Πολύ συχνά, οι αθλητές, και πιο συγκεκριμένα οι αθλητές αντοχής, παρουσιάζουν χαμηλότερα επίπεδα αιμοσφαιρίνης στο αίμα σε σύγκριση με το γενικό πληθυσμό, περίπου 1-1.5gr/dl. Παρ’όλα αυτά, ο συνολικός όγκος ερυθρών αιμοσφαιρίων είναι φυσιολογικός. Αυτό συμβαίνει γιατί ο συνολικός όγκος ερυθρών αιμοσφαιρίων του πλάσματος αυξάνεται με συνέπεια την μείωση της συγκέντρωσης των ερυθρών αιμοσφαιρίων (τα οποία περιέχουν αιμοσφαιρίνη) προκαλώντας έτσι κάποιο είδος ψευδούς αναιμίας
Πολλές φορές στη διάρκεια αεροβικών ασκήσεων μεγάλης διάρκειας και έντασης, παρατηρείται το φαινόμενο της αιμόλυσης των ερυθρών αιμοσφαιρίων, που συνίσταται στην ενδοαγγειακή διάσπασή τους. Ο σίδηρος ανακυκλώνεται και προσλαμβάνεται ξανά από την αιμοσφαιρίνη των νέων ερυθρών αιμοσφαιρίων που δημιουργούνται. Προφυλάξεις αφορούν στη χρήση μαλακών αθλητικών υποδημάτων, απώλεια βάρους και ιδιαίτερες τεχνικές τρεξίματος.
Η αναιμία δηλαδή η συγκέντρωση C αιμοσφαιρίνης <=12g/dl από ανεπάρκεια διαιτητικού σιδήρου, είναι η πιο συχνή μορφή αναιμίας που παρουσιάζεται σε αθλητές αλλά κυρίως σε αθλήτριες όπως επίσης αποτελεί μια από τις πιο βασικές αιτίες κόπωσης.
Οι παράγοντες κινδύνου αυξημένων απωλειών ή προβλήματα που αναφέρονται στη δυσαπορρόφηση σιδήρου έχουν να κάνουν με την απότομη αύξηση του ρυθμού της προπόνησης, και πιο συγκεκριμένα όσον αφορά το τρέξιμο σε σκληρές επιφάνειες. Επίσης, σε προβλήματα που προκύπτουν από γαστρεντερική δυσαπορρόφηση, (όπως π.χ ελκώδης κολίτιδα, παρασιτική λοίμωξη, νόσος του Crohn,), στη γαστρεντερική αιμορραγία που συνήθως προκύπτει από τη χρόνια χρήση αντιφλεγμονωδών φαρμάκων ή ακόμα και από την παρουσία ελκών και της μεγάλης απώλειας αίματος λόγω έμμηνου ρήσης, πρόσφατης εγχείρισης τραυματισμού ή αιμοδοσίας.
Οι παράγοντες κινδύνου που αναφέρονται στη μη-επαρκή πρόσληψη σιδήρου υψηλής βιοδιαθεσιμότητας αφορούν κυρίως στη χρόνια πρόσληψη χαμηλών ποσών ενέργειας, στη χορτοφαγική δίαιτα, στις διαταραγμένες διατροφικές συνήθειες και στη μειωμένη πρόσληψη φρούτων και λαχανικών, πηγών βιταμίνης C, στην υψηλή κατανάλωση έτοιμων φαγητών και προϊόντων για αθλητές χαμηλής περιεκτικότητας σε μικροθρεπτικά συστατικά όπως ζελέ στερεής μορφής ή προϊόντων σε μορφή σκόνης υψηλής περιεκτικότητας σε CHO, και τέλος στη χαμηλή κατανάλωση τροφίμων ζωικής προέλευσης όπως κρέας και ψάρι.
Οι κύριες πηγές σιδήρου είναι το συκώτι, το κρέας και ειδικότερα το μοσχάρι, το ψάρι, το κοτόπουλο, τα οστρακοειδή και ειδικότερα τα στρείδια, τα όσπρια, τα δημητριακά, τα πράσινα φυλλώδη λαχανικά, τα σύκα και οι σταφίδες.
Ο ρόλος του σιδήρου έχει να κάνει με το σχηματισμό της αιμοσφαιρίνης και μυοσφαιρίνης, η συμμετοχή σε οξειδωτικές διαδικασίες και η μεταφορά ηλεκτρονίων.
Κάποια από τα σημεία που δείχνουν ανεπάρκεια σιδήρου είναι η κόπωση, η αναιμία, η διαταραχή θερμορύθμισης και η μειωμένη αντίσταση του ανοσοποιητικού σε λοιμώξεις.
Με την συνεργασία του Μιχάλη Μακρυλλού, Κλινικού Διαιτολόγου- Διατροφολόγου, ΜSc Επιστημονικός Διευθυντής Κέντρου Διαιτολογικής Υποστήριξης & Μεταβολικού Ελέγχου ΛΟΓΩ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ Π.Φάληρο, Ιδρυτικό Μέλος Ελληνικής Διατροφολογικής