Όπως δείχνουν τα πράγματα οι δύο πλευρές, δηλ. η πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης από τη μία και η πλευρά των εταίρων – δανειστών από την άλλη, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων που διεξάγονται μετά τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου συνεννοούνται και οι σχετικές διαβουλεύσεις θα καταλήξουν εντός του Ιουνίου σ’ αυτό που ονομάζεται στη δημοσιογραφική γλώσσα «έντιμος συμβιβασμός». Με άλλα λόγια το πολιτικό πρόβλημα του κρατικού χρέους της ελληνικής πολιτικής κοινωνίας για τα επόμενα τρία χρόνια (μέχρι το τέλος του 2017) θα διευθετηθεί και θα πρέπει αναμφισβήτως να αποτιμηθεί ως μέγιστο πολιτικό επίτευγμα της ελληνικής κυβέρνησης. Τα ζητήματα όμως για την Ευρώπη δεν τελειώνουν με την επίτευξη μίας μεσοπρόθεσμης λύσης στο ελληνικό πρόβλημα. Αντιθέτως έφθασε ο καιρός οι ευρωπαϊκές κοινωνίες και η Ευρωπαϊκή Ένωση ως «μεταεθνικός αστερισμός» να αρχίσουν να αναστοχάζονται για τον προσανατολισμό τους κατά την ιστορική πορεία τους στον εικοστό πρώτο αιώνα. Η πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη κατά τη δεύτερη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα δεν έχει καμία σχέση με την πολιτική κατάσταση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο κατά την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία του ’50, όταν γεννήθηκε η ιδέα τα ενωμένης πολιτικής Ευρώπης.
Στις μέρες μας περισσότερο από κάθε άλλη ιστορική στιγμή, χρειάζεται πολιτικές ηγεσίες και λαοί σε όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες να αποκτήσουν συνείδηση της πολιτικής Ευρώπης. Το αίτημα αυτό διατυπώνεται από το γερμανό φιλόσοφο Jürgen Habermas με το σύνθημα: «περισσότερη Ευρώπη». Ο Habermas κατά τα τελευταία χρόνια της κρίσης δε σταμάτησε να επιχειρηματολογεί υπέρ της πολιτικής ομοσπονδιακής Ευρώπης, την οποία βλέπει ως τη μοναδική διέξοδο από τα δεινά και την παγίδα στην οποία έχουμε όλοι μας εγκλωβισθεί.
Έως ότου όμως επεξεργασθούμε το σχέδιο της πολιτικής ομοσπονδιακής Ευρώπης επιβάλλεται σ’ αυτή την ιστορική συγκυρία να «ανακατασκευάσουμε» την Ευρωζώνη. Επιβάλλεται ως συνειδήσεις να αναστοχαστούμε πάνω σε τρεις παράγοντες, οι οποίοι διαμόρφωσαν το σκηνικό της κρίσης. Οι τρεις αυτοί παράγοντες είναι οι εξής: πρώτον, η εξάρτηση της πολιτικής από την οικονομία σε τέτοιο βαθμό ώστε η ίδια η πολιτική να απωλέσει την αυτονομία της εντός της σύγχρονης κοινωνίας. Ας σημειωθεί, ότι ο παράγοντας αυτός υπήρξε καθοριστικός για τη διόγκωση του κρατικού χρέους στην «ελληνική περίπτωση». Δεύτερον, η υπερτροφική ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού χρήματος έναντι του ανταλλακτικού χρήματος. Πράγματι, κατά την πρόσφατη ιστορική μεταπολεμική φάση των εβδομήντα χρόνων το χρήμα ως μέσον ανταλλαγής εντός της πραγματικής οικονομίας εξακολουθεί να λειτουργεί (δε θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά), αλλά ταυτόχρονα αναπτύχθηκε με πρωτοφανείς ρυθμούς το χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο προώθησε το χρήμα ως μέθοδο κέρδους. Η αγορά και η πώληση του χρήματος δημιούργησε μία οντότητα (μία θεότητα θα έλεγα), η οποία εντός της «ανθρώπινης καταστάσεως» είναι ανεξέλεγκτη. Τέλος, ο τρίτος παράγοντας έχει να κάνει μ’ αυτό που ονομάζουμε: «κατασκευαστικό λάθος» της Ευρωζώνης και το οποίο εντόπισε ο Jürgen Habermas. Η εισαγωγή του κοινού νομίσματος δε συνδέθηκε με διαδικασίες οικονομικής σύγκλισης των επιμέρους κρατών – μελών που συμμετείχαν στην οικονομική και νομισματική ένωση. Ή ορθότερα θα πρέπει να πούμε: αντί να προηγηθεί η οικονομική ένωση των επιμέρους ευρωπαϊκών κοινωνιών, οι οποίες αποφάσισαν να συμμετάσχουν στο ευρωπαϊκό σχέδιο, επελέγη η γραφειοκρατική εισαγωγή του κοινού νομίσματος σε οικονομικά συστήματα με εντελώς διαφορετικούς βαθμούς ανάπτυξης και με εντελώς διαφορετικούς προσανατολισμούς.
