Αντισυνταγματική η διάλυση της επόμενης Βουλής προτού εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας

Η αβεβαιότητα ως προς την δυνατότητα σχηματισμού Κυβέρνησης που να μπορεί να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης από τη νέα Βουλή, είτε αυτοδύναμα από ένα κόμμα, είτε κατόπιν συνεργασίας περισσοτέρων του ενός κομμάτων, σε συνδυασμό με την εκκρεμότητα που «κληροδότησε» στην επόμενη Βουλή, η Βουλή που μόλις διαλύθηκε, δηλ. την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας (ΠτΔ), έχει «ανάψει» τις συζητήσεις μεταξύ συνταγματολόγων, δημοσιογράφων αλλά και πολιτικών για το τι μέλλει γενέσθαι μετά τις εκλογές σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο αδυναμίας. Ας πάρουμε τα πράγματα με την σειρά.

Η προηγούμενη Βουλή διαλύθηκε δυνάμει του άρθρου 32 παρ. 4 εδ. α΄ Συντάγματος (Σ) επειδή δεν μπόρεσε να εκλέξει ΠτΔ με τις πλειοψηφίες που προβλέπει η παρ. 3 του ιδίου άρθρου. Κατά το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 32 παρ. 4 Σ «[η] Βουλή που αναδεικνύεται από τις νέες εκλογές αμέσως μόλις συγκροτηθεί σε σώμα, εκλέγει με ονομαστική ψηφοφορία Πρόεδρο της Δημοκρατίας….». Κατά συνέπεια η αφετηρία για την αναζήτηση των μετεκλογικών εξελίξεων βάσει του Συντάγματος είναι το άρθρο 32 παρ. 4 αυτού το οποίο προσδιορίζει καταρχήν τις μετεκλογικές εξελίξεις δίνοντας ρητά την συνταγματοπολιτική προτεραιότητα της νέας Βουλής, ήτοι συγκρότηση σε σώμα και εκλογή ΠτΔ («αμέσως μόλις συγκροτηθεί σε σώμα, εκλέγει … Πρόεδρο της Δημοκρατίας»). Σύμφωνα με το κατ’ άρθρα 53 παρ. 1, 32 παρ. 4 εδ. α΄Σ σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Κανονισμού της Βουλής (ΚτΒ) Προεδρικό Διάταγμα (ΠΔ) διάλυσης της Βουλής και προκήρυξης εκλογών η Βουλή θα πρέπει να συγκληθεί στις 5.2.2015 και να συγκροτηθεί σε σώμα σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 8 ΚτΒ, εκλέγοντας τον Πρόεδρό της και του Αντιπροέδρους το αργότερο μέχρι την 6.2.2015. Σύμφωνα δε με το προαναφερθέν άρθρο 32 παρ. 4 εδ. α΄ Σ η εκλογή ΠτΔ θα πρέπει να αρχίσει αμέσως και μετά την συγκρότηση της Βουλής σε σώμα, ήτοι εάν όχι την ίδια ημέρα (6.2.2015), τότε την επομένη 7.2.2015.

