Εικόνα κυβέρνησης – οπερέττας έδωσε για άλλη μια φορά ο κυβερνητικός συνασπισμός των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, με τον Πάνο Καμμένο να ακυρώνει τον πρωθυπουργό και να εμφανίζεται διευθυντής της κυβερνητικής ορχήστρας, με δική του αντζέντα σε κρίσιμα θέματα Εξωτερικής πολιτικής και Άμυνας.
Πρόκειται για ένα μοναδικό φαινόμενο στη σύγχρονή πολιτική ιστορία, που αναδεικνύει τον αμοραλισμό και τη νομή της εξουσίας ως κυρίαρχο στοιχείο του κυβερνητικού συνασπισμού.
Γιατί πως μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι ο ακραία δεξιός κυβερνητικός εταίρος – που επιτρέπει στον κ. Τσίπρα και τον αριστερό ΣΥΡΙΖΑ να κυβερνούν – ακολουθεί αναρμοδίως δική του πολιτική και αναλαμβάνει διεθνείς πρωτοβουλίες, κόντρα στην επίσημη θέση και τις επιδιώξεις της κυβέρνησης σε ένα κρίσιμο εθνικό θέμα, όπως η Συμφωνία των Σκοπίων; Και πως δεν κουνιέται φύλλο στου Μαξίμου; Πως αυτό το ετερόκλητο σχήμα εξακολουθεί να υποδύεται την κυβέρνηση;
Η χώρα εμφανίζεται διεθνώς να κυβερνάται από καπετανάτα που κυρίως επιθυμούν την εύνοια του Ατλαντικού Κέντρου ή (ακόμα χειρότερα) συναλλαγές με την Ουάσινγκτον με διαμετρικά αντίθετες αντζέντες.
Και αυτό δεν είναι το μόνο παράδοξο. Ο υπουργός Άμυνας εμφανίζεται (από τις ίδιες τις δηλώσεις του) να διαπραγματεύεται προσωπικά στην Ουάσινγκτον τις διεθνείς σχέσεις της χώρας, σε ένα αδιευκρίνιστο “δούναι και λαβείν” με ακραία στοιχεία “μυστικής διπλωματίας”, που όχι μόνο δεν έχουν την έγκριση του Ελληνικού λαού, αλλά ναρκοθετούν τις επιδιώξεις της ίδιας της κυβέρνησης που στηρίζει…Και η οποία παρ’ όλα αυτά κυβερνά σαν να μην συμβαίνει τίποτα.
Το όλο ζήτημα ξεπερνά την “πολιτική και διπλωματική σχιζοφρένεια της Κυβέρνησης στο θέμα των Σκοπίων”, κατηγορία που απηύθηνε ο εκπρόσωπος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης στο Μαξίμου.
Αφορά την ίδια την ουσία της θεσμικής κανονικότητας και πολιτικής τάξης σε αυτή τη χώρα.
Οι προσωπικές και πολιτικές σχέσεις Τσίπρα – Καμμένου αφορούν τους ίδιους και τις δουλειές τους. Όμως η προφανής συγκολητική ουσία στις σχέσεις των κυβερνητικών εταίρων μας αφορά όλους. Και φανερώνει ότι αυτή η χώρα έχει την ατυχία να κυβερνάται από ένα συνασπισμό πολιτικής ιδιοτέλειας, χωρίς κοινούς εθνικούς στόχους και αρχές – με εξαίρεση, βέβαια, το “ηθικό πλεονέκτημα” της “πρώτης φοράς”…