Πρ. Παυλόπουλος: «Η πανδημία του Covid-19 ήλθε ν’ ανακόψει τον εφησυχασμό ως προς την ''επάρκεια'' του Κοινωνικού Κράτους»
Ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Επίτιμος Καθηγητής του ΕΚΠΑ, κ. Προκόπης Παυλόπουλος, νωρίτερα σήμερα, μίλησε σε Διεθνές Συνέδριο στο πλαίσιο της Ελληνικής Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρώπης, το οποίο διοργανώθηκε από το Υπουργείο Εξωτερικών, την Περιφέρεια Αττικής και τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Δημοσίου Δικαίου με θέμα: «Το Κοινωνικό Κράτος σε κρίση. Ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποδυνάμωσης της Δημόσιας Υπηρεσίας στο πλαίσιο της σύγχρονης βαθιάς κοινωνικοοικονομικής κρίσης».
Ο κ. Προκόπης Παυλόπουλος κατά τη διάρκεια του Διεθνούς Συνεδρίου, μεταξύ άλλων, ανέφερε και τα εξής:
«Αποτελεί γεγονός αναμφισβήτητο το ότι μέσα στο πλαίσιο της σύγχρονης, πολύπλευρης και πολυσήμαντης, βαθιάς κοινωνικοοικονομικής κρίσης το Κράτος και οι υπηρεσίες του -άρα η Δημόσια Υπηρεσία εν γένει- διέρχονται μια περίοδο αντίστοιχης κρίσης. Μιας κρίσης που εκδηλώνεται, κατά κύριο λόγο, με την μορφή της αδυναμίας του Κράτους -άρα της Δημόσιας Υπηρεσίας, ως «πυρήνα» της όλης δομής και λειτουργίας του- ν’ ανταποκριθεί στις απαιτήσεις εξυπηρέτησης του Δημόσιου Συμφέροντος, όπως τούτο διαμορφώνεται ως θεμελιώδης στόχος της δράσης των lato sensu κρατικών οργάνων στο πεδίο της Φιλελεύθερης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.
Η ως άνω κρίση του Κράτους και της Δημόσιας Υπηρεσίας, κατ’ εξοχήν μέσα στην δίνη που έχει προκαλέσει η πανδημία του Covid-19, παρατηρείται -φυσικά με τις κατά περίπτωση αναπόφευκτες διαφοροποιήσεις- και σε όλα τα Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόκειται για πρωτόγνωρο φαινόμενο από την εποχή της πρωτόλειας θεμελίωσης του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, λίγο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πραγματικά ουδέποτε η Ευρωπαϊκή Ένωση, από τις απαρχές της ακόμη, γνώρισε μια τέτοια κρίση του Κράτους και της Δημόσιας Υπηρεσίας, με τις συνακόλουθες συνέπειες αναφορικά με την σταδιακή απομείωση της εμπιστοσύνης της Κοινωνίας των Πολιτών έναντι της Πολιτικής Κοινωνίας. Γεγονός το οποίο, οπωσδήποτε, έχει καταλυτικές συνέπειες για το κύρος, θεσμικό και πολιτικό, όχι μόνον των Κρατών-Μελών αλλά και αυτής της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο «γνήσιος» Φιλελευθερισμός δεν αρκείται στην κατοχύρωση της ακώλυτης άσκησης των δικαιωμάτων
Τον «σκοτεινό» αυτό ορίζοντα ως προς την αξιοπιστία του Κράτους και της Δημόσιας Υπηρεσίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβαρύνουν, ακόμη περισσότερο, οι δυσοίωνες προοπτικές για το Κοινωνικό Κράτος, όπως τις διαγράφει η συνολική του πορεία, από την θεσμική και πολιτική εμπέδωσή του ως σήμερα. Μια πορεία, η οποία συμπυκνώνεται στις δύο -βεβαίως σε γενικές γραμμές και λαμβάνοντας υπόψη τα βασικά χαρακτηριστικά τους και όχι τις επιμέρους διακυμάνσεις τους- φάσεις της όλης εξέλιξής τους. Ήτοι τις φάσεις που σηματοδοτούν την «άνοδο» και την «πτώση» του Κοινωνικού Κράτους. Ίσως δε αυτή η «ταραγμένη» διαδρομή του Κοινωνικού Κράτους είναι εκείνη, η οποία μπορεί να περιγράψει, με ιδιαιτέρως αποκαλυπτικό τρόπο, και τις αντίστοιχες διακυμάνσεις της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, κατ’ εξοχήν σε ό,τι αφορά τον φιλελεύθερο χαρακτήρα της. Και τούτο, διότι ο «γνήσιος» Φιλελευθερισμός δεν αρκείται στην κατοχύρωση της ακώλυτης άσκησης των δικαιωμάτων αλλά θέτει και τις βάσεις για την εγγύηση των απαραίτητων προϋποθέσεων διασφάλισης όρων ισότητας στην αφετηρία, κατά την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών.