Παράλληλα, όμως, λόγω των εκλογών τίθεται σε εφαρμογή το άρθρο 37 Σ, το οποίο προβλέπει την διαδικασία ανάδειξης του Πρωθυπουργού και της Κυβέρνησης. Το ζήτημα δεν προκαλεί δυσκολίες και θα ήταν απλό εάν το πρώτο κόμμα διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των Βουλευτών (151 τουλάχιστον), οπότε ο Αρχηγός του θα διοριστεί από τον ΠτΔ Πρωθυπουργός σύμφωνα με το άρθρο 37 παρ. 2 εδ. α΄ Σ. Εάν κανένα κόμμα, όμως, δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία τότε ο ΠτΔ δίδει δυνάμει του δεύτερου εδαφίου της ίδιας διάταξης διερευνητική εντολή στον Αρχηγό του σχετικώς πλειοψηφούντος κόμματος, ο οποίος διαθέτει τρεις ημέρες για να διερευνήσει την δυνατότητα σχηματισμού Κυβερνήσεως σύμφωνα με το άρθρο 37 παρ. 3 εδ. β΄ Σ. Σε περίπτωση αποτυχίας η διερευνητική εντολή δίδεται στον Αρχηγό του δεύτερου σε δύναμη στην Βουλή κόμματος υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, και σε περίπτωση αποτυχίας και αυτού, στον Αρχηγό του τρίτου σε δύναμη στην Βουλή κόμματος πάντα υπό τις ίδιες προϋποθέσεις σύμφωνα με το εδ. α΄ της παρ. 3 του άρθρου 37 Σ. Στην περίπτωση του τρίτου κόμματος πρέπει να γίνει σαφές ότι ο ΠτΔ έχει δεσμία αρμοδιότητα να αναθέσει την διερευνητική εντολή, ακόμη κι αν είναι σαφές ότι το κόμμα αυτό δεν μπορεί να σχηματίσει Κυβέρνηση, είτε γιατί δεν θέλει κανένας να συνεργαστεί μαζί του (περίπτωση Χρυσής Αυγής), είτε γιατί αυτό δεν θέλει να συνεργαστεί με τους υπολοίπους (περίπτωση ΚΚΕ). Σε αυτή την περίπτωση, όμως, σώφρον κρίνεται να υποδείξει κατ’ οικονομίαν ο ΠτΔ στον Αρχηγό ενός τέτοιου κόμματος να καταθέσει ο τελευταίος αμέσως την εντολή, όταν είναι πρόδηλο ότι δεν υπάρχει περίπτωση να επιτύχει αυτός στο τριήμερο τον σχηματισμό Κυβέρνησης.

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι με βάση και την πρακτική που ακολουθείται παγίως σε όλες τις εκλογές, ο απερχόμενος Πρωθυπουργός θα πρέπει να επισκεφθεί τον ΠτΔ την επομένη των εκλογών (26.1.2015) και να υποβάλει την παραίτηση της Κυβερνήσεώς του, ανεξαρτήτως εάν το κόμμα του έχει κερδίσει τις εκλογές ή όχι. Ο ΠτΔ τότε αφού δεχθεί τον Πρόεδρο της διαλυθείσης Βουλής για να τον ενημερώσει για την δύναμη των κομμάτων στη νέα Βουλή, την επομένη (27.1.2015) κι αφού έχει καταστεί σαφής η δύναμη των κομμάτων θα πρέπει να αναθέσει στον αρχηγό του πρώτου κόμματος είτε την εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης, είτε την διερευνητική εντολή. Σε περίπτωση που έχουμε τρεις διερευνητικές εντολές θα πρέπει η διαδικασία αυτή να έχει ολοκληρωθεί σε εννέα ημέρες από τις 27.9.2015, δηλ. το αργότερο μέχρι τις 4.2.22015, εάν και οι τρεις Αρχηγοί έχουν εξαντλήσει την τριήμερη προθεσμία του άρθρου 37 παρ. 3 εδ. β΄ Σ, κάτι που δεν είναι υποχρεωτικό.

