Η νομικοπολιτική διάσταση των συνεπειών του BREXIT

Ο λαός του Ηνωμένου Βασιλείου (ΗΒ) εκφράσθηκε κυρίαρχα: 52% του εκλογικού σώματος απεφάνθη, σ’ ένα εξαιρετικά αμφισβητούμενης πολιτικής σκοπιμότητας αλλά αδιαμφισβήτητης νομιμότητας, γνησιότητας και δημοκρατικότητας δημοψήφισμα, ότι επιθυμεί την έξοδο της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το αποτέλεσμα πρέπει να γίνει σεβαστό και ο Πρωθυπουργός David Cameron που στήριξε την αντίθετη άποψη, ανέλαβε με γενναιότητα τις ευθύνες του και δήλωσε ότι θα παραιτηθεί και θα δρομολογήσει τις διαδικασίες διαδοχής του. Τα πράγματα, όμως, είναι πιο σύνθετα απ’ ό,τι φαίνονται.

Ας ξεκινήσουμε από τη νομική διάσταση των συνεπειών του BREXIT. Αυτές καθορίζονται στο άρθρο 50 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), όπως ισχύει μετά την Συνθήκη της Λισσαβόνας (και όχι το άρθρο 50 της Συνθήκης της Λισσαβόνας, όπως αβάσιμα λέγεται από διάφορους), το οποίο για πρώτη φορά στην ιστορία της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης προβλέπει την δυνατότητα σ’ ένα κράτος να αιτηθεί μονομερώς την αποχώρησή του από την ΕΕ. Μάλιστα στην παρ. 1 του άρθρου 50 προβλέπεται ότι η απόφαση του κράτους μέλους για αποχώρηση καθορίζεται με βάση τις εσωτερικές συνταγματικές του διαδικασίες, στις οποίες βεβαίως η Ένωση δεν έχει λόγο.

Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου διά του Πρωθυπουργού αποφάσισε να θέσει ζήτημα παραμονής της χώρας στην ΕΕ, όχι κατά την συνήθη συνταγματική διαδικασία, που προβλέπει την λεγόμενη «κυριαρχία του Κοινοβουλίου», και σύμφωνα με την οποία τις κρίσιμες αποφάσεις τις παίρνει το Κοινοβούλιο, αλλά με την διαδικασία του δημοψηφίσματος. Το εάν το δημοψήφισμα έχει δεσμευτικό ή συμβουλευτικό προς την Κυβέρνηση χαρακτήρα, αυτό είναι επίσης εσωτερικό συνταγματικό ζήτημα του Ηνωμένου Βασιλείου. Το δημοψήφισμα διεξήχθη, κανείς δεν αμφισβητεί το αποτέλεσμά του και η πλειοψηφία του λαού απεφάνθη υπέρ της αποχώρησης από την ΕΕ. Η Κυβέρνηση διά του Πρωθυπουργού δήλωσε ότι θα σεβασθεί το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Άρα θα πρέπει, σύμφωνα με την εσωτερική συνταγματική της τάξη, να ενεργοποιήσει την διαδικασία του άρθρου 50 ΣΕΕ και να κοινοποιήσει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την απόφαση της χώρας της για αποχώρηση από την ΕΕ, όπως ορίζει η παρ. 2 του άρθρου 50 ΣΕΕ. Εάν αυτό δεν γίνει από την Κυβέρνηση του κράτους μέλους δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί το άρθρο 50, καθότι επ’ ουδενί προβλέπεται διαδικασία αποβολής του κράτους μέλους από τα υπόλοιπα κράτη μέλη ή την ίδια την Ένωση.

Σύμφωνα με την ίδια παρ. 2 του άρθρου 50, με την κοινοποίηση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της απόφασης του κράτους μέλους για αποχώρηση από την Ένωση άρχεται αποκλειστική προθεσμία δύο ετών, εντός των οποίων το κράτος μέλος θα διαπραγματευθεί με την Ένωση την κατάρτιση συμφωνίας, που θα περιλαμβάνει τους όρους (πολιτικούς, οικονομικούς, νομικούς κ.α.) της αποχώρησης και το μελλοντικό πλαίσιο σχέσεων τους κράτους με την Ένωση. Τις διαπραγματεύσεις διεξάγει κατ’ άρθρο 218 παρ. 3 της Συνθήκης για την Λειτουργία της ΕΕ (ΣΛΕΕ), στο οποίο παραπέμπει ρητά το άρθρο 50 παρ. 2 ΣΕΕ, η Επιτροπή και την τελική συμφωνία υπογράφει εξ ονόματος της Ένωσης το Συμβούλιο (Υπουργών), το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, κατόπιν εγκρίσεως από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Κατά την παρ. 3 του άρθρου 50 ΣΕΕ από την υπογραφή της συμφωνίας αποχώρησης ή το αργότερο από την παρέλευση της ως άνω διετούς προθεσμίας παύει η συμμετοχή του κράτους μέλους στην ΕΕ, εκτός κι εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο σε συμφωνία με το υπό αποχώρηση κράτος μέλος αποφασίσει ομόφωνα την παράταση της προθεσμίας. Αμφίβολο είναι εάν το υπό αποχώρηση κράτος μέλος μπορεί μέχρι την παρέλευση της διετούς προθεσμίας ή της νέας μετά από παράταση να ανακαλέσει την απόφασή του σύμφωνα με τις εσωτερικές συνταγματικές του διαδικασίες (ίσως μετά από νέο δημοψήφισμα) και σε συνεννόηση με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, δηλ. τους εταίρους του, ή αν αυτή καθίσταται αμετάκλητη. Η γραμματική διατύπωση της παρ. 3 κλίνει προς την δεύτερη άποψη, δεν θα πρέπει, όμως, να αποκλείσουμε ενόψει πολιτικών σκοπιμοτήτων και την πρώτη.

