Επτά στους δέκα Έλληνες πιστεύουν ότι ο πολιτισμός μπορεί να βοηθήσει στην έξοδο της χώρας από την κρίση και η συντριπτική πλειονότητα (86%) εκτιμά ότι πρέπει να επενδύσουμε στον πολιτισμό, καθώς μπορεί να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης, σύμφωνα με την Πανελλαδική Στατιστική Έρευνα «Σφυγμός Πολιτισμού», που διεξήχθη από τις 16 έως τις 21 Οκτωβρίου.
Η έρευνα, όπως σημειώνει σε ρεπορτάζ το naftemporiki.gr, κατέγραψε την πολιτιστική συμπεριφορά του ευρύτερου κοινού, επιχειρήσεων-μελών του Ελληνο-Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου και ανθρώπων που ασχολούνται επαγγελματικά με πολιτιστικές δραστηριότητες, και παρουσιάστηκε στο 1ο Athens Culture Symposium που διοργάνωσε το Ελληνο-Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο σε συνεργασία με τις Διεθνείς Σχέσεις Πολιτισμού.
Το 50% πιστεύει ότι η Ελλάδα προωθεί τον ελληνικό πολιτισμό στο εξωτερικό, ποσοστό πολύ μεγαλύτερο από το 23% που ίσχυε πριν πέντε χρόνια, αλλά οι περισσότεροι πιστεύουν ότι δεν λειτουργούν σωστά οι δομές προώθησής του. Ενδεικτικά, λιγότεροι από το 15% γνωρίζουν το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού και ακόμη λιγότεροι τις δραστηριότητές του. Επίσης, το 70,6% των ανθρώπων του πολιτισμού πιστεύουν ότι πρέπει να αλλάξει η στρατηγική διεκδίκησης των Γλυπτών και έξι στους δέκα πολίτες πιστεύουν ότι η ανάμιξη της Αμάλ Αλαμουντίν – Κλούνεϊ δεν βοήθησε ιδιαίτερα στην ελληνική εκστρατεία για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Μιλώντας στο συμπόσιο, όπως αναφέρεται στο ρεπορτάζ του naftemporikigr, ο Υπουργός Πολιτισμού Αριστείδης Μπαλτάς τόνισε ότι «πρέπει να πάψουμε να βλέπουμε τον πολιτισμό μας ως εργαλείο μέσω του οποίου θα κερδίσουμε απλώς χρήματα, με την εισροή τουριστών, αλλά να αντιστρέψουμε τη σχέση λέγοντας: επειδή ο πολιτισμός είναι όρος ζωής, αν η κοινωνία αυτή πιστεύει στη δύναμή της, την παρουσία της και την ιστορία της, και μπορεί αυτή την πίστη να την μεταδώσει στον επισκέπτη που έρχεται, τότε παράγεται τουριστικό προϊόν με την οικονομική έννοια. Τότε έρχονται οι τουρίστες για να γνωρίσουν έναν ολόκληρο πολιτισμό, έτσι όπως έχει υπάρξει στο παρελθόν και έτσι όπως υπάρχει σήμερα. Δηλαδή, να δούμε τον τουρισμό και τα οικονομικά προϊόντα του ως δευτερογενές προϊόν της πολιτισμικής μας παραγωγής και ιστορίας».
«Τούτη η χώρα είναι ευλογημένη, λόγω φύσης και ιστορίας. Έχει αντιμετωπιστεί ελλιπώς αυτή η ευλογία, όχι μόνο από την Πολιτεία και την πολιτική, αλλά και από τη δική μας καθημερινή ζωή και λειτουργία. Αν προσπαθήσουμε να δούμε λίγο βαθύτερα τη φράση “η Ελλάδα είναι η κοιτίδα του δυτικού πολιτισμού” διαπιστώνουμε ότι αυτό δεν είναι κάτι νεκρό, αλλά είναι κάτι απολύτως ζωντανό για ολόκληρο τον δυτικό πολιτισμό και όχι μόνο γι’ αυτόν. Άρα, το γεγονός ότι ζούμε σε αυτό τον ευλογημένο τόπο μάς δίνει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα για την παραγωγή σύγχρονου πολιτισμού. Με αυτή την έννοια θεωρώ αδιανόητο να μην είναι η Ελλάδα παγκόσμιο κέντρο μελέτης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, σε όλες τις διαστάσεις, από την αρχαιολογία και την ιστορία, μέχρι την τραγωδία και την κωμωδία, μέχρι τη φιλοσοφία, σε όλες τις διαστάσεις των κλασσικών σπουδών».
Τέλος, ο Υπουργός Πολιτισμού αναφερόμενος στη ελληνική σύγχρονη τέχνη, σημείωσε: «Η αίσθηση που έχω ως απλός πολίτης, είναι ότι η κρίση σε αυτό τον τομέα μπορεί να λειτούργησε θετικά. Πολλοί νέοι, μην ελπίζοντας ότι θα βρουν δουλειά και μη θέλοντας να μεταναστεύσουν, αρχίζουν να εκφράζονται. Νομίζω ότι είμαστε στα πρόθυρα μιας πολιτιστικής αναγέννησης, όπου ομάδες νέων παράγουν εξαιρετικά ενδιαφέροντα πράγματα στο θέατρο, στη μουσική, τον χορό και σε νέες μορφές δημιουργίας, όπως τα γκράφιτι. Όλος αυτός ο χώρος δεν βρίσκει έκφραση στον δημόσιο λόγο, δηλαδή τις μεγάλες εφημερίδες και την τηλεόραση. Το υπουργείο Πολιτισμού οφείλει να βοηθήσει αυτούς τους ανθρώπους να βρουν τρόπους έκφρασης, τρόπους δημόσιας αναγνώρισης, ώστε αυτός ο κόσμος να μπορέσει να αισθανθεί ότι παράγει σκέψη και δημιουργία ισάξια με όσα συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στο εξωτερικό».
Ο πρόεδρος του Ελληνο – Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, Σίμος Αναστασόπουλος, ανοίγοντας το συμπόσιο και εξηγώντας τη σχέση του Επιμελητηρίου με τον πολιτισμό, είπε ότι «με την κατάλληλη διαχείριση, προβολή και αξιοποίηση του πολιτισμικού κεφαλαίου, της πολιτιστικής παραγωγής, αλλά και την ανάπτυξη πολιτιστικής επιχειρηματικότητας, οι πολιτιστικές και δημιουργικές δράσεις μπορούν να συμβάλλουν θετικά στην ανάπτυξη της οικονομίας και στη δημιουργία θέσεων εργασίας. Και αυτή η συμβολή είναι ιδιαίτερα πολύτιμη τον καιρό της κρίσης».