Σε περίπτωση, λοιπόν, αποτυχίας και του τρίτου κόμματος να σχηματίσει Κυβέρνηση που να μπορεί να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης στην Βουλή τότε σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο του άρθρου 37 παρ. 3 Σ ο ΠτΔ θα πρέπει να καλέσει όλους τους Αρχηγούς των κομμάτων που διαθέτουν κοινοβουλευτική δύναμη, είτε εν συμβουλίω, είτε κατά μόνας, είτε όπως αυτός νομίζει (και πάντως όχι κατ’ ανάγκην μία μόνο φορά αλλά ανάλογα με τις περιστάσεις και περισσότερες φορές), για να διερευνήσουν την δυνατότητα σχηματισμού Κυβέρνησης (τέταρτο βήμα στην όλη διαδικασία). Εάν αυτό είναι αδύνατο, τότε θα πρέπει να διερευνηθεί η δυνατότητα σχηματισμού Κυβέρνησης από όλα τα κόμματα (όσο απεχθές κι αν είναι κάποιο ή κάποια από αυτά) και με Πρωθυπουργό κοινής αποδοχής («οικουμενική υπηρεσιακή») για την διενέργεια εκλογών (πέμπτο βήμα) και σε περίπτωση αποτυχίας, τότε θα πρέπει να αναθέσει την εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης για την διενέργεια εκλογών στον Πρόεδρο ενός εκ των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας («υπηρεσιακή με Πρωθυπουργό Ανώτατο Δικαστικό») (έκτο βήμα). Ενώ στην τέταρτη περίπτωση ο ΠτΔ αναθέτει την εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης σε αυτόν που θα προκύψει από την διαβούλευσή του με τα κόμματα [όπως έχει γίνει στο παρελθόν με τους Τ. Τζανετάκη, Ξ. Ζολώτα και Λ. Παπαδήμο (στην τελευταία περίπτωση όχι μετά από εκλογές αλλά μετά από παραίτηση Κυβέρνησης κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 38 παρ. 1 εδ. β΄ Σ, που παραπέμπει στο άρθρο 37 παρ. 2, 3 και 4 του άρθρου 37)], στις πέμπτη και έκτη περίπτωση διαλύει υποχρεωτικά την Βουλή (άρθρο 37 παρ. 3 εδ. γ΄ Σ). Εδώ πρέπει να τονισθεί ότι σε αντίθεση με την διαδικασία των διερευνητικών εντολών, που προβλέπει αποκλειστική προθεσμία για την διάρκεια κάθε διερευνητικής εντολής τις τρεις ημέρες (άρθρο 37 παρ. 3 εδ. β΄ Σ), το τρίτο εδάφιο της ίδιας διάταξης δεν προβλέπει αποκλειστική προθεσμία περαίωσης του τέταρτου ή πέμπτου βήματος. Κατά συνέπεια η διαβούλευση του ΠτΔ με τους Αρχηγούς των κομμάτων για τον σχηματισμό Κυβέρνησης που θα πάρει ψήφο εμπιστοσύνης από την Βουλή ή της «οικουμενικής υπηρεσιακής» μπορεί να κρατήσει περισσότερες ημέρες κατά την κρίση κατ’ αρχήν του ΠτΔ, η δε άποψη που υποστηρίζει ότι η διαβούλευση πρέπει να κρατήσει μία (1) ημέρα (!) είναι αβάσιμη και δεν στηρίζεται ούτε στο γράμμα της διάταξης ούτε στην συνδυασμένη ερμηνεία αυτής με άλλες διατάξεις, ούτε και στον σκοπό του συνταγματικού νομοθέτη, που είναι η εξεύρεση βιώσιμης κυβερνητικής λύσης και όχι η εσπευσμένη και απερίσκεπτη διάλυση της Βουλής και η διεξαγωγή νέων εκλογών σε διάστημα ενός μηνός, όπως έγινε τον Μάιο του 2012, χωρίς δυστυχώς ο ΠτΔ να εκμεταλλευθεί τότε τον ρυθμιστικό του ρόλο και να «πιέσει» ιδιαίτερα τα κόμματα να βρουν μία λύση.

Με βάση λοιπόν τα ανωτέρω καταλήγουμε σε τρία επιμέρους συμπεράσματα: Α) Η Βουλή που προκύπτει κατ’ άρθρο 32 παρ. 4 Σ από την αδυναμία της τελευταίας να εκλέξει ΠτΔ σύμφωνα με την παρ. 3 του ιδίου άρθρου θα πρέπει υποχρεωτικά και ανεξαρτήτως της πορείας της διαδικασίας ανάδειξης Κυβέρνησης κατ’ άρθρο 37 παρ. 2 και 3 Σ να συγκροτηθεί σε σώμα, Β) η Βουλή αυτή είναι κατά ρητή συνταγματική επιταγή υποχρεωμένη να εκλέξει αμέσως ΠτΔ ακόμη κι αν δεν έχει πάρει ψήφο εμπιστοσύνης η Κυβέρνηση κατ’ άρθρο 84 παρ. 1 εδ. β΄ Σ σε περίπτωση διορισμού του Πρωθυπουργού κατ’ άρθρο 37 παρ. 2 Σ, όπως έγινε το 1990 με την εκλογή του Κ. Καραμανλή στην δεύτερη θητεία του, ή δεν έχει σχηματισθεί Κυβέρνηση κατ’ άρθρο 37 παρ. 3 Σ, όπως ενδεχομένως γίνει τώρα και Γ) η διαδικασία διερεύνησης ή διαβούλευσης του ΠτΔ με τους Αρχηγούς των κομμάτων για τον σχηματισμό Κυβέρνησης κατά το άρθρο 37 παρ. 3 Σ μετά το πέρας των διερευνητικών εντολών μπορεί να διαρκέσει περισσότερες ημέρες, κατ’ αρχήν κατά την κρίση του ΠτΔ, χωρίς να είναι υποχρεωτικός ο διορισμός υπηρεσιακής Κυβέρνησης, η άμεση διάλυση της Βουλής και η άμεση προκήρυξη νέων εκλογών. Βέβαια η παράταση της θητείας της Βουλής αυτής και στο πέραν της συγκρότησής της διάστημα πρέπει να συμβεί πάντως μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, που καθορίζεται από τον ΠτΔ σε διαβούλευση με τους Αρχηγούς των κομμάτων, και εξαρτάται από τις περιστάσεις. Μία τέτοια περίσταση είναι αναμφίβολα η εκπλήρωση του συνταγματικού καθήκοντος εκλογής ΠτΔ.

