Κάθετη πτώση των εκδόσεων δείχνουν τα στοιχεία που παρατίθενται στον ετήσιο, έντυπο τόμο του ηλεκτρονικού περιοδικού «Ο αναγνώστης».
Η μελέτη για τη «χαμένη πενταετία του βιβλίου» (2009-2014), με πτώση των τίτλων κατά 50%, είναι του Γιάννη Ν. Μπασκόζο, “ψυχής” του “Ο αναγνώστης”.
Όπως αναφέρει το ΑΠΕ, η μελέτη έχει ιδιαίτερη σημασία διότι κατά τη διάρκεια της «χαμένης πενταετίας» δεν ενέσκηψε μόνο η εκδοτική κρίση (επακόλουθο της οικονομικής), αλλά περιορίστηκαν δραματικά και οι έρευνες της αγοράς του βιβλίου λόγω έλλειψης χρημάτων.
Όπως λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Γ. Μπασκόζος, «έχοντας πίσω μας μια πενταετία κρίσης, διαγράφονται πλέον καθαρά ορισμένα νέα στοιχεία. Τόσο οι οικονομικές τάσεις όσο και οι πολιτικές των εκδοτών πήραν άλλες κατευθύνσεις ή ολοκλήρωσαν πράγματα τα οποία μέχρι τώρα είχαν απλώς επισημανθεί. Τα στοιχεία, παρά τις ελλείψεις, καταδεικνύουν τη διολισθαίνουσα πορεία της αγοράς».
Πού ακριβώς, όμως, βρίσκεται σήμερα η εκδοτική παραγωγή; «Σύμφωνα με στοιχεία από τη ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ, η πορεία έκδοσης νέων τίτλων αγγίζει το μισό περίπου των τίτλων που εκδίδονταν το 2008, έτος που άρχισε η κρίση. Μόνο την περασμένη χρονιά, η μείωση των τίτλων ήταν κατά 16% και, φυσικά, με το που θα κλείσει το 2015, έτος των capital controls, η μείωση θα φανεί ακόμα περισσότερο».
Μιλάμε μόνο για μείωση των τίτλων ή και για αλλαγή της εκδοτικής συμπεριφοράς;
«Μεγάλες ανακατατάξεις υπήρξαν και στα είδη των βιβλίων που εκδόθηκαν. Από την ευτυχή χρονιά του 2008 έως τη χρονιά της κρίσης του 2014, το 39,7% των νέων τίτλων του 2014 αφορά τη λογοτεχνία έναντι 21,7% το 2008. Το παιδικό βιβλίο παραμένει σταθερό και διεκδικεί πάνω από το 1/5 της αγοράς, με ποσοστό 22,2% (21,4%, το 2008). Οι θετικές και εφαρμοσμένες επιστήμες καταλαμβάνουν το 6,1% (7,1%) ενώ οι θεωρητικές μειώνονται πολύ περισσότερο αφού πέφτουν στο 19,3% (24,8%). Τα σχολικά και ξενόγλωσσα εκπαιδευτικά βοηθήματα υφίστανται επίσης μεγάλη μείωση, κατά 50%, καθώς αποτελούν μόνον το 3,4% (7,3%) της παραγωγής. Τέλος, τα βιβλία τέχνης καταποντίστηκαν, χάνοντας το 1/3 της πίτας και έχοντας μόνον 2,4% (6,9%)».