Την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να επιτευχθεί συμφωνία αλλά και να προχωρήσει και σε συμβιβασμό που θα έχει πολιτικό κόστος, αλλά αυτή η συμφωνία να είναι «με επιτυχή κατάληξη και όχι απλώς μια αποδοχή όσων ζητούν οι εταίροι» επανέλαβαν, με διαφορετικές ευκαιρίες, και με τον πιο έντονο τρόπο τόσο ο Πρωθυπουργός όσο και ο Υπουργός Οικονομικών.
Ο Αλέξης Τσίπρας, σε μια προφανή απόπειρα να δώσει μια απάντηση στον καταιγισμό δημοσιευμάτων περί χρεοκοπίας, Grexit κλπ, έκανε δηλώσεις στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters και τόνισε εκ νέου ότι η Αθήνα εργάζεται και θέλει έναν «έντιμο συμβιβασμό», που θα σέβεται και την πρόσφατη λαϊκή εντολή και το πλαίσιο λειτουργίας της Ευρωζώνης. Ο κ. Τσίπρας υποστήριξε ότι έχει γίνει μεγάλη πρόοδος στις διαβουλεύσεις και ότι τα σημεία σύγκλισης είναι πολλά ανάμεσα στην Ελλάδα και στους πιστωτές.
Παραδέχτηκε, όμως, ότι υπάρχουν τέσσερα βασικά σημεία διαφωνίας, τα οποία, όπως διευκρίνισε, δεν εκφράζουν «αδυναμία τεχνικής προσέγγισης» αλλά «πολιτική διαφωνία που όλοι γνώριζαν εκ των προτέρων». Τα σημεία αυτά είναι τα γνωστά σε όλους «αγκάθια»: οι εργασιακές σχέσεις, το ασφαλιστικό, η αύξηση του ΦΠΑ και οι ιδιωτικοποιήσεις υπό την μορφή που η νέα ελληνική κυβέρνηση επιδιώκει να τις συνεχίσει.
Παρόλα αυτά, ο Αλέξης Τσίπρας δηλώνει «πεπεισμένος ότι η Ευρώπη των δημοκρατικών παραδόσεων και του Διαφωτισμού δεν θα υποκύψει σε ακραίες φωνές κάποιων, δεν θα επιλέξει τον δρόμο ενός ανήθικου και στυγνού χρηματοδοτικού εκβιασμού, αλλά το δρόμο της γεφύρωσης των διαφορών, το δρόμο της σταθερότητας και του αμοιβαίου σεβασμού, πάνω από όλα στη δημοκρατία, προς όφελος του κοινού ευρωπαϊκού μας μέλλοντος».
Σε περίπου ανάλογη κατεύθυνση κινήθηκε και η ομιλία του Υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη στο Brookings Institute, κατά τη διάρκεια της οποίας ο κ. Βαρουφάκης ανέλυσε διεξοδικά γιατί ήταν λάθος μια σειρά από προβλέψεις και στόχοι του μνημονίου, και ιδιαίτερα από πλευράς ΔΝΤ, παρουσιάζοντας σειρά στοιχείων. Όπως είπε χαρακτηριστικά η ελληνική κυβέρνηση «θέλει περισσότερο από όλους να υπάρξει γρήγορα συμφωνία με τους εταίρους της»½ γιατί όσο κρατούν οι διαπραγματεύσεις τόσο περισσότερο ασφυξία υπάρχει στην οικονομία, αλλά «το σημαντικότερο είναι να υπάρξει «επιτυχής κατάληξη» και όχι να προσυπογράψει όλα τα αιτήματα των πιστωτών» λέγοντας ότι το πιο εύκολο θα ήταν να είχαν υπογραφεί όλα όσα λέει το μνημόνιο.
Ο κ. Βαρουφάκης, αφού παρουσίασε επτά μεταρρυθμίσεις που η κυβέρνηση προωθεί, επανέλαβε ότι για την καθυστέρηση των διαπραγματεύσεων δεν ευθύνεται η ελληνική πλευρά αλλά το ότι η νέα κυβέρνηση «πρέπει να πείσει τους εταίρους της ότι το προηγούμενο πρόγραμμα απέτυχε, προτού συμφωνήσουμε σ΄ ένα νέο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων» Συμπλήρωσε ότι οι διαπραγματεύσεις για την Ελλάδα έχουν διεθνές αντίκτυπο και εξηγώντας γιατί είναι τόσο δύσκολες, και ότι η ελληνική κυβέρνηση «είναι έτοιμη να αναλάβει το πολιτικό κόστος για ορισμένες δύσκολες αποφάσεις που είναι απαραίτητες για να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των εταίρων της παγκοσμίως». Κατέληξε, δε, λέγοντας ότι «δύο είναι τα στοιχεία μιας έντιμης και αποτελεσματικής συμφωνίας, είπε, μια ατζέντα βαθιών μεταρρυθμίσεων που η ελληνική κοινωνία μπορεί να αγκαλιάσει με ενθουσιασμό και ένα μακροοικονομικά λογικό δημοσιονομικό σχέδιο».
Είχε προηγηθεί έκτακτη 45λεπτη συνάντηση του κ. Βαρουφάκη με την Διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ στην οποία, με βάση διαρροές, φέρεται να συζητήθηκε η ανάγκη επιτάχυνσης των διαπραγματεύσεων. Η κ. Λαγκάρντ δεν επιβεβαίωσε άμεσα ότι η Αθήνα ζήτησε παράταση του χρονοδιαγράμματος αποπληρωμής των δόσεων του δανείου της προς το Ταμείο, λέγοντας, όμως, ότι δεν έχει δοθεί σχετική παράταση σε καμία ανεπτυγμένη χώρα από το ΔΝΤ τα τελευταία 30 χρόνια, ενώ ο κ. Βαρουφάκης διέψευδε ότι ζήτησε η Αθήνα κάτι τέτοιο, όπως ανέφερε δημοσίευμα των Financial Times.
Παρά τις αισιόδοξες δηλώσεις του Αλέξη Τσίπρα στο Reuters ότι πιστεύει ότι θα υπάρξει συμφωνία στα τέλη του μήνα, όλα δείχνουν ότι κάτι τέτοιο μάλλον τείνει να γίνει απίθανο και το ενδεχόμενο χαλάρωσης του χρηματοδοτικού κλοιού στον οποίο οι πιστωτές έχουν θέσει την Αθήνα κατά το Eurogroup της 24ης Απριλίου τείνει ν’ απομακρυνθεί οριστικά. Πλέον οι συζητήσεις για το πότε θα μπορούσε να λάβει τέλος αυτή η «αγωνία» αρχίζουν και «εμπλουτίζονται» και με το ενδεχόμενο Ελλάδα και πιστωτές να προχωρήσουν σε διαπραγμάτευση μιας συνολικά καινούργιας συμφωνίας η οποία θα ολοκληρωθεί στα τέλη Ιουνίου. Το αν τελικά αυτό είναι όντως ένα ενδεχόμενο αλλά και το αν μέχρι τότε η χρηματοδοτική θηλιά απειλεί να γίνει θανατηφόρος βρόχος γύρω από το λαιμό της οικονομίας ή η κυβέρνηση έχει κάποιες άλλες «εναλλακτικές» έστω και έμμεσες στο «μανίκι» της μένει ν’ αποδειχθεί.