Το ερώτημα που τίθεται μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: η Ευρωζώνη ως γραφειοκρατική νομισματική ένωση μπορεί να «ανακατασκευασθεί»; Μπορεί να διορθωθεί το δομικό κατασκευαστικό λάθος της και πώς; Το πρόγραμμα της «ανακατασκευής» της Ευρωζώνης πρέπει να αρχίσει τώρα, δηλ. με την επίτευξη της συμφωνίας για την επίλυση του κρατικού χρέους στην «ελληνική περίπτωση». Οποιαδήποτε αναβολή και οποιοσδήποτε εφησυχασμός θα είναι πράγματα μοιραία για το μακροπρόθεσμο σχεδιασμό της πολιτικής ομοσπονδιακής Ευρώπης.
Στο ερώτημα τι πρέπει να γίνει, η απάντηση δεν είναι άλλη παρά η εξής: να αρχίσουν οι διεργασίες της οικονομικής διακυβέρνησης. Αυτό σημαίνει να υπέρβει η Ευρωζώνη τα γραφειοκρατικά όριά της και να μετασχηματισθεί σε οικονομική και νομισματική ένωση (ΟΝΕ), όπως προβλέπεται από τα σχετικά κείμενα. Αυτό σημαίνει ότι οι επόμενες σύνοδοι των κρατών – μελών της ΟΝΕ να έχουν ως θέματα στην ημερήσια διάταξή τους ζητήματα εναρμόνισης οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών. Οι σύνοδοι των κρατών – μελών της ΟΝΕ μπορούν επιτέλους να συζητούν πολιτικά προβλήματα και όχι να διεκπεραιώνουν γραφειοκρατικά και τεχνοκρατικά ζητήματα.
Συνοψίζοντας, μπορεί κανείς να υποστηρίξει τα εξής: η Ευρωζώνη ως οντότητα (κατεξοχήν γραφειοκρατική και τεχνοκρατική) ολοκλήρωσε τον ιστορικό κύκλος της. Στην περίπτωση της ελληνικής πολιτικής κοινωνίας αποδείχθηκε, ότι δεν είχε τις ικανότητες να επιλύσει το πρόβλημα. Η ελληνική πολιτική κοινωνία μέσω του ΣΥΡΙΖΑ δέχθηκε την μεσοπρόθεσμη λύση μέχρι το τέλος του 2017. Ο εσωτερικός μετασχηματισμός της Ευρωζώνης καθίσταται όχι μόνο αναγκαίος για να επιλύει στο μέλλον προβλήματα όπως αυτό που ονομάζεται: «ελληνική περίπτωση», αλλά για να προωθηθεί το σχέδιο της πολιτικής και ομοσπονδιακής Ευρώπης. Εξ άλλο μόνον εάν μετασχηματισθεί και «ανακατασκευασθεί» η Ευρωζώνη, διαμορφώνεται η πραγματολογική συνθήκη για τον κοινωνικό και τον δημοκρατικό έλεγχο του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου τουλάχιστον σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.