Αυτή την στιγμή έχουμε τα εξής πολιτικά δεδομένα: Η παρούσα Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου με δηλώσεις του Πρωθυπουργού κατέστησε σαφές ότι θα σεβασθεί το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και ότι θα παραιτηθεί τον Οκτώβριο, ούτως ώστε το Ηνωμένο Βασίλειο με νέα Κυβέρνηση να αιτηθεί την αποχώρηση της χώρας από την ΕΕ. Το εάν η νέα κυβέρνηση θα προέλθει από τις τάξεις του κυβερνώντος Συντηρητικού κόμματος ή μετά από βουλευτικές εκλογές παραμένει προς το παρόν αδιευκρίνιστο. Ηγετικά στελέχη του κυβερνώντος κόμματος που τάχθηκαν επικεφαλής της εκστρατείας υπέρ του BREXIT, όπως ο πρώην δήμαρχος του Λονδίνου και εκ των υποψηφίων διαδόχων του David Cameron στην ηγεσία των Torries και την Πρωθυπουργία, Boris Johnson, ζητούν από τον Πρωθυπουργό να μην ενεργοποιήσει ακόμη την διαδικασία του άρθρου 50 ΣΕΕ. Οι ηγέτες των κυριότερων οργάνων της ΕΕ, όπως ο Πρόεδρος της Επιτροπής Jean Claud Juncker, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Donald Tousk και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Martin Schulz, καθώς και ηγέτες χωρών, όπως η Καγκελάριος της Γερμανίας Angela Merckel, δηλώνουν ότι με το δημοψήφισμα ξεκίνησε η διαδικασία της αποχώρησης του ΗΒ από την ΕΕ και υπονοούν ότι αποκλείεται ένα ειδικό καθεστώς για την παραμονή της χώρας στην ΕΕ. Οι διαπραγματεύσεις και το καθεστώς σχέσης με την ΕΕ που θα συμφωνηθεί θα πρέπει να είναι καθεστώς αποχώρησης του ΗΒ από την ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 50 παρ. 2 ΣΕΕ και όχι παραμονής. Ήδη συζητούνται μοντέλα ειδικών σχέσεων όπως αυτό της Νορβηγίας ή της Ελβετίας ή των πρώην χωρών της ΕΖΕΣ στο πλαίσιο του Ενιαίου Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ).

Νομικά βεβαίως το θέμα είναι όπως το θέτουν ή το υπονοούν ή υστερόβουλα το επιδιώκουν οι Βρετανοί ηγέτες. Πολιτικά, όμως, οι ηγέτες της ΕΕ έχουν δίκιο. Όσο κι αν την πρωτοβουλία με βάση το άρθρο 50 την έχει το Ηνωμένο Βασίλειο ως υπό αποχώρηση κράτος μέλος, ούτε μία επαμφοτερίζουσα κατάσταση του «μένω-φεύγω» μπορεί να συνεχισθεί για πολύ, ούτε η ΕΕ και τα άλλα κράτη μέλη μπορούν να «εκβιασθούν» ή πιεστούν από το ΗΒ για να πετύχει το τελευταίο καλλίτερους όρους παραμονής. Λογική του «τραβάτε με (για να μείνω στην ΕΕ) κι ας κλαίω (ότι θέλω την αποχώρηση) δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές από τους υπόλοιπους για πολλούς και ευνόητους λόγους. Συνεπώς η στάση των Ευρωπαίων που μας παραπέμπει στο παλιό ελληνικό τραγούδι «άμα θες να φύγεις φύγε, άμε θες να κάτσεις κάτσε» (όχι όμως με τους δικούς σου όρους) είναι και εύλογη και δικαιολογημένη. Το θέμα της αποχώρησης από την ΕΕ και μάλιστα διά της μείζονος νομικοπολιτικής διαδικασίας του δημοψηφίσματος το προκάλεσαν οι ίδιοι οι Βρετανοί, αυτοί ήταν που απεφάνθησαν υπέρ του BREXIT, αυτοί θα πρέπει εν πρώτοις να αναλάβουν τις συνέπειες της επιλογής τους. Εάν δεν μπορούν να διαχειρισθούν τις συνέπειες του αποτελέσματος, οι οποίες μπορεί να καταστούν διαλυτικές για την υπόσταση της ίδιας τους της χώρας, δεν θα πρέπει το πρόβλημά τους να γίνει πρόβλημα της Ένωσης, περισσότερο απ’ ό,τι ήδη έχει γίνει.

Πιστεύουμε ότι ο David Cameron ή ο διάδοχός του στην Πρωθυπουργία δεν θα ακολουθήσει τον Έλληνα Πρωθυπουργό στην διαχείριση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος και δεν θα μετατρέψει το «ΟΧΙ» σε «ΝΑΙ» ή αγγλιστί το «BREXIT» σε «BREMAIΝ». Η στάση του την επομένη του δημοψηφίσματος έδειξε ότι και περισσότερη σοβαρότητα διαθέτει και πολιτική αξιοπρέπεια και κύρος από τον Έλληνα Πρωθυπουργό, παρά το ότι αυτά ετρώθησαν από τους όλους χειρισμούς του στο θέμα της προκήρυξης του δημοψηφίσματος και εν τέλει το αποτέλεσμά του. Αντίθετη συμπεριφορά του θα εξευτέλιζε όχι μόνο τον ίδιο αλλά και την όλη φιλοσοφία του δημοψηφίσματος ως θεσμού και τον βρετανικό λαό. Όμως, την διεξαγωγή ενός δεύτερου δημοψηφίσματος στο απώτερο μέλλον δεν θα πρέπει να την αποκλείσουμε.