Η ελληνική κοινωνία διανύει μία κρίσιμη φάση στην ιστορική εξέλιξή της. Τον Απρίλιο του 2015 συμπληρώνονται πέντε χρόνια από τον «σκληρό Απρίλη» του 2010, τότε που ο πρωθυπουργός της χώρας Γιώργος Παπανδρέου από το ακριτικό Καστελόριζο ανέλαβε την πολιτική πρωτοβουλία να εντάξει την Ελλάδα σε «πρόγραμμα διάσωσης»! Η τηλεοπτική εικόνα του τότε πρωθυπουργού έχει αποικήσει το υποσυνείδητο του έλληνα πολίτη και αυτό θα συμβαίνει για πολλά – πολλά χρόνια.
Ταυτόχρονα το τελευταίο διάστημα ολοένα και περισσότερο ακούγονται φωνές, οι οποίες μιλάνε για το «τέλος των μνημονίων» ή ενδεχομένως για την τροποποίηση των μηχανισμών επιτήρησης και ελέγχων. Πολλές και ποικίλες συζητήσεις διεξάγονται για την αντικατάσταση του «μετα-δημοκρατικού οργάνου» μ’ έναν άλλο ελεγκτικό μηχανισμό. Οι έλληνες πολίτες πληροφορούνται ότι η δανειακή σύμβαση με την Ευρωπαϊκή Ένωση λήγει το Δεκέμβριο του 2014, ενώ η αντίστοιχη σύμβαση με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο λήγει το Μάρτιο του 2016. Με λίγα λόγια διαμορφώνονται εντελώς διαφορετικές πραγματολογικές συνθήκες σε σχέση μ’ αυτές που υπήρχαν στο οικονομικό καθεστώς της ελληνικής κοινωνίας τον Απρίλιο του 2010.
Στο νέο αυτό πραγματολογικό καθεστώς του ελληνικού οικονομικού συστήματος θα πρέπει να προστεθούν δύο ακόμη πράγματα: πρώτον, το δημοσιονομικό πλεόνασμα και δεύτερον, η ανθρωπιστική κρίση της ελληνικής κοινωνίας. Το πρώτο υπερτονίζεται ως πολιτικό επίτευγμα από την πλευρά της κυβερνητικής πλειοψηφίας, ενώ το δεύτερο χρησιμοποιείται ως πολιτικό επιχείρημα από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης για τον επαναπροσδιορισμό της οικονομικής πολιτικής. Όσον αφορά το πρώτο, δηλ. την πλεονασματική διαχείριση του δημόσιου χρήματος θα πρέπει να τονισθεί ότι λειτουργεί ως ενδεικτικός παράγοντας ορθολογικού οικονομικού συστήματος, το οποίο μπορεί να προσδοκά και να ελπίζει τη δανειοδότηση των δραστηριοτήτων του από το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Με άλλα λόγια μπορούμε να μιλάμε για μία θετική εξέλιξη σχετικά με ένα οικονομικό μέγεθος της ελληνικής μακρο-οικονομίας.
Όσον αφορά όμως το δεύτερο πράγμα: την ανθρωπιστική κρίση, θα πρέπει να τονισθεί, ότι το ένα τρίτο του πληθυσμού στην ελληνική κοινωνία ζούμε στα όρια της φτώχειας. Ο όρος: «φτώχεια» δε σημαίνει ότι ο καθένας μας δεν έχει να φάει. Σημαίνει, ότι δεν μπορεί να ζήσει με τους όρους της αριστοτελικής ευδαιμονίας, που δεν έχει καμία σχέση με την υλική ευμάρεια. Όταν εγώ ως καθηγητής πανεπιστημίου δεν έχω τη δυνατότητα να παρακολουθήσω μία συναυλία επειδή δεν έχω ένα επαρκές για κάτι τέτοιο εισόδημα, είμαι φτωχός. Το ίδιο συμβαίνει και για τον εργάτη που δεν μπορεί να πάει σε μία ταβέρνα. Τα παραδείγματα μπορούν οι αναγνώστες να τα εμπλουτίσουν. Το πολιτικό ερώτημα που τίθεται διατυπώνεται ως εξής: μπορούμε ως πολιτική συλλογικότητα να λύσουμε το πρόβλημα της ανθρωπιστικής κρίσης χωρίς να δημιουργήσουμε νέο δημοσιονομικό πρόβλημα;
Όλοι μας, πολίτες και πολιτικοί, αντιλαμβανόμαστε (εξ άλλου στην ίδια βάρκα όλοι βρισκόμαστε), ότι θα πρέπει και το δημοσιονομικό πρόβλημα να λύσουμε και το ίδιο να κάνουμε και με το ανθρωπιστικό ή αν θέλετε με το πρόβλημα της φτώχειας. Δεν μπορεί η κυβέρνηση να μιλάει για επιτυχίες που δεν υπάρχουν και η αντιπολίτευση να επεξεργάζεται λύσεις για το πρόβλημα της φτώχειας που θα οδηγήσουν την ελληνική κοινωνία σε δημοσιονομική παλινδρόμηση.
