Η κρίση του κρατικού χρέους, στην οποία έχει βυθιστεί η ελληνική κοινωνία, έχει καταστεί δομικό στοιχείο της και επηρεάζει την πολιτική συγκρότησή της. Πράγματι τα τελευταία χρόνια η ελληνική κοινωνία ως σύγχρονη πολιτική μορφή ζωής αντιμετωπίζει προβλήματα τόσο ως προς τη δομή της (τη συγκρότησή της) όσο ως προς τη λειτουργία της. Τα προβλήματα αυτά διακρίνονται πια και δια γυμνού οφθαλμού, αλλά οπωσδήποτε χρειάζεται εμπεριστατωμένη θεωρητική επεξεργασία, για να καταλήξουμε στην ορθή «διάγνωση του πολιτικού παρόντος».
Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις με αντικείμενο την εκλογική απήχηση των κομμάτων στην κοινωνία αποδεικνύουν περίτρανα, ότι η ελληνική κοινωνία αδυνατεί να συγκροτηθεί στο επίπεδο των κομματικών συλλογικοτήτων, επειδή ακριβώς τέτοιου τύπου οντότητες (δηλ. κόμματα) δεν υφίστανται. Δεν έχουμε να κάνουμε με κόμματα κλασικού τύπου τα οποία ως διαμεσολαβητικοί μηχανισμοί θεμελιώνονται στην αρχή της αντιπροσώπευσης. Στη θέση τους έχουν τοποθετηθεί άλλες οντότητες (θα τις ονομάσουμε: μορφώματα), οι οποίες διεκδικούν την αδιαμεσολάβητη σχέση ανάμεσα στους εκλέκτορες και στους αντιπροσώπους. Ή ορθότερα, η διαμεσολαβητική σχέση έχει καταργηθεί και υπερισχύει η άμεση σχέση της επιβολής και της ισχύος.
Στη σύγχρονη πολιτική μορφή ζωής τα τρία επίπεδα της κοινωνικής συλλογικότητας (η κοινωνία των πολιτών, οι κομματικές συλλογικότητες και η κοινοβουλευτική οργάνωση) διαμεσολαβούνται μέσω των αρχών της αντιπροσώπευσης και της δημοκρατίας. Αυτό συμβαίνει δύο σχεδόν αιώνες από περίπτωση σε περίπτωση σε όλες τις ευρωπαϊκές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες. Τα μείζονα πολιτικά προβλήματα της ελευθερίας και της δικαιοσύνης επιλύονται εντός του πλαισίου του κοινοβουλευτισμού στη βάση των δύο θεμελιωδών αρχών της αντιπροσώπευσης και της δημοκρατίας. Στην περίπτωση της ελληνικής πολιτικής κοινωνίας τα πράγματα έχουν ριζικά απορρυθμιστεί και στο επίπεδο της δομής και στο επίπεδο της λειτουργίας. Η ελληνική κοινωνία έχει τριχοτομηθεί: ανάμεσα στην ίδια την κοινωνία, τη δόμησή της στο επίπεδο των κομματικών συλλογικοτήτων και την έκφρασή της στο επίπεδο του κοινοβουλευτισμού, δε λειτουργούν οι κλασσικοί διαμεσολαβητικοί μηχανισμοί. Αυτός είναι ο πρώτιστος λόγος και η κύρια αιτία που δεν μπορεί η ελληνική πλευρά να συγκροτηθεί ως διαβουλευτικό έλλογο υποκείμενο στις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται με τους εταίρους – δανειστές.
