Πολιτικό σύστημα και συμφωνία των Βρυξελλών

Την 13η Ιουλίου 2015 στη διάσκεψη των Βρυξελλών, στην οποία συμμετείχαν οι ηγέτες όλων των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, υπεγράφη συμφωνία η οποία προβλέπει τη σύναψη δανειακής συμβάσεως της Ελλάδας με τον ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ (ESM) εντός των επόμενων μηνών. Οι σχετικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες δρομολογήθηκαν στα κράτη – μέλη της Ευρωζώνης όπως προβλέπεται συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Όλοι τώρα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο αλλά προπάντων οι έλληνες πολίτες περιμένουμε να δούμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, αφού όλοι μας εδώ και πέντε χρόνια (από τον Μάιο του 2010, οπότε και για πρώτη φορά εφαρμόσθηκε η τεχνολογία του μνημονίου για να επιλυθεί το πολιτικό πρόβλημα του χρέους) έχουμε συνειδητοποιήσει το αδιέξοδο των καταστάσεων.

Από τη σκοπιά της πολιτικής φιλοσοφίας με βάση τα νέα εμπειρικά δεδομένα θα εξετάσουμε τρία ζητήματα κατά αναλυτικό τρόπο. Τα τρία αυτά ζητήματα είναι τα εξής: πρώτον, το προτεινόμενο νέο μνημόνιο κατά περιεχόμενο, δεύτερον, το πολιτικό σύστημα στην ελληνική πολιτική κοινωνία, το οποίο καλείται να λειτουργήσει ως φορέας εκτέλεσης και εφαρμογής του μνημονίου και τρίτον, το ζήτημα της αυτοεικόνας της ελληνικής κοινωνικής συλλογικότητας εντός της Ευρώπης.

Τα τρία αυτά ζητήματα αλληλοσυνδέονται και θα έλεγα μάλιστα, ότι στο επίπεδο της κριτικής σκέψης συγκροτούν μία διαλεκτική ολότητα. Με απλά λόγια αυτό σημαίνει π.χ. ότι εάν εκείνοι οι οποίοι σχεδιάζουν να επιλύσουν το πρόβλημα του κρατικού χρέους σε μία κοινωνία (στη συγκεκριμένη περίπτωση στην ελληνική κοινωνία) την αντιμετωπίζουν στο οικονομικό επίπεδο ως εταιρεία ή ως επιχείρηση και όχι ως κοινωνικό βιόκοσμο, εντός του οποίου ζουν άνθρωποι, άτομα και πολίτες που οργανώνουν τη ζωή τους και επιδιώκουν το «ευ ζην» (Αριστοτέλης) και δεν αυτοπροσδιορίζονται ως «γυμνές υπάρξεις» (Agamben), τότε αυτοί οι σχεδιαστές είναι τουλάχιστον στο επίπεδο της συνείδησης φυσιοκράτες, δηλ. αντι-ευρωπαϊστές. Αυτός ο χαρακτηρισμός λοιπόν ισχύει για τον υπουργό οικονομικών της Γερμανίας τον κύριο Schäuble, ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με την πολιτική αλλά είναι βυθισμένος στον «στρόβιλο της τεχνοκρατίας» (Habermas).

Αλλά ας εξετάσουμε με αναλυτικό ενδιαφέρον κατά σειρά τα τρία ζητήματα που θέτει προς διαβούλευση εκ των πραγμάτων η συμφωνία των Βρυξελλών. Όσον αφορά στο πρώτο ζήτημα, δηλ. στο προτεινόμενο νέο μνημόνιο, κατά το περιεχόμενό του όλοι σχεδόν οι οικονομολόγοι παραδέχονται ότι επαναλαμβάνει τα λάθη των δύο προηγούμενων, τα οποία συνοψίζονται στη λογική της ύφεσης και στη λογική της φορολογίας. Δεν πρυτανεύουν οι λογικές της ανάπτυξης, της μείωσης των κρατικών δαπανών, των επενδύσεων και των ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων. Από τη σκοπιά της πολιτικής οικονομίας λοιπόν καταγράφεται η αρνητική λογική της ύφεσης ως δομικό οικονομικό μέγεθος σε μια οικονομική οντότητα, η οποία δεν μπορεί να συγκροτηθεί στοιχειωδώς στην προοπτική της αναπτυξιακής ελπίδας.

