Με Μεϊμαράκη ή χωρίς;

Είτε στην ηγεσία της Ν.Δ. παραμείνει για κάποιο διάστημα (ως την άνοιξη του 2016), ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, είτε εκλεγεί ενδιάμεσα κάποιος άλλος, νομίζω πως έχει μικρή σημασία. Τουλάχιστον ως προς την επίδοση που μπορεί να έχει το κόμμα αυτό στο (ιδιαίτερα πιθανό) ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών το ερχόμενο φθινόπωρο. Δεν ζούμε πια στην εποχή που κάποιος «χαρισματικός» ηγέτης οδηγεί ένα κόμμα στην νίκη. Ο ηγέτης, δηλαδή, που θα συμπαρασύρει μεγάλες κοινωνικές ομάδες, που θα εμπνεύσει, που θα δημιουργήσει ένα κύμα ψηφοφόρων που θα τον φέρουν στην εξουσία.

Αυτά, νομίζω, έχουν τελειώσει εδώ και χρόνια. Στα κριτήρια επιλογής ενός κόμματος εξουσίας δεν είναι τόσο το πρόσωπο εκείνου που ηγείται, εκτός και αν αυτός είναι φορτωμένος με ιδιαίτερα αρνητικά πρόσημα. Ο Βορίδης είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Κατά την άποψή μου, έχει ένα ιδιαίτερα αρνητικό παρελθόν (από τα ακροδεξιά νιάτα του τσεκουριού), που δεν θα μπορούσε εύκολα να γίνει αποδεκτό από ένα μεγάλο κομμάτι συντηρητικών, αλλά και κεντρώων ψηφοφόρων. Και ίσως χρειαστούν πολλά χρόνια για να ξεχαστεί αυτό. Ίσως όσα χρειάστηκαν για να ξεχαστεί η αποστασία που συνόδευε για μεγάλο διάστημα τον Κ. Μητσοτάκη.

Εδώ και αρκετά χρόνια, η κρίσιμη μάζα των ψηφοφόρων που μετακινείται μεταξύ των δυο κομμάτων εξουσίας και κατά καιρούς γέρνει προς την μια ή την άλλη πλευρά, δεν εξαρτά την ψήφο της τόσο από το πρόσωπο του αρχηγού. Ψηφίζουν με αρνητικό τρόπο. Για την ακρίβεια, καταψηφίζουν το κόμμα που κυβέρνησε και δεν ικανοποίησε τις προσδοκίες τους. Αυτό νομίζω ότι συνέβη και με τον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι ψηφοφόροι, στην πλειονότητά τους τουλάχιστον, δεν επέλεξαν τον Τσίπρα, ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ γιατί απέρριψαν τη Ν.Δ.

Είναι ψηφοφόροι που το κριτήριο είναι το «μη χείρον» ανάμεσα στους δυο. Δυο, που παλαιότερα ήταν το ζευγάρι ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, και τώρα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ-Ν.Δ. Ιδιαίτερα τώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε την «αθωότητα» της αντιμνημονιακής ταυτότητας και εντάσσεται ως ένα κόμμα του συστήματος με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Είναι αλήθεια πως ο Β. Μεϊμαράκης έκανε μερικές εμφανίσεις στη Βουλή που σχολιάστηκαν θετικά. Ωστόσο, αυτό δεν οφείλεται στα ιδιαίτερα χαρίσματα που έδειξε στις εμφανίσεις αυτές, ούτε στον καινοτόμο και σαγηνευτικό λόγο του. Οφείλεται στο ότι οι ομιλίες του κινήθηκαν στα όρια της λογικής, έλεγε τ’ αυτονόητα, δηλαδή, που ηθελε ν’ ακούσει το ακροατήριό του.

Σε μια εποχή απόλυτης σύγχισης και όπου η κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να περάσει τα νομοσχέδιά της χωρίς την αρωγή της αντιπολίτευσης, το αυτονόητο είναι πια ζητούμενο. Αυτό εκανε και κέρδισε κάποιες εντυπώσεις ο Μεϊμαράκης.

Το «δια ταύτα» είναι πως όποιος και αν ηγηθεί της Ν.Δ. στις επόμενες εκλογές, το αποτέλεσμα θα κριθεί από το πώς ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας θα εισπράξει όσα έγιναν στους λίγους (αλλά πυκνούς πολιτικά) αυτούς μήνες που βρέθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Αν τα γεγονότα αυτά και όσα θ’ ακολουθήσουν τους επόμενους μήνες, κριθούν ως καταστρεπτικά (για την χώρα, αλλά ιδιαίτερα για την τσέπη), η Ν.Δ. έχει πιθανότητες ν’ ανακτήσει κάποιες δυνάμεις. Είτε με τον Μεϊμαράκη, είτε με οποιονδήποτε άλλο…

 

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο www.protagon.gr