της Ελένης Γεννητσεφτσή
Άστραψε και βρόντηξε για μια ακόμα φορά ο Βρετανός Πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον κατά της ευρωπαϊκής πολιτικής, την Παρασκευή μετά την ολοκλήρωση της συνόδου κορυφής στις Βρυξέλλες.
Τα πυρά του αυτή τη φορά στράφηκαν κατά της απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να αυξήσει το ποσό της συνεισφοράς του Λονδίνου στον Ευρωπαϊκό προϋπολογισμό κατά 2.1 δισεκατομμύρια ευρώ. Ο Κάμερον διεμήνυσε στους ευρωπαίους εταίρους του ότι δεν προτίθεται να καταβάλει το συγκεκριμένο ποσό, παρά τις απειλές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για επιβολή προστίμου.
Χαρακτηριστική της αδιάλλακτης στάσης του είναι η δήλωση του ότι: Το “αφεντικό μας“ είναι οι βρετανοί ψηφοφόροι και όχι οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών.
Η δήλωση αυτή έρχεται ως συνέχεια του αντιευρωπαϊκού παραληρήματος της κυβέρνησης Κάμερον το οποίο ξεκίνησε με την κήρυξη του δημοψηφίσματος για την ανεξαρτητοποίηση της Σκωτίας, και συνεχίστηκε με την προκλητική δήλωση του για των περιορισμό των μεταναστών που φθάνουν στη Βρετανία για αναζήτηση εργασίας από χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Ουσιαστικά με τη δήλωση του αυτή ο Βρετανός Πρωθυπουργός έθεσε υπό αμφισβήτηση μια πολύ βασική αρχή της Ε.Ε αυτή της ελευθερίας της κίνησης εντός της.
Οι δηλώσεις Κάμερον είναι ενδεικτικές του αντιευρωπαϊκού κλίματος που επικρατεί εντός του Ηνωμένου Βασιλείου, γεγονός που πιστώνεται το κόμμα των ευρωσκεπτικιστών του Νάιτζελ Φάρατζ το οποίο βλέπει τα ποσοστά του να αυξάνονται συνεχώς ενόψει των εκλογών του 2015.
Το ανησυχητικό είναι ότι η περίπτωση της Βρετανίας δεν είναι η μοναδική, ο ευρωσκεπτικισμός κερδίζει συνεχώς έδαφος σε πολλά από τα παλαιότερα κράτη μέλη της ένωσης και εκφράστηκε μαζικά στις πρόσφατες ευρωεκλογές στις οποίες τα ακροδεξιά κόμματα ήταν οι μεγάλοι νικητές.
Αν η τάση αυτή συνεχιστεί φαίνεται πως οι ασκοί του Αιόλου έχουν ανοίξει για τα καλά εντός της Ε.Ε