Οι εκδόσεις “Άγρα” και το βιβλιοπωλείο”Ιανός” παρουσιάζουν απόψε Πέμπτη, στον Ιανό (Σταδίου 24), τη νέα έκδοση “ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ – ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ: Καταραμένα κι ευλογημένα χαρτιά – Σπαράγματα αλληλογραφίας (1960-1966)” σε εισαγωγή και φιλολογική επιμέλεια και σημειώσεις της Μαίρης Μικέ.
Η παρουσίαση θα γίνει στις 20:30.
Ομιλητές:
ΜΑΡΙΑ ΚΑΚΑΒΟΥΛΙΑ, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Υφολογίας, Ρητορικής & Αφηγηματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
ΠΟΠΗ ΠΟΛΕΜΗ, Ιστορικός
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ, Αναπληρωτής Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
ΜΑΙΡΗ ΜΙΚΕ, Καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Α.Π.Θ., συγγραφέας, επιμελήτρια του τόμου «Καταραμένα κι ευλογημένα χαρτιά»
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΙΑΝΟS : Σταδίου 24, Αθήνα 105 64 | τηλ. 210 32 17 917
Λίγα λόγια για το βιβλίο:
Εδώ αρχίζει να καλοκαιρεύει. Μα τί’ναι τούτο; Δεν αποκρίνομαι πια εύκολα στο φως, στα χρώματα, στα σχήματα της άνοιξης. Τι φταίει τάχα; Γεράματα; Πολλές δοκιμασίες, πολλές μνήμες; Πολύ σκύψαμε μέσα μας; Πολύ καθαρά βλέπουμε και μες στα σκοτεινά; Πού ‘ναι κείνη η «άγια αφέλεια»; Μεγάλες εμπειρίες, αξιοθαύμαστες – ας μας λείπανε (ναι; – δε θα το ‘θελα και δε θα το μπορούσα). Τί κάθομαι και σου λέω;
— Γ. ΡΙΤΣΟΣ, Αθήνα, 14.V.64
ΣΕ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΣΤΗ ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ στις 17 Απριλίου 1961, ο Ρίτσος, όταν μόλις την προηγούμενη χρονιά έχει αποκατασταθεί ένας επιστολικός διάλογος μεταξύ τους, γράφει: «Πότε πια θα ‘ρθεις, να τα πούμε όπως άλλοτε, ώρες κι ώρες – όχι πια τούτο το άχαρο, παγερό χαρτί, που μας στράγγιξε όλη μας τη ζωή και κάποτε μας βλέπει και το βλέπουμε εχθρικά – αυτό το χαρτί το καταραμένο κι ευλογημένο, ο καημός μας κι η μεγάλη παρηγόρια μας, η μοναξιά μας κι η συντροφιά μας. Εδώ φτάνουμε τ’ άστρα, κι εσύ δε θα φτάσεις στην πατρίδα;». Σ’ αυτή την επώδυνη και γεμά¬τη λαχτάρα ερώτηση-έκκληση οφείλεται ο τίτλος της παρούσας έκδοσης με τα επιστολικά τεκμήρια ανάμεσα στον Γιάννη Ρίτσο και στη Μέλπω Αξιώτη, η οποία βρίσκεται σε αναγκαστική υπερορία από τις 22 Μαρτίου 1947.
Οι αντηχήσεις του λόγου της Αξιώτη στις επιστολές του Ρίτσου είναι ισχυρές, και η μορφή της αναπαρίσταται ζωηρά, ειδικά μετά την επίσκεψη του ποιητή στο Ανατολικό Βερολίνο και την ποθητή συνάντησή τους στα μέσα του Σεπτέμβρη του 1962• έτσι, μέσα από τις ρωγμές του απαντητικού λόγου του Ρίτσου, μπορεί κανείς όχι μόνο να αφουγκραστεί τις πνιχτές κραυγές αγωνίας της σιωπηλής εξόριστης Μέλπως, για να βγει επι¬τέλους από το μαύρο πηγάδι της απουσίας, αλλά και να αντιληφθεί τις εμμονές, τις αγκυλώσεις και τις δυσκολίες της όταν χρειάζεται να ξανοιχτεί και να μιλήσει. Η Αξιώτη μοιάζει ωσεί παρούσα να στοιχειώνει τις σελίδες του παρηγορητικού, δυναμικού και ολόψυχα δοσμένου στην υπόθεσή της Ρίτσου. Ζει με αναμνήσεις, αντινομίες και κλυ¬δωνισμούς, γράφει, σιωπά και αυτολογοκρίνεται, έχοντας στο μεταξύ βιώσει τις ιδιοτυ¬πίες μιας σκληρής σχέσης ανάμεσα στην πολιτική κομμουνιστική εξουσία με τη λογοτε¬χνία, την κριτική και την τέχνη γενικότερα.
Ο Ρίτσος έγραφε στην Αξιώτη στις 7.1.1964: «Ο χρόνος θα μιλήσει όταν εμείς δε θα ‘χουμε πια μερτικό στο χρόνο. Κι αυτή είναι η μεγάλη αδικία: ο μόνος δίκαιος κριτής του έργου μας, ο χρόνος, ν’ αφανίζει εμάς τους ίδιους». Όμως η προσδοκία μαζί με τη βαθιά επιθυμία για διάσχιση του χρόνου εδραιώνει και στους δύο την πεποίθηση ότι εξακολουθείς να είσαι ζωντανός όσο οι άλλοι μιλούν για σένα και ότι αυτό κατορθώνεται μόνο χάρη στο έργο που αφήνεις πίσω γιατί, κατά την Αξιώτη, «ο άνθρωπος είναι μικρός, μεγάλα είναι μόνο τα έργα του», και γι’ αυτόν το λόγο «όταν θα είμαι νεκρή, θα μιλούν ίσως για μένα». Πώς θα μπορούσε ο Ρίτσος να μην προσυπογράφει το παραπάνω, από τη στιγμή που απαθανάτισε σε τέχνη τη θνητότητα της ζωής.