Ήταν ωραίο εκείνο το Σαββατόβραδο στο Λαιμό. Χοροί κουρδίζονταν στην πέτρινη παραλία. Γυναίκες με τσακίσματα και επωδές δίνονταν στην Εκάτη. Κι εμείς στην εβδομαδιαία ευωχία μας ανοίγαμε με το σουγιά στρείδια ψαρεμένα λίγο πριν στις άκρες του Σαρωνικού. Σκιές στο ασήμι του δίσκου ψηλά, νερά στο σιντέφι, που λέκιαζε, όπως τα νομίσματα, που ρίχνουν στις κιστέρνες των συντριβανιών σε μέρη βόρεια οι ερωτευμένοι.
Φιλοσοφούσαμε φορώντας ρούχα σκούρα· έγνοια μας ήταν να τινάξουμε από πάνω μας τη σκόνη των ημερών, που είχαν μαζευτεί και μας έφθειραν. Το θέαμα όμως των μαγεμένων στο ψυχρό φως μάς έφερνε στο σύνορο, όχι εκείνο το γνωστό που χωρίζει τη γη από τους ανθρώπους, αλλά στο σύνορο που φτιάχνουν μικρές μικρές εκρήξεις και συμπιέζουν την παντοδυναμία του τόπου σε μια στιγμή. Η συσκευασία τους δεν καταργούσε την κίνηση, αλλά την τοπικότητα της κίνησης, το άπλωμά της στο χρόνο. Ήταν μια ζωγραφιά φτιαγμένη από τις λάμψεις που άφηνε πίσω της κάθε έκρηξη. Περιγελούσε τον τρόπο που βλέπαμε τις γυναίκες να καθρεφτίζονται πάνω στη νύχτα· τα είδωλά τους ήταν και άλλων και δικά μας. Ἐκλεινε στο πεδίο το χορό και τον ξεγύμνωνε από όλα τα στολίδια του αττικού τοπίου, αφήνοντάς τον να πλέει μέσα στο μαύρο. Κανείς δεν θα ήξερε να πει πώς κοιτάζαμε, ως θεατές ή ως ζωγράφοι, την εικόνα, που έφτιαξε ο καιρός. Νιώσαμε εξόριστοι σε τόπους άλλους χωρίς την ασφάλεια της εσωτερίκευσης, χωρίς το καταφύγιο της εσωτερικότητας, χωρίς τη βεβαιότητα της παράδοσης. Το μεγάλο βιβλίο του πολιτισμού δεν το είχαμε παραμάσχαλα τέτοιες ώρες.
Εκείνο το βράδυ ωσάν να μας ετοίμαζαν να ζήσουμε αλλιώς την τοπικότητα των σχέσεων. Τη φρικτά μονότονη επιπεδογραφία τους καταργούσε το ατλάζι από τα σκληρά όστρακα, η απέναντι όψη του μαύρου· έμνησκε λερωμένο στο χώμα να ανταγωνίζεται τον καπνό των ημερών πάνω στα ρούχα μας· τα ξόρκια του χορού αναδύονταν από τα έγκατα των γυναικείων σωμάτων και διέσχιζαν με βία τους αιώνες, τις ελπίδες και τους φόβους των αιώνων. Τότε εμείς γαντζωμένοι στους βράχους της νύχτας ξαναμετρήσαμε τη γλώσσα μας, τη φυσικότητα που ανέβλυσε από τη γη κι έγινε σύμβαση κι έγινε σχέση. Για μια στιγμή ξαναβιώσαμε το παλιό επιχείρημα παραλλαγμένο: γίναμε υφαντουργοί σε αργαλειό με άπειρα αντίρροπα χτένια· σαΐτες αναρίθμητες σέρνουν τις κρόκες τους ανάμεσα στα στημόνια. Κάθε τόσο κάθετα χτένια χτυπούν με δύναμη και ρυθμό. Ο ήχος γίνεται τραγούδι, που ανεβαίνει στα χείλη μας σαν ανάσα. Στο προστάντι μαζεύεται με κόπο πολύ το ύφασμα. Ποιος θα μετρήσει αυτόν τον κόπο, τη θέση του, το σχήμα του ή πολύ περισσότερο η μορφή του; Ο παλιός σοφός απαντά: όποιος διδάσκει τη διάκριση, όποιος ονομάζει. Κι εμείς ξέρουμε πως και ο δάσκαλος, όταν μαζεύεται αργά το βράδυ σπίτι του και ξεγυμνώνεται να αναπαυθεί κάτω από τα μάλλινα και τα βαμβακερά στρωσίδια, βρίσκεται ξάφνου σε τόπους φτιαγμένους από κινήσεις και νοήματα· περνά από την μια κίνηση στην άλλη και από το ένα νόημα στο άλλο χωρίς καν να τρεμοπαίξει το βλέφαρο· ελεύθερος από κάθε καταναγκασμό ταξιδεύει σε ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει· τοπία της μνήμης και τόποι της λησμοσύνης· σκέψεις ακατέργαστες, άμορφες, ανολοκλήρωτες· έργα τέχνης, που ακροβατούν προς το μέλλον. Ένας κόσμος, που είναι πολλοί ταυτόχρονα, ο λόγος.