Ύστερα από την ραγδαία άνοδο του Κοινωνικού Κράτους άρχισε η φθίνουσα πορεία του
Το Κοινωνικό Κράτος στην Ευρώπη οργανώθηκε και θεσμοθετήθηκε -και σε συνταγματικό επίπεδο – κυρίως μετά το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ως «απάντηση» στα ερείπια που άφησε πίσω του Πόλεμος αυτός. Η άνοδός του κορυφώθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν αναπτύχθηκαν σταδιακώς τα κοινωνικά δικαιώματα και εμπεδώθηκε το Κοινωνικό Κράτος, μέσ’ από διατάξεις όχι μόνο του εσωτερικού δικαίου αλλά και του Διεθνούς, κατ’ εξοχήν δε του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Ύστερα από την ραγδαία άνοδο του Κοινωνικού Κράτους άρχισε η φθίνουσα πορεία του, ιδίως μετά το 1990. Η βασική αιτία της «πτώσης» του Κοινωνικού Κράτους πρέπει ν’ αναζητηθεί στο ότι όσο υπήρχε η ΕΣΣΔ -επομένως, όσο υπήρχε ο φόβος της σύγκρισης μ’ εκείνη και τους «δορυφόρους» της ως προς την κοινωνική ευαισθησία και την διεύρυνση των οικονομικών ανισοτήτων- η Δύση, και πρώτη η Ευρωπαϊκή Ένωση, στήριζαν αναφανδόν το οικοδόμημα του Κοινωνικού Κράτους και την θεσμική θωράκιση αλλά και την αποτελεσματική άσκηση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Πολλές φορές μάλιστα αναδείκνυαν, όχι δίχως κάποια έπαρση, την υπεροχή αυτού του Κοινωνικού Κράτους έναντι εκείνου του κομμουνιστικού συστήματος διακυβέρνησης, ιδίως από το σημείο όπου η ΕΣΣΔ -και όσα κράτη εφάρμοζαν το ίδιο πολιτικό σύστημα- άρχισαν ν’ αντιμετωπίζουν, μέσα στην δίνη του ανταγωνισμού στο πλαίσιο της διευρυνόμενης Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης, μεγάλα οικονομικά προβλήματα και ανάλογη αδυναμία στήριξης των παραδοσιακών τους κοινωνικών δομών. Μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, ήτοι μετά το 1990, η Δύση, και πρωτίστως η Ευρωπαϊκή Ένωση, έζησαν την ψευδαίσθηση του «τέλους των Ιδεολογιών», μέσ’ από την αντίστοιχη, παρακολουθηματική, ψευδαίσθηση της πλήρους επικράτησης, σε παγκόσμιο επίπεδο, του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος υπό συνθήκες δημοκρατικής διακυβέρνησης στην βάση του προτύπου της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Και, μάλιστα, υπό την επήρεια του ακραίως νεοφιλελεύθερου «δόγματος» της «αυτορρύθμισης» της οικονομίας και της γενικευμένης απομείωσης του κρατικού παρεμβατισμού.