Η ερμηνεία αυτή προκύπτει τόσο από την γραμματική διατύπωση του άρθρου 32 παρ. 4 εδ. α΄ («αμέσως … εκλέγει … Πρόεδρο της Δημοκρατίας…») και του άρθρου 37 παρ. 3 εδ. γ΄ Σ, που δεν ορίζει προθεσμία στον ΠτΔ να διερευνήσει μετά την αποτυχία των διερευνητικών εντολών με τους Αρχηγούς των κομμάτων την δυνατότητα σχηματισμού κοινοβουλευτικής Κυβέρνησης ή «οικουμενικής υπηρεσιακής» Κυβέρνησης, ενώ από εξ αντιδιαστολής ερμηνεία με το εδάφιο β΄ του άρθρου 37 παρ. 3 Σ προκύπτει το απρόθεσμο της διαδικασίας αυτής, την συστηματική θέση του άρθρου 32 παρ 4 εδ. α΄ Σ με το άρθρο 37 παρ. 2 και 3 Σ, καθόσον η πρώτη αποτελεί ειδικότερη προς την τελευταία διάταξη (lex specialis) και ως ειδικότερη κατισχύει της γενικότερης (lex specialis derogat legi generali) αλλά και την λογική (ratio) του Συντάγματος να μην θέλει να αφήσει το μείζονος σημασίας ζήτημα της εκλογής του ΠτΔ, ακόμη και μετά την αποψίλωση των αρμοδιοτήτων του κατά την συνταγματική αναθεώρηση του 1986, να περιφέρεται «από Βουλής εις Βουλήν» κατά τις σκοπιμότητες των κομμάτων, που δεν θα θέλουν να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Κατά συνέπεια ακόμη κι αν στην καταστροφική για την χώρα και γι αυτό απευκταία περίπτωση που τα κόμματα δεν συμφωνήσουν στον σχηματισμό κοινοβουλευτικής Κυβέρνησης και προκρίνουν την εκ νέου πρόωρη διάλυση της Βουλής και την διεξαγωγή νέων εκλογών, η διάλυση αυτή μπορεί να περιμένει λίγες ημέρες μέχρι να εκλεγεί ΠτΔ. Στην περίπτωση αυτή στα καθήκοντά της παραμένει η απερχόμενη Κυβέρνηση ως «υπηρεσιακή».

Ευχή μας είναι οι εκλογές της 25.1.2015 να μην θέσουν τέτοια συνταγματοπολιτικά διλήμματα και να καταστεί δυνατή η ανάδειξη Κυβέρνησης, είτε μονοκομματικής είτε πολυκομματικής, που θα πάρει ψήφο εμπιστοσύνης από την Βουλή και θα αντιμετωπίσει τα ζωτικής όχι μόνο για την χώρα αλλά και το έθνος ολόκληρο σημασίας προβλήματα της σχέσης της με τους δανειστές της και της παραμονής της στην ζώνη του ευρώ, παράλληλα με την επίλυση της εκκρεμότητας της εκλογής ΠτΔ από την ίδια Βουλή.