό και οι φωτισμένες ατομικότητες δημιουργούν τις πειθαρχημένες συλλογικότητες. Ο εγωκεντρισμός, η υπερφίαλη αλαζονική ατομικότητα και η αλληθωρίζουσα και υποτονική υπευθυνότητα δεν υπονομεύουν μόνο την υγιή κοινωνικότητα, αλλά δυναμιτίζουν και ακυρώνουν και την ασφάλεια του ατόμου, αφού η ποικιλώνυμη ολιγωρία και ανευθυνότητα δεν λειτουργούν μόνο ετεροκαταστροφικά αλλά και αυτοκαταστροφικά. Γι’ αυτό δεν πρέπει αδιάφορα να ρωτάς «για ποιον χτυπά η καμπάνα;»⋅ γιατί, όταν για σένα κάποτε χτυπήσει, δεν θα βρεθεί κανείς να σου απαντήσει, ούτε θα σπεύσει να σε βοηθήσει.
Η ατομική ευθύνη δεν είναι η ευθύνη που οριοθετείται νομικά και κατοχυρώνεται θεσμικά. Δεν είναι η «νόμῳ» απαιτούμενη, η έξωθεν ή άνωθεν επιβαλλόμενη, αλλά κυρίως η έσωθεν εμπνεόμενη, κατακτώμενη και αποκτώμενη. Δεν είναι επομένως προϊόν εξαναγκασμού αλλά πρωτίστως απόρροια ηθικού αυτοελέγχου και συνειδησιακού αυταναγκασμού. Είναι η ευθύνη που τροφοδοτείται από τα σπάνια αποθέματα του «ακριβού φιλότιμου» και αρδεύεται από τα αείζωα νάματα του άγραφου ηθικού νόμου, του νόμου της καθαρής συνείδησης και της τρυφερής καρδιάς. Είναι η πρακτική εφαρμογή της θύραθεν παιδείας και της χριστοκεντρικής αγωγής, είναι η επιτομή του κοινωνικού ευαγγελίου, που απαιτεί «ὅ σύ μισεῖς, ἑτέρῳ μή ποιήσῃς», που πρεσβεύει το «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» και το «οὐδαμῶς δεῖ ἀδικεῖν».
Η ατομική μας ευθύνη επομένως δεν απορρέει μόνο από τον νομικό πολιτισμό του συμβατικού καθωσπρεπισμού και της θεσμοθετημένης επισημότητας, αλλά κυρίως είναι αυτή που αναβλύζει από τον πηγαίο και άδολο αυθορμητισμό μας, από τον πολιτισμό των εξευγενισμένων ηθών της τρέχουσας καθημερινότητας. Δεν είναι η συμμόρφωση στο γράμμα του νόμου, στον φόβο του αστυνόμου, η υποταγή στην πρακτική ανάγκη, αλλά η συμπόρευση με το πνεύμα αυτού του νόμου και η ανυπόκριτη υπακοή στην κοινωνική του σκοποθεσία και στην ηθική του αναγκαιότητα. Η πρώτη εκτρέφει τους Ιαβέρηδες του στεγνού και στυγνού ορθολογισμού, του άκαμπτου νομικού συστήματος, που στην καλύτερη εκδοχή του το μόνο που θα καταφέρει δεν θα είναι η συντριβή της πληθωρικής καλοσύνης του Γιάννη Αγιάννη, αλλά η αυτοκαταστροφή του Ιαβέρη. Η δεύτερη γεννά τους μεγαλόψυχους «Επισκόπους» των Αθλίων του Βίκτωρος Ουγκό, που δε μένουν προσηλωμένοι στο αλαζονικό ύφος της ταπεινότητας του μεγαλείου τους, αλλά υπακούοντας στην ηθική προτροπή του ανθρωπιστικού τους ήθους, ανακαλύπτουν το μεγαλείο της ταπεινότητας, ακόμη κι αν είναι βουτηγμένο μέσα στη θολή και άδικη συχνά κοινωνική αθλιότητα.
Ο αποτρεπτικός και εκφοβιστικός χαρακτήρας της ποινικής νομοθεσίας και των πρακτικών κυρίως κυρώσεών της δε διαπλάθει καλύτερους πολίτες. Δημιουργεί μόνο λιγότερο ή περισσότερο φοβισμένους ανθρώπους. Ο φόβος όμως και η απειλή, επενδύοντας στον κατώτερο ψυχισμό του ανθρώπου, πρόσκαιρα μόνο και περιστασιακά τον ελέγχουν, τον ποδηγετούν, τον αιχμαλωτίζουν⋅ τον εκφοβίζουν αλλά δεν τον εξανθρωπίζουν. Αντιθέτως, ο φόβος των συνειδησιακών τύψεων και των ηθικών επιπτώσεων δρα σωφρονιστικά⋅ δεν αποτρέπει μόνο από το κακό, αλλά κυρίως προτρέπει προς το καλό. Η ατομική ευθύνη, το πνεύμα της εθελοθυσίας, του αυτοσεβασμού, του κοινωνικού σαμαρειτισμού δε βλασταίνουν και δεν ευδοκιμούν σε ψυχικά εδάφη που τα έχει διαβρώσει και στεγνώσει η αμοιβαία καχυποψία, η εγώδουλη χρησιμοθηρία και η παρατεταμένη αξιακή ανομβρία.
