Μια μικρή προσωπική ιστορία, με μεγάλο πολιτικό και κοινωνικό βάθος για το δικαίωμα στην ισότιμη πρόσβαση στα κέντρα εξουσίας
της Έλλης Τριανταφύλλου
Ξεκίνησε σαν μια μικρή ιστορία, μεταξύ κρασιού και πολιτικής συζήτησης, στην καθιερωμένη συνάντηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τους δημοσιογράφους. Η συνέχειά της, όμως, και κυρίως η κατάληξή της, είχε έντονο πολιτικό ενδιαφέρον.
Η ιστορία ήταν η εξής : Ο πρωθυπουργός θέλησε να πάρει ένα χριστουγεννιάτικο δώρο στη σύζυγό του από κατάστημα με είδη ορειβασίας στο κέντρο της Αθήνας. Το διπλανό μαγαζί πουλούσε βιβλία μουσικής. Όπως ήταν φυσικό, οι μαγαζάτορες που αντιλήφθηκαν την παρουσία του στη γειτονιά, βγήκαν να τον χαιρετίσουν. Στην κουβέντα, λοιπόν, με τον ιδιοκτήτη του καταστήματος με τα βιβλία μουσικής, ο κ. Μητσοτάκης ενημερώθηκε ότι είναι τα μοναδικά βιβλία που βαρύνονται με ΦΠΑ 23% αντί 6% που ισχύει για όλα τα υπόλοιπα βιβλία.
Επιστρέφοντας στο σπίτι του, επικοινώνησε με τον υφυπουργό Παιδείας και του ζήτησε να ετοιμάσει μία νομοθετική ρύθμιση που θα διορθώνει την εξώφθαλμη στρέβλωση, η οποία είναι προφανές ότι αντιλαμβάνεται τα βιβλία μουσικής ως είδος πολυτελείας και όχι ως εργαλείο εκπαίδευσης και μύησης των παιδιών στον πολιτισμό. Αλλωστε, όπως παρατήρησε ο κ. Μητσοτάκης, η απώλεια εσόδων από αυτή τη ρύθμιση θα είναι σίγουρα εξαιρετικά περιορισμένη.
- «Η ερώτηση είναι γιατί πρέπει να φτάνει ο πρωθυπουργός μιας χώρας να ασχολείται με την επίλυση τέτοιων ζητημάτων», παρατήρησε – εύστοχα -ένας συνάδελφος.
«Αυτό με απασχόλησε κι εμένα», απάντησε ο πρωθυπουργός. Τον απασχόλησε, δηλαδή, όπως μας εξήγησε, η δυνατότητα που μπορεί να έχουν ( να μην έχουν, για την ακρίβεια ) κατηγορίες πολιτών, όπως πχ οι ολιγάριθμοι ιδιοκτήτες καταστημάτων πώλησης μουσικών βιβλίων να μεταφέρουν σε κεντρικό επίπεδο, αιτήματα, λογικά παράπονα. Σίγουρα δεν μπορούν να ποντάρουν στη βόλτα του εκάστοτε πρωθυπουργού, ούτε στη γνωριμία με κάποιον υψηλά ιστάμενο πρόσωπο, γιατί αυτό συνιστά μεγαλύτερη στρέβλωση και από το ΦΠΑ στα βιβλία μουσικής!
Παρ’ ότι ρωτήθηκε, ο κ. Μητσοτάκης δεν θέλησε να πει περισσότερα. Αλλωστε, όπως παραδέχθηκε, δεν έχει έτοιμη την απάντηση. Τη σκέφτεται, όμως, κι αυτό είναι θετικό.
Προφανώς, το επιτελικό κράτος δεν αρκεί. Θα συνεισφέρει, πιθανότατα, στη βελτίωση της επαφής τους με το κράτος, έτσι ώστε όλοι οι πολίτες να εξυπηρετούνται με ταχύτητα, διαφάνεια και χωρίς να ταλαιπωρούνται από τη γραφειοκρατία, αλλά δεν θα λύσει το πρόβλημα της άμεσης, ισότιμης, δημοκρατικής πρόσβασης στα κέντρα λήψεως αποφάσεων.
Χρειάζεται κάτι παραπάνω. Τουλάχιστον, αναζητείται…