Το Σύνταγμα δεν προσφέρεται για κόλπα

Από τα  πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης όταν μια κυβέρνηση ένιωθε στριμωγμένη κατέφευγε στις έξης τρεις διακηρύξεις: θα ανοίξει το φάκελο της Κύπρου, θα ζητήσει τις γερμανικές αποζημιώσεις και θα αλλάξει το Σύνταγμα. Οι κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου για παράδειγμα συχνά τα προέβαλαν και τα τρία μαζί.

Σήμερα τα δυο πρώτα δεν έχουν καμιά πολιτική άξια, οπότε μένει το τρίτο. Σ’ αυτό καταφεύγει η κυβέρνηση και μάλιστα με έναν ιδιότυπο τρόπο: προαναγγέλλει ότι θα ανοίξει τη συζήτηση για τις αλλαγές στον καταστατικό χάρτη στις… 24 Ιουλίου. Η προσφυγή στον προσδοκώμενο εύκολο εντυπωσιασμό λόγω της ημέρας μάλλον αρνητικές συνέπειες έχει.

Δείχνει ότι το μέγαρο Μαξίμου δεν είναι έτοιμο για μια τόσο σοβαρή εξέλιξη. Όπως δεν ήταν και οι προηγούμενοι βέβαια. Γι’ αυτό, πλην της συνταγματικής αναθεώρησης του 1985/86, οι άλλες απόπειρες απέληξαν σε φιάσκο.

Η τροποποίηση του Συντάγματος δεν προσφέρεται για τρέχουσα πολιτική εκμετάλλευση. Όσες κυβερνήσεις την αποπειράθηκαν βγήκαν εκτιθέμενες. Το ίδιο και τα κόμματα που έχουν εύκολες λύσεις για το Σύνταγμα κάθε φόρα που τίθεται το θέμα.

Αυτή η συζήτηση γίνεται με δυο δεδομένα. Το ένα είναι ότι το ισχύον Σύνταγμα πρέπει να τροποποιηθεί και να προσαρμοσθεί στα νέα δεδομένα, εγχώρια και διεθνή. Το άλλο είναι ότι χρειάζονται δυο Βουλές και συνεπώς οι όποιες αλλαγές δεν θα ισχύσουν αμέσως.

Με αυτούς τους περιορισμούς η συζήτηση δεν μπορεί να τελεί υπό τις συγκυριακές ανάγκες των κυβερνήσεων. Άλλωστε αυτό το θέμα έχει αναλυθεί τόσο πολύ ώστε δεν πρόκειται να κομίσει κανείς γλαύκα στην Αθήνα.

Σημαντικά πρόσωπα του δημοσίου βίου και της επιστήμης έχουν κατά καιρούς καταθέσει πλήρεις προτάσεις συνταγματικής προσαρμογής.

Παράδειγμα ο έμπειρος Γιάννης Βαρβιτσιώτης που γνωρίζει όσο λίγοι την πολιτική ουσία της συνταγματικής μεταρρύθμισης.  Ο Αλέκος Παπαδόπουλος και ο συνταγματολόγος Γιώργος Σωτήρες έχουν καταθέσει μια κοινή πρόταση, επαρκέστατη για τη νέα συνταγματική τάξη που αναζητείται. Και άλλοι.

Συνεπώς δεν λείπουν οι ιδέες. Λείπει πρωτίστως η ειλικρίνεια των προθέσεων για συνταγματική αναθεώρηση προς όφελος της χώρας και της κοινωνίας και όχι προς εξυπηρέτηση ιδεολογημάτων, ή κομματικών επιδιώξεων. Και φυσικά λείπουν οι απαιτούμενοι συσχετισμοί σε δυο διαφορετικές Βουλές για να φτάσει ως το τέλος μια απόπειρα συνταγματικών αλλαγών.

Η σημερινή κυβέρνηση δεν δείχνει να έχει συναίσθηση του μεγέθους του εγχειρήματος που υπόσχεται να αναλάβει. Αντίθετα υπάρχουν ενδείξεις ότι προτίθεται να το εντάξει στον κομματικό σχεδιασμό της, ενδιαφερομένη κυρίως για ζητήματα όπως είναι ο εκλογικός νόμος και όχι η γενική αναδιοργάνωση της Πολιτείας με βάση σύγχρονες και πρωτίστως ευρωπαϊκές αντιλήψεις.

Το Σύνταγμα δεν προσφέρεται για ασκήσεις κομματισμού και αυτό αφορά όλους τους εμπλεκόμενους. Αν πρόκειται να πάμε σε διευθετήσεις που θα υπαγορεύουν οι παραταξιακές στρατηγικές τότε ας μείνουμε σ αυτό που έλεγε τον 18ο αιώνα ο Άγγλος πολιτικός Ορακ Γουάιπολ: “Το Σύνταγμα μια χαρά είναι και θα συνεχίσει να είναι αν το αφήσουν στη ησυχία του”.

 

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο www.capital.gr