Ο άνθρωπος γεννήθηκε αγνός, γράφει ο Ρουσώ, αλλά τον διέφθειρε ο πολιτισμός. Τηρουμένων των αναλογιών θα μπορούσαμε να πούμε πως γεννήθηκε υπεύθυνος, αλλά οδεύοντας προς τον πολιτισμό νικήθηκε από τα πάθη και τα λάθη του, αραίωσε το οινόπνευμα της αξιακής μέθης και της προσωπικής του ευθύνης με ισχυρές δόσεις εγωκεντρικής αλαζονείας, μικρόψυχου ωχαδελφισμού, ηθικής πώρωσης και κοινωνικής αναλγησίας. Και αυτό το αραιωμένο και νοθευμένο πια κρασί της ονειρικής μέθης αδυνατεί να οιστρηλατήσει τον ανάντη βηματισμό προς τη θαβώρεια κορυφή του φιλάνθρωπου αλτρουϊσμού και του ανθρωπιστικού πολιτισμού.
Έτσι ο άνθρωπος για τον συνάνθρωπο δεν είναι πια ο φιλάνθρωπος Σαμαρείτης του καινοδιαθηκικού ευαγγελισμού αλλά ο ανθρωποβόρος Κάιν του ενστικτώδους ορμήματος και του ακατέργαστου και ατιθάσευτου ψυχισμού. Μέσα στο χερσωμένο ψυχικό του τοπίο δεν φυτρώνουν πια τα ευώδη άνθη του Καλού αλλά οι ακανθώδεις κάκτοι του Κακού. Το αίσθημα της μειωμένης κοινωνικής ευθύνης και της απεριόριστης εγωδουλείας, ευθυνοαποφυγής και ευθυνοφοβίας επέτρεψαν στη χρησιμοθηρική του λογική να χρησιμοποιεί από τις τέσσερις πράξεις της αριθμητικής μόνο τον πολλαπλασιασμό και την πρόσθεση και όχι την αφαίρεση και τη διαίρεση, αφού φρονεί πως το ἔχειν υπερέχει του εἶναι και πως το λαβεῖν πλεονεκτεί του δοῦναι. Ανεβάζοντας όμως μόνο το κατά κεφαλήν εισόδημα και συρρικνώνοντας το ψυχικό μας απόθεμα, αποποιούμεθα την ουρανοπινή μας προέλευση και τη μεταφυσική μας διάσταση και προοπτική και καταντούμε όχι πνευματικοί ως τη σάρκα μας, αλλά μέχρι το πνεύμα μας σαρκικοί. Και αυτή η σαρκοποίηση της πνευματικής ζωής εξηγεί, χωρίς ωστόσο να δικαιολογεί, γιατί η φιλαυτία και η «χαρά του ενού» εκτρέφει την κοινωνική αναλγησία που κάποτε φθάνει και στον «Χάρο του αλλουνού».
Αν λοιπόν όλοι επιθυμούμε ειλικρινά την αξιακή αναβάθμιση της κοινωνίας και τον ποιοτικό της μετασχηματισμό, ας αρχίσουμε τις διορθωτικές κινήσεις από τον δικό μας πρώτα εαυτό. Και αφού η ευθύνη μας για την κακή ποιότητα της κοινωνίας είναι πολύ μικρότερη από την ευθύνη που έχουμε για την κακή ποιότητα του εαυτού μας, πριν αναθεματίσουμε και λιθοβολήσουμε την «κακή κοινωνία», τη μειωμένη της ευθύνη και την επιλεκτική της ευαισθησία, ας αναλογισθούμε τι ποσοστό, πόση δοσολογία από τη δική μας ανευθυνότητα, αδιαφορία και μικροψυχία περιέχεται μέσα στη βεβαρημένη αυτή «κληρονομικότητα» της κοινωνίας, μέσα στην απαθή της πλαδαρότητα, την ηθική της δυσκαμψία και στη γενικότερη αντικοινωνική συμπεριφορά και νοοτροπία.
Όπως λοιπόν το αίσθημα του αυτοσεβασμού εμπνέει και τροφοδοτεί τον αλληλοσεβασμό, έτσι και η αίσθηση της ατομικής ευθύνης καλλιεργεί τη συλλογική υπευθυνότητα και την κοινωνική αλληλεγγύη. Και όπως η γνησιότητα του χρυσού δοκιμάζεται στις υψηλές θερμοκρασίες, έτσι και του ψυχικού μας μετάλλου η ποιότητα αξιολογείται στις δύσκολες περιστάσεις, στις ασύμμετρες και επικίνδυνες απειλές και πληγές, στις ακραίες γενικά καταστάσεις. Εκεί που καλείται το φοβισμένο «εγώ» να ξεπεράσει την κεντρομόλο φορά και τον μικρόψυχο ατομοκεντρισμό και να τεθεί στην υπηρεσία του κοινωνικού «εμείς», του άδολου χριστιανικού σαμαρειτισμού και του ελληνοπρεπούς ανθρωπιστικού πολιτισμού.