Η πανδημία του Covid-19 ήλθε ν’ ανακόψει τον εφησυχασμό ως προς την «επάρκεια» του Κοινωνικού Κράτους
Η πανδημία του Covid-19 ήλθε ν’ ανακόψει τον εφησυχασμό ως προς την «επάρκεια» του Κοινωνικού Κράτους και ν’ αναδείξει, όλως αντιθέτως, την ανεπάρκειά του ιδίως εντός των ορίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Κρατών-Μελών της, πολλά από τα οποία θεώρησαν ότι είχαν φθάσει σε τέτοιο επίπεδο ανάπτυξης και ευημερίας, ώστε οι δομές του Κοινωνικού Κράτους και το καθεστώς άσκησης των κοινωνικών δικαιωμάτων ανταποκρίνεται πλήρως στις απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας και του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. Όμως, είναι αναγκαίο να σταθούμε λίγο πιο συγκεκριμένα στο ποια είναι η αλήθεια για το Κοινωνικό Κράτος, την οποία έφερε στο φως -και σε όλο της το τραγικό «μεγαλείο»- η πανδημία του Covid-19. Γιατί όσο πιο ωμά και ολοκληρωμένα εμφανίζεται η αλήθεια αυτή, τόσο περισσότερο θα συνειδητοποιήσουμε τις ευθύνες μας και, επίσης, τόσο περισσότερο θα επιτρέψουμε στις ενοχές μας να γίνουν όχι τόσο τιμωροί αλλά καθοδηγητές του τι είναι εκείνο, το οποίο πρέπει, με κάθε θυσία, ν’ αποτρέψουμε στο μέλλον ως προς το Κοινωνικό Κράτος. Και τούτο προκειμένου να μην θρηνούμε, ως «άγγελοι επί τάφου σαλπίζοντες», την αναπότρεπτη «εκδημία» της αξίας του Ανθρώπου και το μοιραίο τέλος της Αλληλεγγύης και της κοινωνικής συνοχής. Όπως ήδη εκτέθηκε, η πρώτη αρνητική έκπληξη ως προς το «έλλειμμα» του Κοινωνικού Κράτους μετά την ραγδαία εξάπλωση της πανδημίας – αρνητική έκπληξη που έφθασε στα όρια της απόλυτης απόγνωσης και του πανικού στις ιδιαίτερα πληττόμενες Χώρες, και μάλιστα στις πιο προηγμένες οικονομικώς από αυτές- αφορούσε το Σύστημα Υγείας, το οποίο βρίσκεται υπό κρατικό έλεγχο και διαχείριση, έτσι ώστε ν’ ανταποκρίνεται στις ανάγκες ιδίως των οικονομικώς και κοινωνικώς ασθενέστερων.
Ενόψει του ότι το Συνέδριο αυτό οργανώνεται στο πλαίσιο της Ελληνικής Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρώπης, ολοκληρώνω την ομιλία μου με μιαν επισήμανση που είναι, ταυτοχρόνως, και ευχή: Ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης ο οποίος, όπως προεκτέθηκε, συμπληρώνει, στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με πλειάδα κοινωνικών δικαιωμάτων πρέπει, επιτέλους, ν’ αποκτήσει πλήρη κανονιστική ισχύ. Να καταστεί δηλαδή πλήρης «lex perfecta», ιδίως μέσω της θέσπισης των απαραίτητων κυρωτικών μηχανισμών σε περίπτωση παραβίασής του από τα Κράτη-Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης. «Οδηγός» προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει ν’ αναδειχθεί η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ας μην ξεχνάμε ότι η σύγχρονη δεινή κρίση του Κοινωνικού Κράτους, στο μέτρο που πλήττει ευθέως την αξία του Ανθρώπου και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, είναι, αυτοθρόως, κρίση της Δημοκρατίας μας και του Πολιτισμού μας».