Εξασφαλίζει δυνατά οστά, καθώς εμπλέκεται στη διαδικασία απορρόφησης του ασβεστίου, προστατεύει από το μεταβολικό σύνδρομο και μειώνει τον κίνδυνο για σκλήρυνση κατά πλάκας. Από την άλλη, τα χαμηλά επίπεδά της στον οργανισμό έχουν συνδεθεί με τον καρκίνο του ουροποιητικού, τις συχνότερες κρίσεις άσθματος και τα προβλήματα στύσης στους άνδρες.
Πρόκειται για μια βιταμίνη μοναδική, αφού μπορεί να παραχθεί ενδογενώς στον οργανισμό και σε πολύ μικρό μόνο ποσοστό τη λαμβάνουμε μέσω της διατροφής μας.
Ο λόγος για τη «βιταμίνη του ήλιου», την πολύτιμη βιταμίνη D!
Η ιδιαιτερότητα της βιταμίνης D έγκειται στο γεγονός ότι σε ποσοστό πάνω από 90% την εξασφαλίζουμε χάρη στην ηλικιακή ακτινοβολία, καθώς όταν οι υπεριώδεις ακτίνες του ηλίου πέσουν επάνω στο δέρμα μας και απορροφηθούν από μια συγκεκριμένη ουσία που υπάρχει σε αυτό μετατρέπονται στη συνέχεια στη βιταμίνη.
Σύμφωνα με νέα στοιχεία που δημοσιεύονται στην επιθεώρηση Scientific Reports, ένας άγνωστος μέχρι σήμερα ρόλος της βιταμίνης D είναι η προστασία από τον χρόνιο πονοκέφαλο.
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Ανατολικής Φινλανδίας εξερεύνησαν τη σχέση ανάμεσα στα επίπεδα βιταμίνης D στον ορό του αίματος και στη συχνότητα πονοκεφάλων σε δείγμα περίπου 2.600 ανδρών ηλικίας 42 έως 60 ετών. Στο 68% των ανδρών τα επίπεδα της βιταμίνης D ήταν κάτω από 50 nmol/l, που θεωρείται το όριο για να διαπιστωθεί έλλειψη βιταμίνης D. Περίπου 250 άνδρες δήλωσαν ότι εκδηλώνουν χρόνιο πονοκέφαλο (με συχνότητα τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα). Όσοι εκ των ανδρών δήλωσαν ότι εκδηλώνουν χρόνιο πονοκέφαλο είχαν σε γενικές γραμμές χαμηλότερα επίπεδα βιταμίνης D από όσους δεν ταλαιπωρούνταν από κεφαλαλγίες.
Όταν οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε ομάδες (4 σε αριθμό) ανάλογα με τα επίπεδα βιταμίνης D στον οργανισμό τους, όσοι βρίσκονταν στη χαμηλότερη κατηγορία φάνηκε να έχουν διπλάσιες πιθανότητες να εκδηλώνουν χρόνιο πονοκέφαλο σε σύγκριση με την υψηλότερη κατηγορία.
Η μελέτη έρχεται να προστεθεί στον ήδη σημαντικό όγκο επιστημονικών δεδομένων που συνδέουν τη χαμηλή πρόσληψη βιταμίνης D με τον κίνδυνο χρόνιων παθήσεων.
Πηγή: onmed.gr