Στο… κενό έπεσαν από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας αιτήσεις πρώην βουλευτών, που διεκδικούσαν να αναπροσαρμοστεί η βουλευτική αποζημίωσή τους (αποδοχές βουλευτών) στο ύψος των αποδοχών των προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας, μαζί με τα επιδόματά τους για το μνημονιακό διάστημα από 20.2.2008 έως 30.9.2009.
Ενδεικτικά η αξίωση ενός εκ των πρώην βουλευτών ανερχόταν στο ποσό των 82.691 ευρώ και παράλληλα διεκδικούσε και το ποσό των 7.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράλειψη του Δημοσίου να αναπροσαρμόσει τη βουλευτική του αποζημίωση για το επίμαχο διάστημα των 20 μηνών. Διεκδικούσε μάλιστα διαφορές και για προγενέστερο διάστημα, αλλά κρίθηκε ότι η αξίωση του αυτή είχε υποπέσει σε παραγραφή.
Αρχικά το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών έκανε δεκτή την αγωγή του και του επιδίκασε το ποσό των 74.910 ευρώ ως διαφορά από τη βουλευτική αποζημίωση και παράλληλα του επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη το ποσό των 200 ευρώ (σύνολο 75.110 ευρώ).
Το Δημόσιο στη συνέχεια άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, η οποία όμως απορρίφθηκε ως αβάσιμη.
Οι εφέτες έκριναν ότι η αύξηση των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών που έγινε με το άρθρο 57 του νόμου 3691/2008 «είχε ως συνέπεια την αύξηση του ποσού της βουλευτικής αποζημίωσης» και έπρεπε η βουλευτική αποζημίωση να υπολογίζεται στο σύνολο των αποδοχών του ανωτάτου δικαστικού λειτουργού, στις οποίες περιλαμβάνεται ο βασικός μισθός, τα επιδόματα και οι προσαυξήσεις που λαμβάνει αυτός, σύμφωνα με το Σύνταγμα και το ειδικό μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών».
Ακολούθως το Δημόσιο προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζητώντας να αναιρεθεί η εφετειακή απόφαση του 2020. Το Δημόσιο υποστήριξε ότι τα Διοικητικά Δικαστήρια εσφαλμένα ερμήνευσαν το Σύνταγμα (άρθρο 63) και έκριναν ότι «επήλθε αυτόματη αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσης στο ύψος των αποδοχών του προέδρου των Ανωτάτων Δικαστηρίων του κράτους» και δεν έλαβε υπόψη του ότι η Ολομέλεια της Βουλής (συνεδρίαση ΡΙΔ΄ της 1.4.2009) αποφάνθηκε, ομόφωνα, «να μην αυξηθεί η βουλευτική αποζημίωση κατ΄ αντιστοιχία με την αύξηση των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών» που έγινε με το νόμο 3691/2008.
Η Ολομέλεια του ΣτΕ (πρόεδρος αποχωρήσασα ήδη Μαίρη Σάρπ και εισηγήτρια η σύμβουλος Επικρατείας Κωνσταντίνα Φιλοπούλου) έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς του Δημοσίου και έκρινε ότι δεν είναι νόμιμη η παραδοχή του Εφετείου ότι έπρεπε να αυξηθούν οι βουλευτικές αποζημιώσεις στο ύψος των αποδοχών του προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου, μετά την απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, η οποία μάλιστα ισχύει και για το μέλλον.
Οι δικαστές απέρριψαν τον ισχυρισμό προσφευγόντων ότι συντρέχει περίπτωση παραβάσεως του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και παράλληλα έκριναν ότι δεν προκύπτει αντίθεση του περιορισμού αυτού με τις διατάξεις των άρθρων 4, 26, 63 επ., 81 επ. και 87 επ. του Συντάγματος.
Για το λόγο αυτό οι σύμβουλοι Επικρατείας έκαναν δεκτή την έφεση του Δημοσίου και εξαφάνισαν την πρωτόδικη απόφαση που αναγνώρισε στον πρώην βουλευτή ότι το Δημόσιο πρέπει να του καταβάλει το ποσό των 75.110 ευρώ και επιδίκασαν στον πρώην βουλευτή τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου ύψους 460 ευρώ.
Η Ολομέλεια του ΣτΕ (με την ίδια σύνθεση) απέρριψε αναιρέσεις κατά αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου, των πρώην βουλευτών (μερικοί έξ αυτών έχουν αποβιώσει) Δημητρίου Τσαντούλα (ΝΔ Πρέβεζας), Πέτρου Καστιλίερη (ΠΑΣΟΚ Μεσσηνίας), Ηλία Παπαηλία (ΠΑΣΟΚ Αττικής), Κωνσταντίνος Καραμπίνας (ΝΔ Άρτας), Αντώνης Καρπούζος (ΚΙΝΑΛ Δυτικής Αττικής), Παναγιώτης Αδρακτάς (ΝΔ Ηλείας), Πέτρου Τατούλη (ΝΔ Αρκαδίας) και της χήρας του Θεόδωρου Κατσίκη πρώην βουλευτή Καρδίτσας της ΝΔ και της ΔΗΑΝΑ.