Αλλά ας εξετάσουμε με μεγαλύτερη θεωρητική επάρκεια το ζήτημα της πολιτικής συγκρότησης της ελληνικής κοινωνίας υπό το βάρος του προβλήματος του χρέους. Εκείνο που είναι βέβαιο και αναμφισβήτητο είναι το εξής: η λύση στο πρόβλημα του κρατικού χρέους μόνον πολιτική μπορεί να είναι. Και την πολιτική λύση μπορούν να την επεξεργασθούν μόνο υποκείμενα που έχουν συγκροτηθεί ως πολιτικά υποκείμενα. Το αίτημα της ελληνικής πλευράς να αντικατασταθεί η περιώνυμη «τρόικα» από τους «θεσμούς» ήταν αίτημα να αυτοπροσδιορισθούν οι εταίροι – δανειστές, σε πολιτικό υποκείμενο. Κατά τη θεωρητική και φιλοσοφική άποψή μου κάτι τέτοιο μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει, επειδή οι ίδιοι οι εταίροι – δανειστές αρνούνται να μετασχηματισθούν σε πολιτικό υποκείμενο.
Το ερώτημά μας όμως αφορά στην ελληνική πλευρά. Πώς η ελληνική πολιτική κοινωνία ως τριχοτομημένη δομή μπορεί να προσέρχεται στις διαπραγματεύσεις και ενώ απαιτεί από το συνομιλητή της να είναι πολιτικό υποκείμενο η ίδια περιπίπτει σε μία κατάσταση «φυσικής ύπαρξης»; Γιατί τι άλλο είναι αυτό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια όλων των ελλήνων πολιτών: ο έλληνας πρωθυπουργός απολογείται στην κομματική συλλογικότητα για τις διαπραγματεύσεις και δεν ενημερώνει τους έλληνες πολίτες. Αυτά συμβαίνουν μόνον σε καθεστώτα όπου επικρατούν πολιτικές συνθήκες λαϊκής δημοκρατίας. Στις κοινοβουλευτικές και δημοκρατικές συνθήκες ο πρωθυπουργός αναγνωρίζει στον πολίτη τη δυνατότητα της συμμετοχής στο διάλογο. Και στο σημείο αυτό θα μου επιτραπεί ένας εξομολογητικός τόνος στην αφήγησή μου: επί ένα τώρα τετράμηνο, ούτε ως έλληνας πολίτης ούτε ως καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας, ρωτήθηκα ποτέ για κάποιο θέμα των συζητήσεων. Για ποιά διαβούλευση και για ποιά διαπραγμάτευση μιλάμε, όταν όλοι οι έλληνες πολίτες τοποθετούνται στο περιθώριο και αντιμετωπίζονται από τους κυβερνώντες ως «κόσμος» ή ως «λαός»;
Γιατί και αυτό συμβαίνει: η αριστερή κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛΛ. ονομάζει τους έλληνες πολίτες «κόσμο» και «λαό» και συνομιλεί μόνο με τα μέλη των κομμάτων τους. Οι αποστάσεις ανάμεσα στην κοινωνία των πολιτών, στις κομματικές συλλογικότητες και στην εκπροσώπηση στο κοινοβούλιο καθιερώνονται κατά το πρότυπο των λαϊκών δημοκρατιών. Το μεγάλο όμως ζητούμενο είναι η επίλυση του προβλήματος του κρατικού χρέους. Όσο ως πολιτική κοινωνία αρνούμαστε να συγκροτηθούμε ως έλλογο πολιτικό υποκείμενο και επιμένουμε να αυτοπροσδιοριζόμασθε ως φυσική τριχοτομημένη κοινωνία χωρίς πολιτικές αναφορές και ιστορικές προοπτικές, είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε στο περιθώριο της Ευρώπης.
Ως συμπέρασμα επιβάλλεται να κατανοήσουμε δύο πράγματα: πρώτον, ότι η ελληνική κοινωνία έχει την πραγματολογική δυνατότητα να επιλύσει το πρόβλημα του κρατικού χρέους μόνον εάν και εφ’ όσον παραμείνει εντός του ευρωπαϊκού ορίζοντα και εντός της κοινοβουλευτικής μορφής ζωής και δεύτερον η επίλυση του πολιτικού προβλήματος του ελληνικού κρατικού χρέους μπορεί να επιτευχθεί από δύο συνομιλητές, οι οποίοι χωρίς υπεκφυγές θα αυτοπροσδιορίζονται ως πολιτικά υποκείμενα.