Σε προηγούμενο κείμενό μας (5 Απριλίου 2017) στις φιλόξενες στήλες της «Εφημερίδας των Συντακτών» διατυπώσαμε τις προκαταρκτικές θέσεις και απόψεις μας για τη διεθνή διοργάνωση με τον τίτλο: «Documenta» στην οποία συμμετέχει και η Αθήνα (δηλ. η ελληνική αισθητική κοινωνία) ως «τόπος» (με την αριστοτελική έννοια). Στο ενδιάμεσο διάστημα έγιναν τα εγκαίνια της διοργάνωσης «Documenta 14» από τους Προέδρους των δύο Δημοκρατιών, της Ελλάδας και της Γερμανίας την 8η Απριλίου 2017 και έκτοτε το αισθητικό πρόγραμμα και το εικαστικό σχέδιο του θεσμού βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας. Στην κυριολεξία μόνον οι αισθήσεις μας μπορούν να βιώσουν τη μοναδική, αξεπέραστη «αισθητική εμπειρία» μέσω της οποίας συγκροτείται ο ίδιος ο κοινωνικός βιόκοσμος.
Το εικαστικό πρόγραμμα της «Documenta 14» στην Αθήνα θα διαρκέσει από την 8η Απριλίου μέχρι την 16η Ιουλίου 2017, όπως εξ άλλου έγινε και με την «Documenta 13» η οποία στο περιφερειακό τμήμα της στην Καμπούλ διήρκησε από την 20η Ιουνίου 2012 μέχρι την 19η Ιουλίου 2012. Το πρώτο ερώτημα που τίθεται διατυπώνεται ως εξής: η Αθήνα συμμετέχει στη διοργάνωση «Documenta 14» με τους όρους του «τόπου» (κατά τον Αριστοτέλη) ή με τις πραγματολογικές συνθήκες της «καθυστερημένης αισθητικής κοινωνίας»; Δεδομένου, ότι η Αθήνα ως οντότητα δεν έχει διαμορφώσει κριτήρια ωραιότητας (δεν έχει «κατασκευάσει» και δεν μπορεί να συγκροτήσει κριτήρια και μηχανισμούς αξιολόγησης της ωραιότητας) πώς μπορεί να συμμετέχει στη διεθνή διοργάνωση της «Documenta»; Δε λειτουργεί το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ) και η περιώνυμη Εθνική Πινακοθήκη δεν είναι κλειστή για λόγους ανακαίνισης στο κτήριο της. Είναι κλειστή, επειδή δεν μπορεί να χαράξει ένα όριο ανάμεσα στην παραδοσιακή και την μοντέρνα τέχνη. Δεν θα πρέπει όλοι μας να ξεχνάμε την επιστημολογική και την πολιτική «διένεξη» με τον πίνακα (εικόνα;) του Θεοτοκόπουλου του έτος 1994, όταν η Διευθύντρια του Μουσείου έκανε «έρανο» για να συγκεντρώσει τα χρήματα με τα οποία θα τον αποκτούσε.
Τα δύο μουσεία, δηλ. οι δύο θεσμοί της αισθητικής κοινωνίας στην Ελλάδα δεν λειτουργούν. Αυτό δε συνιστά μομφή. Είναι μία εμπειρική πραγματικότητα. Ο όρος που χρησιμοποιώ: «καθυστερημένη αισθητική κοινωνία», παραπέμπει στον όρο: «καθυστερημένο έθνος», ο οποίος αναφέρεται στη γερμανική εθνική περίπτωση. Ως γνωστόν ο γερμανικός λαός συγκροτήθηκε ως «έθνος» με ιστορική καθυστέρηση σε αντίθεση προς άλλους ευρωπαϊκούς λαούς και προ πάντων προς τον γαλλικό.
Το δεύτερο ερώτημα, το οποίο αυτή τη φορά δεν αναφέρεται στη σύνδεση της «ημιτελούς ελληνικής αισθητικής κοινωνίας» με το παγκόσμιο καθεστώς της τέχνης, αλλά με την ίδια την ελληνική τέχνη ως εκπρόσωπο του αισθητικού φαινομένου διεθνώς. Δύο δημιουργοί ο ΘΟΔΩΡΟΣ και ο ΤΑΚΙΣ έχουν με το έργο τους καταστήσει οικεία για κάθε καθημερινό άνθρωπο στην παγκόσμια πολιτική ζωή τη συνθήκη της «ανθρώπινης κατάστασης» (Arent). Αυτοί οι δύο καλλιτέχνες δε συμμετέχουν στην «Documenta 14». Δεν είναι αυτοί, οι οποίοι θα μας «δώσουν μαθήματα από την Αθήνα»! Πώς και γιατί άραγε;
Ο ΘΟΔΩΡΟΣ ως ακραιφνής δημιουργός προτάσσει την επικοινωνιακή δύναμη της τέχνης. Και ο ΤΑΚΙΣ με την ίδια τη δημιουργία του φτιάχνει τις «κοσμογονικές» διαστάσεις της πολιτικής κοινωνίας. Το δεύτερο μάθημα λοιπόν της «Documenta 14» από την Αθήνα, συνοψίζεται στην διαπίστωση ότι οι ίδιοι οι σχεδιαστές της αγνοούν τη διεθνή ελληνική τέχνη.
Συνοψίζοντας τονίζω τις εξής δύο διαφορές: πρώτον, τις «θεσμικές» ανάμεσα στην Αθήνα και το Κάσσελ. Για τον αναγνώστη που νομίζει, ότι η αισθητική κοινωνία σε σχέση με την πολιτική οντότητα είναι κάτι δευτερεύον, θα πρέπει να του πούμε, ότι το λάθος δεν είναι αισθητικό. Δεύτερον, τις «αισθητικές» σύμφωνα με τις οποίες έλληνες δημιουργοί καθιερώθηκαν παγκοσμίως (ΘΟΔΩΡΟΣ και ΤΑΚΙΣ) χωρίς τους γηγενείς εικαστικούς θεσμούς. Και τώρα τα «μαθήματα από την Αθήνα» δεν λειτουργούν ούτε ως «οδοί διαφυγής».