Έφυγε από τη ζωή η βραβευμένη με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1993 Τόνι Μόρισον.
Ο κατάλογος με τα επιτεύγματα της Τόνι Μόρισον είναι ατελείωτος, αφού συνολικά κατάφερε περισσότερες από 33 διακρίσεις. Το μοναδικό της συγγραφικό στυλ χαρακτηριζόταν από κοινωνικά ευαίσθητη θεματολογία και δυνατούς Αφροαμερικανούς ήρωες, κυρίως γυναίκες.
Ποια ήταν
Η Κλόε Γόφορντ όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε το 1931 στο Λορέιν του Οχάιο. Ήταν το δεύτερο από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας. Ο πατέρας της Τζορτζ εργαζόταν κυρίως ως μεταλλοκολλητής, αλλά έκανε παράλληλα κι άλλες δουλειές προκειμένου να στηρίξει την οικογένειά του, ενώ η μητέρα της ήταν μέλος της χορωδίας στην Αφρικανική Επισκοπική Εκκλησία των Μεθοδιστών. Η Τόνι Μόρισον έχει τονίσει σε συνεντεύξεις της πως οι γονείς της τής εμφύσησαν την αγάπη για το διάβασμα, τη μουσική και την αφροαμερικανική παράδοση.
Η συνοικία όπου μεγάλωσε ήταν πολυφυλετική: οι γείτονές της, εκτός από Αφροαμερικανοί, ήταν Πολωνοί, Ιταλοί και εβραίοι. Ίσως το συγκεκριμένο περιβάλλον να βοήθησε τη Μόρισον να μην αισθανθεί κατώτερη ή διαφορετική παρόλο που ήταν η μόνη Αφροαμερικανή στην τάξη. «Ήμουν η μόνη μαύρη μαθήτρια και η μόνη που ήξερε να διαβάζει» είχε δηλώσει σε συνέντευξή της στους New York Times.
Το σχολείο ακολούθησαν οι σπουδές της στην αγγλική φιλολογία στο πανεπιστήμιο Howard και στη συνέχεια στο Cornell, απ’ όπου έλαβε τον μεταπτυχιακό της τίτλο το 1955. Το 1957 επέστρεψε στο Howard University ως καθηγήτρια και γνώρισε τον μετέπειτα σύζυγό της Χάρολντ Μόρισον, αρχιτέκτονα από την Τζαμάικα. Το 1961 το ζευγάρι απέκτησε έναν γιο, ωστόσο δύο χρόνια αργότερα, η Τόνι αποφάσισε να χωρίσει. Εκείνος επιστρέφει στην Τζαμάικα και η Τόνι, έγκυος στο δεύτερο παιδί, γύρισε στη γενέτειρά της.
Στο Οχάιο θα μπορούσε να μεγαλώσει με τη βοήθεια των συγγενών της τους γιους της Χάρολντ και Σλέιντ, ωστόσο μετακόμισε μόνη της με τα παιδιά της στην πόλη Syracuse της Νέας Υόρκης για να εργαστεί ως επιμελήτρια βιβλίων. Μια επαγγελματική απόφαση που ύστερα από λίγο καιρό την οδήγησε στον διεθνούς κύρους εκδοτικό οίκο Random House, στη θέση της υπεύθυνης εκδόσεων.
Τα Γαλάζια Μάτια
Έχοντας αφήσει το δικό της αποτύπωμα στον εκδοτικό κόσμο, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην έκδοση Αφροαμερικανών συγγραφέων και συνεργαζόμενη με την ακτιβίστρια ‘Αντζελα Ντέιβις και τον διάσημο πυγμάχο Μοχάμεντ ‘Αλι στην συγγραφή των αυτοβιογραφικών τους έργων, η Μόρισον το 1970 εξέδωσε το πρώτο της μυθιστόρημα, το Γαλάζια Μάτια (The Bluest Eye). Για τη συγγραφική της ιδιότητα επέλεξε το υποκοριστικό «Τόνι». Η Τόνι Μόρισον ήταν καθολική και διάλεξε το καλλιτεχνικό της ψευδώνυμο προς τιμήν του ‘Αγιου Αντώνιου.
Ωστόσο λογοτεχνικό της ντεμπούτο στέφθηκε με αποτυχία, καθώς η ιστορία της Πέκολα, της μικρής μαύρης που λαχταρούσε όσο τίποτα άλλο να έχει γαλάζια μάτια, προκάλεσε αμφιλεγόμενα συναισθήματα στο αναγνωστικό κοινό. Τα Γαλάζια Μάτια έγινε best seller, με τη συμβολή του Oprah Book Club, το 2000: 30 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση, το βιβλίο πούλησε εκατό χιλιάδες αντίτυπα.
Η πρώτη διάκριση
Το 1973 κυκλοφόρησε το δεύτερο μυθιστόρημα της Μόρισον Sula που προτάθηκε για το Βραβείο Αμερικανικού Βιβλίου (American Book Award). Ωστόσο, την πιο θερμή υποδοχή έλαβε το 1977 το μυθιστόρημα Το τραγούδι του Σόλομον (Song of Solomon). Για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα έχει δηλώσει πως είναι ένα από τα βιβλία που τον διαμόρφωσαν.
Το Πούλιτζερ
Ωστόσο, μία ακόμη μεγαλύτερη διάκριση περίμενε την Τόνι Μόρισον δέκα χρόνια αργότερα, όταν κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα Αγαπημένη (Beloved) για το οποίο απέσπασε το 1988 το βραβείο Πούλιτζερ, στην κατηγορία της μυθοπλασίας. Το βιβλίο αυτό δεν κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου, 48 συγγραφείς υπέγραψαν επιστολή διαμαρτυρίας ενώ δέκα χρόνια μετά, η κυρίαρχος των media Όπρα Γουίνφρι έκανε την παραγωγή και πρωταγωνίστησε στην κινηματογραφική μεταφορά του Beloved.
Το Νόμπελ
Η ύψιστη διάκριση ήρθε το 1993 και το μυθιστόρημα Jazz, οπότε της απονέμεται το Νόμπελ Λογοτεχνίας και γίνεται η πρώτη Αφροαμερικανίδα που κερδίζει τον τίτλο.