"Αντίο, Σικάγο": Ο κινηματογραφικός (υπο)κοσμος του Μπερνέτ

Από τις εκδόσεις “Άγρα” κυκλοφορεί το μυθιστόρημα “Αντίο, Σικάγο” του Ουίλλιαμ Ράϊλυ Μπέρνετ, σε μετάφραση-επίμετρο Ανδρέα Αποστολίδη.

Λίγα λόγια για το βιβλίο:

BURNETT-ANTIO SIKAGOΣΙΚΑΓΟ 1928. Ένας μελαγχολικός αστυνομικός ιταλικής καταγωγής μαθαίνει ότι η γυναίκα του, που έχει φύγει από καιρό χωρίς ν’ αφή­σει διεύθυνση, βρέθηκε νεκρή στη λίμνη, πιθανώς μετά από μια υπερ­βολική δόση. Θα μάθει πολλά άλλα, μέσω ενός παλιού συμμαθητή του που πήρε τον στραβό δρόμο: Οι αστυνόμοι, οι πολιτικοί που αγοράζουν κι εξαγοράζονται, οι διεφθαρμένοι δικηγόροι, η αναδιοργάνωση των πορνείων, ο υπόκοσμος των Ιταλών, Ιρλανδών και Πολωνών, οι χα­μένοι γκάνγκστερ – ενώ μια απλή βεντέτα καταλήγει σε μια πραγματική νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου.
Το μυθιστόρημα αναπτύσσεται με σύντομες σκηνές, όπου σε πρώτο πλάνο μπαίνουν οι ζωές δευτερευόντων χαρακτήρων ενώ οι διάφοροι πρωταγωνιστές ποτέ δεν συναντώνται στην πραγματικότητα. Ο άνθρω­πος που κινεί τα νήματα στον υπόκοσμο εμφανίζεται ελάχιστα και ποτέ δεν κατονομάζεται: όμως οι προσεκτικοί αναγνώστες δεν θα δυσκο­λευτούν να αναγνωρίσουν πίσω από τον « μεγάλο» τον περίφημο Άλ Καπόνε…

Η έκδοση συνοδεύεται από ένα κείμενο του Ανδρέα Αποστολίδη για τον Μπερνέτ και Εργοβιογραφία. Στις Εκδόσεις Άγρα κυκλοφορεί και TO ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ του Μπερνέτ, γραμμένο το 1943, που το χωρίζουν σχεδόν 40 χρόνια από τοΑΝΤΙΟ, ΣΙΚΑΓΟ του 1981.

Απόσπασμα

“Νύχτα. Το πυροσβεστικό σκάφος Χ3 προχωρούσε από τη μέση του ποταμού προς την προβλήτα, όταν ο τιμονιέρης εντόπισε κάτι που έμοιαζε με επιπλέοντα μπόγο παλιών ρούχων. Δόθηκαν διαταγές· κατέβηκε μια βάρκα και δύο πυροσβέστες κατάφεραν σύντομα με γάντζο και δίχτυ ν’ ανεβάσουν το πτώμα στο κατάστρωμα. Στο βάθος φαίνονταν τα φώτα από το κέντρο της πόλης που σκόρπιζαν εδώ κι εκεί την αντανάκλασή τους στη μαύρη επιφάνεια του νερού, ενώ από πάνω της υψώνονταν τα σκοτεινά, εκτός από τους φωτισμένους ανελκυστήρες τους, κτίρια των γραφείων. Αριστερά τους ακουγόταν ο βόμβος των αυτοκινήτων που διέσχιζαν τη γέφυρα της οδού Ουώκερ με αναμμένα τα μεγάλα τους φώτα. Ήταν μια συνηθισμένη νύχτα. Όχι, όμως, για τη νεκρή γυναίκα […]”