Επειδή η συλλογική υπευθυνότητα και η ατομική ευθύνη είναι συγκοινωνούντα δοχεία και η σχέση τους είναι αμφίδρομη, είναι ευεξήγητο και φυσικό το επίπεδο της πρώτης να συναρτάται στενά με την ποιοτική στάθμη της δεύτερης. Και επειδή η ατομική μας ευθύνη εδράζεται κυρίως στον άγραφο, ηθικό νόμο και απορρέει από την αυτόβουλη προαίρεσή μας, τον αυτοπροσδιορισμό και τον αυταναγκασμό μας, οι προτροπές γι’ αυτήν, ακόμη κι αν προέρχονται από τα επισημότερα χείλη, δεν θα έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η αποτελεσματικότητα των προτροπών είναι συνάρτηση της παιδευτικής στάθμης των αποδεκτών. Η πρακτική εφαρμογή των υποδείξεων αυτών και η επιτακτική τους σκοπιμότητα εξαρτάται πρωτίστως από τη συνειδητοποιημένη ηθική τους αναγκαιότητα.
Εάν αυτή απουσιάζει λίγο ή πολύ, καλείται να καλύψει το κενό ο κίνδυνος και ο φόβος της φονικής απειλής. Οι εικόνες από τις εκατόμβες των νεκρών των άλλων ευρωπαϊκών κρατών λειτουργώντας εκφοβιστικά, έδρασαν και πιο αποτελεσματικά.
Η πανδημία του κορωνοϊού σε οικουμενικό πια επίπεδο δεν έδειξε μόνο τις ανισοϋψείς ελλείψεις, τις αστοχίες και τις παραλείψεις των διαφόρων κρατών στον τομέα των υγειονομικών υποδομών, αλλά έδειξε και το έλλειμμα της παιδείας και σε επίπεδο λαού και σε επίπεδο ηγεσίας.
Ο οικονομικός υψαυχενισμός και η άκρατη αλαζονεία των κραταιών της κοσμικής εξουσίας οδήγησαν πολλούς από αυτούς σε μυωπική αποτίμηση της επέλασης του ιού και σε υποτίμηση του φονικού της κινδύνου.
Αλλά ως άλλοι Νέρωνες “ασυνείδητοι, ήσυχοι και ευτυχείς” μέσα στην ευρωστία του ηγεμονικού τους σαρκίου και στην ανοσία της πωρωμένης τους ψυχής δεν άκουσαν “τα βαριά βήματα των πλησιαζόντων γεγονότων” και δεν συνειδητοποίησαν έγκαιρα τη σοβαρότητα της επερχόμενης απειλής.
Αντ’ αυτού σε πλήρη συνάρτηση και σύμπλευση με τον οικονομικό αχυροθεό προέκριναν την “ανοσία της αγέλης” ως μέσο κατασταλτικό που συνειρμικά γειτνιάζει με την παρωχημένη θεωρία του Γκαιμπελικού “ζωτικού χώρου”, που εφαρμόζεται πάντοτε σε βάρος της ζωής των άλλων ανθρώπων και των άλλων λαών.
Η Ελλάδα την ώρα της κρίσης είχε την αγαθή τύχη να διαθέτει μια επιστημονική και μια πολιτική ηγεσία με γνώση και κρίση, αντάξια της δραματικής συγκυρίας. Η παγκόσμια κοινότητα θα βγει βαριά τραυματισμένη από την ενσκήψασα πανδημία. Εάν όμως δεν κεφαλαιοποιήσει και ηθικά τη δραματική της αυτή εμπειρία, δεν οδηγηθεί σε επαναπροσδιορισμό στόχων και προτεραιοτήτων και σε επαναξιολόγηση των αξιών, τότε το μάθημα δεν θα είναι αντάξιο του παθήματος. Γι’ αυτό, την επόμενη μέρα, παράλληλα με την αναβάθμιση των υποδομών και των υπηρεσιών υγείας, θα πρέπει να υπάρξει μια εξίσου γενναία επένδυση και στον χώρο της παιδείας. Αυτή η παιδεία θα οριοθετήσει τη νέα αξιακή σκοποθεσία, θα τονώσει τον αυτοσεβασμό μας, θα ενισχύσει τον αλληλοσεβασμό μας. Και η άπλετη αυτή παιδευτική φωτοχυσία, σε κάθε κρίση, σε κάθε πιθανή δυσπραγία, θα διώχνει το γκρίζο και το μουντό από τη ζωή μας και θα μας οδηγεί, με αυτεπίγνωση και κοινωνική ευαισθησία στα ανθρωπιστικά ξέφωτα της ψυχολογικής αισιοδοξίας και της συναισθηματικής αιθρίας.
*Ο Γιώργος Ροζόκος είναι Φιλόλογος – Δοκιμιογράφος ,Καθηγητής των Σχολών της ΕΛ.ΑΣ.