Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι η πρώτη «που εύχεται να ξεκινήσει τη χρηματοδότηση, (δια της μορφής της αποδοχής των ελληνικών ομολόγων ως εγγυήσεων) υπό την προϋπόθεση ότι οι όροι είναι στη θέση τους και οι όροι είναι να υπάρξει γρήγορα μια διαδικασία που θα δείχνει ότι προχωρά η επιτυχημένη ολοκλήρωση του προγράμματος και είναι βέβαιο ότι θα καλωσορίσουμε μια τέτοια εξέλιξη» δήλωνε μετά το πέρας της διήμερης συνόδου κορυφής της ΕΚΤ στην Λευκωσία ο Διοικητής της Μάριο Ντράγκι, δίνοντας έτσι τέλος στην όποια αισιοδοξία υπήρχε ότι θα μπορούσε να υπάρξει χρηματοδοτική ανάσα άμεσα.
Ο κ. Ντράγκι επέμεινε με έμφαση ότι η ΕΚΤ για να επαναφέρει την ομαλή χρηματοδότηση χρειάζεται μια απόφαση συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Υπουργών Οικονομικών και παράλληλα επισήμανε ότι οι ελληνικές τράπεζες παραμένουν αξιόχρεες με το Tαμείο Xρηματοπιστωτικής Σταθερότητας να αποτελεί τον εγγυητή για την κάλυψη αναγκών που ενδεχομένως να προκύψουν. Επίσης, ο πρόεδρος της ΕΚΤ υπογράμμισε δυο φορές τη σημασία της εξόδου στις αγορές σε συνάρτηση με την ομαλή επαναχρηματοδότηση από την ΕΚΤ.
Υπεραμυνόμενος της στάσης της ΕΚΤ, ο Μάριο Ντράγκι τόνισε ότι «το τελευταίο που μπορεί να πει κανείς είναι ότι η ΕΚΤ δεν βοηθά την Ελλάδα». Ξεκαθάρισε ότι η ΕΚΤ δεν είναι «πολιτικό ίδρυμα» και λειτουργεί με κανόνες και απαντώντας σε ερώτηση για την αύξηση του ορίου έκδοσης εντόκων γραμματίων αρκέστηκε στο να σημειώσει ότι «οι ευρωπαϊκοί κανόνες απαγορεύουν την έμμεση ή άμεση χρηματοδότηση ενός κράτους», παραπέμποντας στο άρθρο 123 του καταστατικού.
Και υπογράμμισε ότι η ΕΚΤ δεν μπορεί μέχρι τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο να προχωρήσει σε αγορές ελληνικών τίτλων στο πλαίσιο του προγράμματος QE, δεδομένου εκτός των άλλων ότι ήδη οι τίτλοι που κατέχει υπερβαίνουν το όριο που τέθηκε ανά εκδότη (33%) και έτσι θα πρέπει πρώτα να γίνουν αποπληρωμές και μετά αγορές.
Οι δηλώσεις αυτές του κ. Ντράγκι, τα απανωτά «όχι» όπως χαρακτηρίστηκαν από πολλά ΜΜΕ, προϊδεάζουν για ένα μάλλον βαρύ κλίμα ενόψει του κρίσιμου Eurogroup της Δευτέρας. Η ελληνική πλευρά δεν έκρυψε τη δυσφορία της. Ενδεικτικές είναι οι δηλώσεις του Αντιπροέδρου της κυβέρνησης Γιάννη Δραγασάκη, ο οποίος μιλώντας στο βραδινό δελτίο ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού ANT1, υπογράμμισε ότι στις αποφάσεις της ΕΚΤ «δεν αντανακλάται πλήρως η συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου».
Ο κ. Δραγασάκης σημείωσε ότι τον τελευταίο καιρό η ΕΚΤ ζητούσε να υπάρξει μία συμφωνία, η οποία επιτεύχθηκε στις 20 Φεβρουαρίου. Εντούτοις -πρόσθεσε- στη σημερινή απόφαση της ΕΚΤ δεν ενσωματώθηκε ακόμη η συμφωνία του Eurogroup ίσως, εκτίμησε, επειδή βρισκόμαστε στο στάδιο της εξειδίκευσης της συμφωνίας και «ενδεχομένως η ΕΚΤ να περιμένει πρώτα το Eurogroup της Δευτέρας για να ενεργήσει». Όσον αφορά στις προϋποθέσεις και συνθήκες, στις οποίες αναφέρθηκε ο Ντράγκι, ο Γιάννης Δραγασάκης ξεκαθάρισε ότι η 5η αξιολόγηση έχει τελειώσει και ότι ο Υπουργός Οικονομικών θα πάει με επεξεργασμένες, συγκεκριμένες και κοστολογημένες προτάσεις μεταρρυθμίσεων στο Eurogroup της Δευτέρας.
Ο Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης χαρακτήρισε «βάση για να πάμε προς τα εμπρός» την συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου και τόνισε ότι η ελληνική πλευρά τιμά την συμφωνία και περιμένει να κάνουν το ίδιο και οι εταίροι, αναρωτώμενος γιατί οι θεσμοί έχουν διαφορετική μεταχείριση απέναντι στην Αθήνα από ό,τι στο παρελθόν. Διέψευσε κατηγορηματικά ότι έχει συζητηθεί το ενδεχόμενο τρίτου πακέτου στήριξης στην Ελλάδα και παραδέχτηκε ότι υπάρχει πρόβλημα ρευστότητας αλλά όχι τόσο οξύ όσο παρουσιάζεται.
Το κλίμα χρηματοδοτικής ασφυξίας και πιέσεων προς την ελληνική κυβέρνηση συμπλήρωσαν και οι δηλώσεις του επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) Κλάους Ρέγκλινγκ, ο οποίος σε συνέντευξη που παραχώρησε στην γερμανική εφημερίδα Handelsblatt, προειδοποίησε ότι αν η κυβέρνηση εφαρμόσει σειρά μέτρων που έχει εξαγγείλει, όπως πχ η αύξηση του κατώτατου μισθού, υποσκάπτουν την ανταγωνιστικότητα της χώρας και επαναφέρουν στο προσκήνιο τα ελλείμματα.