Βαβέλ μέσα κι έξω

Σε κλίμα καταιγιστικών εναλλαγών δηλώσεων και διαθέσεων φαίνεται ότι αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση για την πραγματοποίηση, καταρχήν, της κρίσιμης, όπως τελικά εξελίσσεται η κατάσταση, πενταμερούς συνάντησης ανάμεσα στους Αλέξη Τσίπρα, Άγκελα Μέρκελ, Φρανσουά Ολάντ, Μάριο Ντράγκι και Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, υπό τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, η οποία, τελικά, «κλείστηκε» για το βράδυ της Πέμπτης στις Βρυξέλλες στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής.  Και όπως όλα δείχνουν, το αντιφατικό και ασφυκτικά πιεστικό αυτό κλίμα, το οποίο οδηγεί και σε «τέντωμα νεύρων» εκατέρωθεν, θα διατηρηθεί και μέχρι την ακόμη πιο κρίσιμη συνάντηση του Αλέξη Τσίπρα με την Άνγκελα Μέρκελ στο Βερολίνο την Δευτέρα.  Όλα αυτά, φυσικά, εκτός απροόπτου, πχ την επίτευξη κάποιας σημαντικής προόδου στην πενταμερή, η οποία θα αλλάξει ριζικά τις διαθέσεις.

Παρά τα όσα μπορεί κανείς να καταλογίσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στην ελληνική πλευρά, γεγονός είναι ότι την ένταση και την αβεβαιότητα έχουν καλλιεργήσει αντιδράσεις και δηλώσεις και από την πλευρά των δανειστών και των ευρωπαϊκών θεσμών. Ίσως το χαρακτηριστικότερο πιο πρόσφατο παράδειγμα να είναι η στάση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των εκπροσώπων της.

Λίγες μόλις ώρες μετά την επιστολή – «βόμβα» του Ντένκλαν Κοστέλο, του εκπροσώπου της Επιτροπής στην αντιπροσωπεία των θεσμών, στην οποία, πρακτικώς, εμφανιζόταν η Κομισιόν να θέτει «βέτο» στην προώθηση των νομοσχεδίων για την ανθρωπιστική κρίση και για την ρύθμιση των 100 δόσεων, τα οποία χαρακτηρίζονταν «μονομερείς ενέργειες» εκτός του πλαισίου που έχει τεθεί από την συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου, εμφανίστηκε ο Επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων, Πιερ Μοσκοβισί, να διαβεβαιώσει ότι «φυσικά και δεν τίθεται βέτο από την Επιτροπή» σε αυτά τα νομοσχέδια.

«Υποστηρίζουμε το στόχο να βοηθηθούν οι πιο ευάλωτοι, αυτοί που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση. Δεν τίθεται με κανένα τρόπο θέμα άσκησης βέτο εκ μέρους μας για ένα νομοσχέδιο περί ανθρωπιστικής κρίσης το οποίο είναι αναγκαίο και που συζητήθηκε μεταξύ των κ.κ. Γιούνκερ και Τσίπρα» είπε ο Μοσκοβισί, «αδειάζοντας» ευγενικά τον κ. Κοστέλο, ο οποίος, όμως, όπως είπε, είναι «εξαίρετος» και «χαίρει της άκρας εμπιστοσύνης του».

Και η «παράνοια» συνεχίζεται με τον ίδιο τον Μοσκοβισί. Ο οποίος την ώρα που δηλώνει ότι η Ευρωζώνη δεν προτίθεται να κρατήσει την Ελλάδα στο ευρώ με «κάθε τίμημα», ταυτόχρονα υποστηρίζει ότι μια έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα είχε τεράστιο κόστος και για την Ευρωζώνη και για την ΕΕ, και σε οικονομικό αλλά κυρίως σε πολιτικό επίπεδο. Κόστος που εκτιμά ότι δεν μπορεί αυτήν την στιγμή να υπολογιστεί.

Και το ερώτημα που προκύπτει είναι τελικά τι έχει σκεφτεί η Ευρωζώνη τι είναι διατεθειμένη να κάνει και πως; Ή μήπως όλες αυτές οι αντιφατικές δηλώσεις, αλλά και απειλητικές ενίοτε, όπως οι νέες παρεμβάσεις του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, περί «χρόνου που τελειώνει για την Ελλάδα», εντάσσονται σε μια τακτική διαπραγμάτευσης εκ μέρους των δανειστών που στοχεύει στην άσκηση ακόμη μεγαλύτερης πίεσης και στη δημιουργία ακόμη μεγαλύτερης σύγχυσης στην ελληνική κυβέρνηση; Στο πλαίσιο αυτής της διαπραγμάτευσης, ο κ. Σόιμπλε έχει αναλάβει τον ρόλο του «κακού» (όπως πχ ο κ. Κοστέλο) και ο κ. Γιούνκερ ή πχ η κ. Μέρκελ το ρόλο του «καλού»;

Αυτό το κλίμα, των «σπασμένων νεύρων», δεν ευνοεί σε καμία περίπτωση την πραγματοποίηση διαπραγμάτευσης, και ιδιαίτερα μιας δύσκολης διαπραγμάτευσης, επί της ουσίας, όπου οι απόψεις που κατατίθενται φαίνεται να απέχουν πολύ, και τα βήματα που θα πρέπει να γίνουν για να επιτευχθεί συμβιβασμός μεγάλα.