Τυπικά το μνημόνιο που υπογράψαμε με την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ως συγγραφή υποχρεώσεων έναντι των δανείων που παρασχέθηκαν στη χώρα, λήγει στις 31.12.2014. Οι δεσμεύσεις μας όμως έναντι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου εκτείνονται μέχρι το καλοκαίρι του 2016, αφού η χρηματοδότηση από το Ταμείο ήταν οπισθοβαρής.
Ουσιαστικά, η απεμπλοκή από το μνημόνιο θα ήταν δυνατή μόνο στην περίπτωση που η χώρα ήταν έτοιμη να καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες για τα επόμενα χρόνια, μέσω των αγορών. Για να βγει όμως η χώρα και να δανειστεί από τις αγορές σημαντικά ποσά με κριτήρια αγοράς, δυστυχώς δεν υπάρχουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις. Πρώτον, το ύψος του χρέους να βρίσκεται σε επίπεδα που μπορεί να εξυπηρετηθεί και δεύτερον η οικονομία να έχει αναταχθεί και να δείχνει προοπτικές δυναμικής και βιώσιμης ανάπτυξης. Είναι συνεπώς αδύνατον οι αγορές με τα χαρακτηριστικά που έχει η ελληνική οικονομία σήμερα, χρέος 175% επί του ΑΕΠ και μηδενική ανάπτυξη, να δεχθούν να επενδύσουν σε κρατικά ομόλογα 10ετούς διάρκειας, αφού δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η χώρα θα έχει τη δυνατότητα να τα αποπληρώσει. Βρισκόμαστε συνεπώς μακριά από το να γίνουμε μια «κανονική χώρα», που να μπορεί να καλύψει τις ανάγκες της μέσω δανεισμού από επενδυτές με μακροπρόθεσμο ορίζοντα, κάτι που έγινε με τις άλλες δύο χώρες που βγήκαν από το μνημόνιο, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία.
Η χώρα χρειάζεται για να καλύψει το χρηματοδοτικό κενό της διετίας 2015-2016 περί τα 27 δις (Μελέτη του ΔΝΤ). Αν δε προχωρήσουμε στη λύση της σχέσης μας με το ΔΝΤ, τότε θα πρέπει να προσθέσουμε και άλλα 15 δις, τα οποία εκκρεμούν από την ισχύουσα σύμβαση. Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό ποσό που είναι αδύνατο να καλυφθεί με βραχυχρόνιες εκδόσεις τίτλων.
Συνεπώς, οι λύσεις που έχουμε μπροστά μας είναι δύο. Ή να συνεχίσουμε την ολοκλήρωση του προγράμματος με το ΔΝΤ, αλλά και να δεχθούμε μια προληπτική πιστωτική γραμμή στήριξης, που να μας καλύπτει σε περίπτωση μη ανταπόκρισης των αγορών, κάτι που όπως αναφέρθηκε είναι και το πλέον πιθανό ή να διαπραγματευθούμε μια γενναία απομείωση του χρέους, όπου και οι ανάγκες για χρηματοδότηση θα περιορισθούν αλλά και οι προϋποθέσεις για έξοδο στις αγορές θα βελτιωθούν.
Ένα είναι βέβαιο, ότι η όποια πρόσθετη στήριξη της χώρας με κεφάλαια θα συνδεθεί υποχρεωτικά με την υπογραφή μιας νέας συμφωνίας, που θα προβλέπει δεσμεύσεις και υποχρεώσεις. Επειδή δε ο μόνος χρηματοδότης που τελικά απομένει είναι ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM), ο οποίος δε διαθέτει δικό του ελεγκτικό μηχανισμό, θα ζητήσει κατά δήλωση του διευθυντή του κ. Klaus Regling τη συνδρομή του ΔΝΤ για το έργο αυτό.
Η χώρα με αυτόν τον τρόπο θα βρίσκεται για τα επόμενα χρόνια σε ασφυκτικό έλεγχο για να εφαρμόζει ένα πρόγραμμα αδιέξοδης περιοριστικής πολιτικής, το οποίο στην καλύτερη περίπτωση θα μας οδηγήσει σε μια παρατεταμένη στασιμότητα.
Αυτό που θα πρέπει να διεκδικήσουμε, αλλά και να πείσουμε τους δανειστές μας για την ορθότητά του με προγράμματα και επιχειρήματα, είναι μια καινούργια αρχή. Αυτή περνάει υποχρεωτικά μέσα από μια απομείωση του χρέους και την παραχώρηση ενός γενναίου επενδυτικού προγράμματος από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Μια τέτοια έμπρακτη αλληλεγγύη θα βοηθήσει την οικονομία μας, αλλά θα δημιουργήσει και τις προϋποθέσεις για την αποπληρωμή των όποιων υποχρεώσεών μας προς τους δανειστές.