Κάποτε, ένας ζωγράφος από την Έφεσο έπεσε θύμα μίας μεγάλης συκοφαντίας. Ο Απελλής κατηγορήθηκε πως είχε συμμετάσχει στη συνωμοσία του Θεοδότα στην Τύρο κατά του Πτολεμαίου, βασιλιά της Αιγύπτου. Στην πραγματικότητα ο Απελλής όχι μόνο δεν γνώριζε τον Θεοδότα, αλλά ήταν και τόσο ευαίσθητος που ούτε υποψιάστηκε τον ανταγωνιστή του Αντίφιλο, που τυφλωμένος από τη ζήλια και το φθόνο για τον ομότεχνό του, τον κατήγγειλε στον Πτολεμαίο.
Ο Πτολεμαίος σε αυτό το σημείο της ιστορίας εμφανίζεται εξίσου αφελής και έρμαιο των συναισθημάτων της στιγμής και πιστεύει αμέσως τον Αντίφιλο. Συγχυσμένος από την προδοσία, τον εμπιστεύεται αμέσως. Αφού δεν του περνάει καν από το μυαλό ότι πρόκειται για διαβολή, φωνάζει, απειλεί και καταριέται τον αχάριστο… συνωμότη. Λέγεται ότι αν δεν τον σταματούσε κάποιος από τους παρευρισκόμενους, πιθανώς και να τον είχε σκοτώσει. Αργότερα μόνο ο Πτολεμαίος ηρέμησε και ντράπηκε με την αφέλειά του. Για τη συνέχεια της ιστορίας, υπάρχουν δύο εκδοχές: είτε πως ο Πτολεμαίος έδωσε εκατό τάλαντα στον Απελλή για να του ζητήσει συγχώρεση, είτε πως έκανε τον Αντίφιλο δούλο του.
Στην πραγματικότητα, ο Απελλής ούτε ήταν σε θέση να κάνει τέτοια προδοσία αλλά ήταν και ιδιαίτερα ευεργετημένος από τον βασιλιά. Το περιστατικό αυτό τον πλήγωσε τόσο πολύ που, μη μπορώντας να το αποβάλει από τη μνήμη του, το αναπαρέστησε. Εμπνευσμένος, λοιπόν, από το περιστατικό του ζωγράφου που εργάστηκε μέχρι και στη μακεδονική αυλή για τον Φίλιππο τον Β’ και τον Μ. Αλέξανδρο, ο Σάντρο Μποτιτσέλι, αιώνες αργότερα φιλοτεχνεί τη «Συκοφαντία του Απελλή» :
Το πρωτότυπο έργο του Απελλή δεν έχει σωθεί. Ο Μποτιτσέλι το γνώριζε μόνο από περιγραφές του Λουκιανού στην πραγματεία του «Περὶ τοῦ μὴ ῥᾳδίως πιστεύειν διαβολῆ»…
Αν και αποτελεί ένα από τα πιο μικρά σε μέγεθος έργα του και ταυτόχρονα όχι και από τα πιο γνωστά του, μέσα από το πλούσιο αλληγορικό του περιεχόμενο, συνοψίζει με μεγάλη επιτυχία μερικές από τις βασικότερες έννοιες της σημερινής ανθρώπινης υπόστασης, ακόμη κι αν αντλεί τη θεματολογία του από τα μακρινά ελληνιστικά χρόνια.
Καταρχάς, αναδύεται όλη η οργή και η θλίψη ενός ανθρώπου που άδικα κατηγορήθηκε, σε αντιδιαστολή με την αδυναμία του πλούσιου και θαμπωμένου από τη δύναμη της εξουσίας ανθρώπου να ξεχωρίσει την αλήθεια από το ψέμα, και τον προδότη από τον αθώο.
