Σε… λεκάνη και όχι θρόνο παραπέμπει το τμήμα λίθου που εμφανίστηκε ότι ανήκει στο “θρόνο του Αγαμέμνονα” σύμφωνα με επιστολή του γενικού γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας, Βασίλειου Πετράκου, διευθυντή των ανασκαφών της Εταιρείας στις Μυκήνες, προς το υπουργείο Πολιτισμού.
Συγκεκριμένα στην επιστολή αναφέρεται ότι “το λίθινο αντικείμενο δεν είναι πρωτοφανές. Πρόκειται για τμήμα οικιακού ή βιοτεχνικού σκεύους, λεκάνης, όπως προκύπτει από το βάθος του κοιλώματος, συνηθέστατου ως ευρήματος σε οικισμούς, στρατόπεδα, εργαστήρια”.
Η επιστολή στάλθηκε για να διαψεύσει δημοσιεύματα στον Τύπο σχετικά με την «ανακάλυψη του θρόνου του Αγαμέμνονα». Με αφορμή αυτά, η Αρχαιολογική Εταιρεία συνέστησε επιτροπή που εξέτασε επιτόπου το εύρημα και κατέληξε στα εξής:
“Ο λίθος, κακής ποιότητος, δύσκολα κατεργαζόμενος και ακατάλληλος για λάξευση και μεταβολή του στο επισημότερο έπιπλο ενός ανακτόρου, έχει διαστάσεις ± 0,55 (μήκος) Χ ± 0,22 (πάχος) Χ ± 0,30 (πλάτος), είναι αποσπασμένος από μεγαλύτερο κομμάτι και φέρει κατεργασία μόνο στη μια όψη, τη θεωρούμενη ως άνω η οποία άνω όψη συνίσταται από μία λεία επίπεδη ταινία στην συμβατικώς λαμβανόμενη ως αριστερή πλευρά. Η ταινία ορίζει τμήμα κοιλώματος βάθους ± 5 εκατοστών.
Τα «ευθύγραμμα ίχνη πρόσφυσης λεπτής επίπεδης λίθινης πλάκας που προφανώς αποτελούσε το ερεισίνωτο του καθίσματος» δεν είναι άλλο από κενό που δημιουργήθηκε από την απόσπαση κροκάλας από τον κακής ποιότητος λίθο. Η λεγόμενη πρόσφυση, (θηλυκό στην οικοδομική ορολογία ή μισοχάραγμα, μόρσο, περαστός, ραμποτέ, στις διάφορες παραλλαγές της τεχνικής αυτής συναρμογής δύο τεμαχίων) δεν αρκεί στατικώς για τη στερέωση ερεισινώτου που δεχόταν όπως είναι φυσικό, ισχυρές πιέσεις.
Το λίθινο αντικείμενο δεν είναι πρωτοφανές. Πρόκειται για τμήμα οικιακού ή βιοτεχνικού σκεύους, λεκάνης, όπως προκύπτει από το βάθος του κοιλώματος, συνηθέστατου ως ευρήματος σε οικισμούς, στρατόπεδα, εργαστήρια.
Ο κ. Μαγγίδης λέγει δια των εφημερίδων ότι το θραύσμα ανήκει στον θρόνο του μεγάρου της ακρόπολης των Μυκηνών και ότι κρημνίστηκε στον Χάβο «περί τα 80 μέτρα νοτίως του μυχού της ακροπόλεως των Μυκηνών που βρίσκεται κάτω ακριβώς από το μυκηναϊκό ανάκτορο». Άρα ο θρόνος ολόκληρος ή το τμήμα του αυτό έπεσε σε ευθεία γραμμή, «κάτω ακριβώς» στον Χάβο από τη θέση στην οποία ήταν ιδρυμένο. Στο δελτίο το οποίο έχει προσαρτήσει στο Μουσείο στο λίθινο αντικείμενο, αναγράφεται Mycenae 20/14 Lower Town, η λεγόμενη Κάτω Πόλη, σε αντίθεση με την ακρόπολη, που τοπογραφικώς, η Lower Town, είναι άλλο από την «κοίτη του Χάβου» όπου λέγεται ότι βρέθηκε ο λίθος. Άρα υπάρχουν δύο τόποι εύρεσης.
Άξιο μνείας είναι ότι ο κ. Μαγγίδης στην επιστολή του λέγει ότι «οι μεγάλες διαστάσεις του [λίθου] καθώς και το σημείο ανεύρεσής του συνηγορούν πως πρόκειται πιθανότατα για τον θρόνο της τελευταίας φάσης του μυκηναϊκού ανακτόρου των Μυκηνών». Σε άλλα σημεία της επιστολής του λέγει ότι «πρόκειται πιθανότατα για τμήμα μεγάλου καθίσματος» και αποδίδει, πάντοτε «πιθανώς», θραύσματα αρχαίων των Μυκηνών, που έχουν βρεθεί σε απομακρυσμένα σημεία του ανακτόρου, στον υποθετικό θρόνο, που μόνο στοιχείο του είναι ένα κοίλωμα που το βάθος του μόνο αποκλείει να ανήκει στο θρόνο. Τέλος, εντελώς αντιδεοντολογικώς, καταλήγει στο βέβαιο συμπέρασμα ότι το εύρημά του είναι «ο μοναδικός έως τώρα ανακαλυφθείς θρόνος μυκηναϊκού ανακτόρου στην ηπειρωτική Ελλάδα» και τον συνδέει με τον θρόνο του Αγαμέμνονος, πρόσωπο ως γνωστόν μυθικό του οποίου η ύπαρξη δεν αποδεικνύεται, ο αείμνηστος Σπύρος Ιακωβίδης την απέρριπτε.
Δεν γνωρίζω ποιος έδωσε στον Τύπο τις πληροφορίες, τα σχέδια και τις φωτογραφίες, πιθανώς πρόσωπο του κύκλου του τομέως ανασκαφής της Κάτω Πόλεως που επιβλέπει , για λογαριασμό της Αρχαιολογικής Εταιρείας ο κ. Μαγγίδης, χωρίς βεβαίως την άδειά της, διότι οι φωτογραφίες του λίθου και το σχέδιο του υποθετικού θρόνου που δημοσιεύτηκαν είναι τα επίσημα της ανασκαφής στοιχεία.
Το Συμβούλιο της Αρχαιολογικής Εταιρείας και η εντεταλμένη Επιτροπή που εξέτασε το ζήτημα, κρίνουν ότι το όλο θέμα αποτελεί ατυχή, εάν δεν είναι σκόπιμη, επιστημονική παρεκτροπή που οφείλεται σε επίδραση άλλης ατυχεστέρας περιπτώσεως που απασχόλησε κυβερνητικούς και επιστημονικούς κύκλους κατά το 2014 – 2015, και μας διέσυρε διεθνώς».