Στο επόμενο κρίσιμο εξάμηνο (μέχρι τον Απρίλιο του 2015) η ελληνική κοινωνία, εκ των πραγμάτων, καλείται να συγκροτηθεί ως ενιαία πολιτική συλλογικότητα (ως ενιαίο πολιτικό υποκείμενο) και να εμφανισθεί ενώπιον των εταίρων – δανειστών με κοινό εθνικό-πολιτικό πρόγραμμα για τον διακανονισμό του χρέους. Έχουν περάσει πέντε χρόνια. Κανένας δεν μπορεί να παίζει με την ιστορική προοπτική του ελληνικού λαού. Επιτέλους όλα τα κόμματα του ελληνικού κοινοβουλίου καλούνται να συμμετάσχουν σε μία ιστορική διαβούλευση και να επεξεργασθούν την ελληνική εθνική πρόταση για τον διακανονισμό του χρέους. Εννοείται, ότι στην ιστορική αυτή διαβούλευση δεν μπορεί και δεν δικαιούται να συμμετέχει το μόρφωμα και η οργάνωση που ονομάζεται: Χρυσή Αυγή.
Η εθνική πολιτική πρόταση για το χρέος προκύπτει ως ιστορική αναγκαιότητα από το ίδιο το πράγμα που κατά συνειδησιακό περιεχόμενο είναι η ελληνική κοινωνία στην παρούσα φάση: από τη μία πλευρά είναι μία δημοσιονομική συλλογικότητα που είναι πλεονασματική και από την άλλη πλευρά είναι μία κοινωνική συλλογικότητα που βρίσκεται στα όρια του πόνου και της φτώχειας. Διαπιστώνει κανείς δια γυμνού οφθαλμού ότι οι δύο αυτές όψεις (πλευρές) δε θα πρέπει να πάνε χαμένες. Το κομματικό παιχνίδι οπωσδήποτε ασκεί γοητεία σε όλους μας (σε παίκτες και σε θεατές). Εδώ, σ’ αυτή την ιστορική συγκυρία όμως τα ιστορικά πράγματα έφθασαν, μετά από πέντε χρόνια σε οριακό σημείο: ο Σαμαράς πέτυχε το τεχνικό μακρο-οικονομικό μέγεθος του πλεονάσματος και ο Τσίπρας ανέδειξε την πραγματική (αληθινή) όψη της σπαταλημένης ανθρώπινης ζωής η οποία δεν αποτιμάται σε χρήμα.
Η κρίσιμη φάση στην ιστορική εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας κρίνεται τελικά από δύο πράγματα: πρώτον, από τον συνειδησιακό τρόπο, με τον οποίο θα επεξεργαστούν με τα πραγματολογικά στοιχεία και περιεχόμενα της ίδιας της ιστορικής συγκυρίας (δηλ. το δημοσιονομικό πλεόνασμα και την ανθρωπιστική κρίση) και δεύτερον, από την πολιτική μέθοδο, με την οποία θα επιχειρήσουμε να συγκεράσουμε τα διαμετρικώς αντίθετα μεταξύ τους αυτά στοιχεία στον πρακτικό και πολιτικό βίο.
Ως συμπέρασμα των αναλύσεων που προηγήθηκαν μπορούν να τονισθούν τα εξής: το πολιτικό έργο της κυβέρνησης ή ορθότερα της συγκυβέρνησης των Σαμαρά – Βενιζέλου και η πολιτική εργασία της αξιωματικής αντιπολίτευσης του Τσίπρα μπορούν να ενταχθούν σ’ ένα κοινό εθνικό-πολιτικό πλαίσιο αξιολόγησης. Αυτό επιβάλλεται από την ιστορική συγκυρία του διακανονισμού του χρέους του ελληνικού κράτους. Η ιδεολογική και η κομματική αντιπαράθεση των τελευταίων πέντε χρόνων «μεταφράζεται» σε εθνική πολιτική πρόταση για το χρέος του ελληνικού κράτους. Τα στοιχεία, οι ιδέες και τα περιεχόμενα της εθνικής πολιτικής πρότασης αντλούνται από τις θυσίες του ελληνικού λαού: το δημοσιονομικό πλεόνασμα και την ανθρωπιστική κρίση (φτώχεια).