Ο βασιλιάς -Μίδας, εν προκειμένω- βρίσκεται στα δεξιά του πίνακα και ειρωνικά του προστίθενται αυτιά γαϊδάρου. Εύπιστος και αφελής, παρασύρεται από τις επίμονες κοπέλες που τον περιτριγυρίζουν: την Υποψία και την Άγνοια. Όσο αυτές του ψιθυρίζουν με ζήλο, τόσο εκείνος απλώνει το χέρι του προς τη Συκοφαντία, μία κοπέλα ιδιαίτερου κάλλους, ακριβώς, δηλαδή, ό,τι χρειάζεται για να τραβάει τα βλέμματα. Κρατάει μάλιστα έναν αναμμένο δαυλό για να τα φέρει όλα στο «φως», τραβώντας με το άλλο χέρι το νεαρό από τα μαλλιά. Ωστόσο, η αύρα της είναι ασυνήθιστα θερμή, κάτι που υπονοεί την απάτη και την παρορμητικότητα.
Η Μοχθηρία και η Απάτη βρίσκονται επίσης στην αίθουσα, ως πιστοί συνοδοί της όμορφης Συκοφαντίας για να περιποιούνται την ομορφιά της, προσθέτοντας… τις απαραίτητες πινελιές. Ο Φθόνος, που με σιγουριά δείχνει το δρόμο, απεικονίζεται με τη μεγαλύτερη ακρίβεια: αρρωστημένος, με κουρελιασμένα ρούχα, παραμορφωμένος από την ψυχράδα της σάπιας ψυχής, αποτελεί ίσως την πιο ρεαλιστική φιγούρα του έργου.
Η γυμνή κοπέλα στα αριστερά, αποκομμένη από τις υπόλοιπες φιγούρες, μας φέρνει στη μνήμη την κλασσική αναπαράσταση της θεάς του Έρωτα, Αφροδίτης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, δε θα μπορούσε να είναι άλλη από την Αλήθεια. Φυσικά, δεν είναι τυχαίο που βρίσκεται στην αριστερή πλευρά του πίνακα. Σε ένα δυτικό περιβάλλον όπου η ανάγνωση -γιατί και τα ζωγραφικά έργα ανάγνωση απαιτούν- ξεκινούσε από τα αριστερά και κατευθυνόταν προς τα δεξιά, επιδέξια τοποθετείται εκεί που πέφτει αρχικά το μάτι του θεατή. Η Αλήθεια είναι γυμνή γιατί δεν έχει τίποτα να κρύψει (La Nuda Veritas). Έτσι, δεν χρειάζεται και να πασχίζει όπως οι υπόλοιπες για να αποδείξει κάτι και να ενισχύσει τη θέση της. Απλώς παρευρίσκεται, προσωποποιώντας την απόλυτη ηρεμία σε αντίθεση με την ένταση που διακατέχει τις υπόλοιπες μορφές.
Η μόνη που την αναγνωρίζει είναι η Μετάνοια, ντυμένη στα μαύρα και γερασμένη, αρχίζει να δακρύζει ήδη από ντροπή. Με σκισμένα ρούχα, γερασμένο δέρμα και αποκρουστική όψη: κάπως έτσι δεν φανταζόμαστε τις τύψεις μας;
Παρατηρώντας τη γυμνή Αλήθεια και το νεαρό ζωγράφο, εντοπίζουμε μια κοινή στάση του σώματος τους. Αποζητούν την ουράνια δικαιοσύνη κι έτσι αποτελούν τις μοναδικές φιγούρες του έργου που υψώνουν τα χέρια τους προς τον ουρανό, επικαλούμενοι τα Θεία για κάποια βοήθεια και υπεράσπιση.
Ανά τους αιώνες η συκοφαντία έχει υπάρξει αντικείμενο προβληματισμού, σκέψης και αφορμή για δημιουργία. Από τις σωκρατικές ρήσεις, μέχρι τον Αίσωπο έως και τον Ρενάν που υποστήριζε πως «Μπορούμε να σωθούμε από το δηλητήριο της έχιδνας, αλλά όχι και από εκείνο της συκοφαντίας». Ακόμη, αφήνουμε την Άγνοια να μας θαμπώσει ενώ η Απάτη και η Μοχθηρία μας τραβούν προς το μέρος μας και ο Φθόνος μας δείχνει συνήθως το δρόμο. Αξίζει πάντως να υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας πως «τα καρποφόρα δέντρα είναι αυτά που πετροβολούνται». Όπου λοιπόν γίνεται λόγος για πολυάριθμες διαβολές, μήπως να στρέφουμε το βλέμμα μας στην… αριστερή πλευρά του πίνακα;