Τα πράγματα καθίστανται σκοτεινά και ζοφερά όταν εξετάσει κανείς το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα ως τον φορέα που καλείται να υλοποιήσει, να εφαρμόσει το νέο μνημόνιο. Εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε καταστάσεις τις οποίες δια γυμνού οφθαλμού μπορεί κανείς να περιγράψει ως κοινοβουλευτικές παραδοξότητες, ως κυβερνητικά ρήγματα, ως ιδεολογικές ανακολουθίες, ως κομματικές οπισθοχωρήσεις κ.α. Ο κατάλογος των χαρακτηρισμών είναι ανεξάντλητος και καθημερινά στη δημόσια σφαίρα οι συζητήσεις δε σταματούν. Στο θεωρητικό όμως επίπεδο και στο επίπεδο της πολιτικής συγκρότησης της κοινωνίας μας τα πράγματα αποσαφηνίζονται ως εξής: η σύγκρουση έχει να κάνει ανάμεσα στην τεχνοκρατία από τη μία και την πολιτική από την άλλη. Το νέο μνημόνιο, το οποίο θα εφαρμοσθεί κατά την επόμενη τριετία (μέχρι το 2018) θα υλοποιηθεί με τους όρους της τεχνοκρατίας και η ελληνική κοινωνία θα αντιμετωπίζεται ως εταιρεία – επιχείρηση.

Αυτή είναι η πολιτική κληρονομιά των κομμάτων της ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (ΝΔ) και του ΠΑΣΟΚ. Τα δύο αυτά κόμματα ανήκουν στο απηρχαιωμένο πολιτικό σύστημα και δεν έχουν καμία σχέση με την ελληνική κοινωνική πραγματικότητα. Μετά το «τέλος των μεγάλων αφηγήσεων», μετά το «τέλος των ιδεολογιών» κατέρρευσαν. Το έτος – τομή για την ελληνική πολιτική κοινωνία ήταν το έτος 2010 οπότε, ως συνείδηση, όλοι μας καταλάβαμε ότι «χρωστάμε». Έκτοτε δεν γνωρίζουμε πώς, γιατί, από πού! Δεν είναι υπερβολή, να υποστηρίξω, ότι το ελληνικό κρατικό χρέος ενώ είναι πολιτικό πρόβλημα, το παλιό σύστημα (δηλ. ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) το μετέτρεψε σε μεταφυσικό ζήτημα δηλ. κάτι σαν «φυσικό φαινόμενο» και μετά το διαχειρίσθηκε ως λογιστικό μέγεθος. Μετά απ’ όλα αυτά η πολιτική λογική οδηγεί στην έξοδο από την Ευρώπη. Αυτές οι δύο λοιπόν κομματικές συλλογικότητες ενταγμένες στον «στρόβιλο της τεχνοκρατίας» προετοίμασαν το έδαφος για να οδηγηθεί η Ελλάδα εκτός της Ευρώπης.

Όσον αφορά τώρα στον ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να τονισθεί, ότι είναι αγκιστρωμένος σε μία παρωχημένη ιδεολογία η οποία και αυτή μετατρέπεται σε μεταφυσική, στο βαθμό που δεν αντιλαμβάνεται ότι οι ιδέες της πολιτικής ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης είναι ιστορικώς προσδιορισμένες. Οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και οι υπουργοί της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛΛ. έχουν μπροστά τους μία ιστορική πρόκληση. Να απαλλαγούν από τη μεταφυσική ιδεολογία τους και να ανοιχθούν στο πέλαγος των ευρωπαϊκών μαθησιακών διαδικασιών.

Εδώ που έφθασαν τα πολιτικά πράγματα στην ελληνική πολιτική κοινωνία οι επικείμενες εκλογές (20 Σεπτεμβρίου 2015) ενδεχομένως να διαμορφώσουν τις προϋποθέσεις για μία πολιτική λύση στο πολιτικό πρόβλημα του χρέους. Όσον αφορά τέλος στο τρίτο ζήτημα δηλ. για την αυτοεικόνα της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή συλλογικότητα θα πρέπει να τονισθεί, ότι το έργο όλων μας (πολιτικών και πολιτών) θα είναι και επίμονο και επίμοχθο. Στην προοπτική του εικοστού πρώτου αιώνα η ελληνική κοινωνία οφείλει να κατακτήσει εντός της Ευρώπης και πάλι τη θέση της ως αξιακό σύστημα. Να γίνει η Ελλάδα η αξιακή τιμή της Ευρώπης στο μέλλον και να υπερβούμε το παρόν κατά το οποίο η Ευρώπη ως Ευρωζώνη (βλ. συμφωνία των Βρυξελλών) πληρώνει την Ελλάδα με την τιμή του χρήματος.