«Οι υπουργοί, οι βουλευτές, τα πολιτικά πρόσωπα της ΝΔ δεν μπορούν να σιωπήσουν και να το συγκαλύψουν»
«Ο κ. Μητσοτάκης γνώριζε για τις παρακολουθήσεις. Από την πρώτη στιγμή επέλεξε να θέσει την ΕΥΠ υπό τον απόλυτο έλεγχό του. Άλλαξε τον νόμο για να τοποθετήσει επικεφαλής της δικό του άνθρωπο, διότι δεν πληρούσε τα τυπικά προσόντα. Άλλαξε τον νόμο για να μην μπορεί να πληροφορηθεί κανένας πολίτης ότι παρακολουθείται. Τώρα είναι αστείο να επικαλείται πως δεν γνώριζε. Αυτό δεν μπορεί κανείς, με οποιονδήποτε τρόπο, να το πιστέψει», δήλωσε η Έφη Αχτσιόγλου.
Δεν μπορεί να κρύβεται
«Ο πρωθυπουργός δεν μπορεί να κρύβεται» πρόσθεσε η τομεάρχης Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ μιλώντας στο «Κόκκινο 105,5″ και συμπλήρωσε: «Η ευθύνη ανήκει στον ίδιο και πρέπει να απαντήσει. Γιατί διέταξε την παρακολούθηση του κ. Ανδρουλάκη και της ερευνητικής δημοσιογραφίας; Ποιους άλλους πολιτικούς και δημοσιογράφους παρακολουθούν; Έχει κάνει χρήση του predator η ελληνική κυβέρνηση;».
Η κα Αχτσιόγλου σημείωσε ότι «αποκαλύφθηκε ένα παρακράτος παρακολουθήσεων και υποκλοπών υπό τον κ. Μητσοτάκη. Οι υπουργοί, οι βουλευτές, τα πολιτικά πρόσωπα της ΝΔ δεν μπορούν να σιωπήσουν και να το συγκαλύψουν».
Τροφοδοτεί την αισχροκέρδεια
Αναφερόμενη στο πρόβλημα της ακρίβειας τόνισε ότι «η κυβέρνηση τροφοδοτεί διαρκώς την αισχροκέρδεια» και «λεηλατεί το εισόδημα των πολιτών», οι οποίοι «πληρώνουν το καρτέλ της ενέργειας απευθείας από την τσέπη τους με υπέρογκους λογαριασμούς και διά του Κρατικού Προϋπολογισμού με επιδοτήσεις».
Επισήμανε, παράλληλα, ότι «οι πολίτες πλήρωσαν στο 7μηνο περίπου 7 δισ. περισσότερα σε φόρους απ’ ό,τι πέρυσι», ενώ «η κυβέρνηση, αντί να βάλει πλαφόν στις τιμές και να μειώσει τους κρίσιμους φορολογικούς συντελεστές, το παίζει τιμητής και λέει ότι έχει δημοσιονομικό χώρο για επιδοτήσεις, όμως τον χώρο τον δημιούργησε με τα λεφτά που πληρώνουν οι πολίτες εξαιτίας της ακρίβειας».
Βλάβη του δημοσίου συμφέροντος
Τέλος, η κα Αχτσιόγλου χαρακτήρισε «εξαιρετικά σημαντική» τη δικαστική απόφαση που δικαιώνει τους εργαζόμενους των Λιπασμάτων Καβάλας, καθώς «δεν ακυρώνει απλώς τις ομαδικές απολύσεις που έγιναν με τον νόμο Χατζηδάκη, κρίνει και ότι από την πλευρά της εταιρείας υπήρχαν προσπάθειες βλάβης του δημοσίου συμφέροντος».