Η κυβέρνηση (για άλλη μία φορά, όπως και το 2015), διάλεξε να βάλει μπροστά το κομματικό συμφέρον, επιλέγοντας πολιτικές που ενδεχομένως να την οδηγήσουν σε μείωση της συντριβής στις επικείμενες εκλογές, με αντάλλαγμα την αύξηση του κόστους δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου, ένα γεγονός που έχει σημαντικές αρνητικές συνέπειες όχι μόνον για το ελληνικό Δημόσιο αλλά και για το σύνολο των εγχώριων επιχειρήσεων».
Η φράση αυτή -αρμόδιου αναλυτή διεθνούς Οίκου – χαρακτηρίζει τα μηνύματα που στέλνει η ελληνική κυβέρνηση στις διεθνείς αγορές, που όχι μόνο απορρίπτουν το “success story” του Αλέξη Τσίπρα, αλλά συνεχίζουν να στέλνουν σήμα κινδύνου για τη χώρα, την οποία θεωρούν ότι εξακολουθεί να βρίσκεται «εγκλωβισμένη» στη δίνη της αβεβαιότητας.
Η «Καθημερινή» (Ελευθερία Κούρταλη) ζήτησε από αναλυτές και οικονομολόγους διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων να ερμηνεύσουν γιατί το ελληνικό Χρηματιστήριο και τα ελληνικά ομόλογα να βρίσκονται εδώ και μήνες σε έναν έντονο κλοιό πιέσεων. Σύμφωνα με τις απαντήσεις που έλαβε, το διεθνές κλίμα και ειδικά η κρίση στην Ιταλία (που επικαλείται το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης) αποτελούν απλώς έναν από τους πολλούς παράγοντες που είναι «υπεύθυνοι» για την αδύναμη έως και απαξιωτική εικόνα των ελληνικών μετοχών και ομολόγων. Οι κύριες αιτίες είναι:
Η έλλειψη αναπτυξιακού σχεδίου και οι καθυστερήσεις στις μεταρρυθμίσεις
Η πολιτική παροχολογίας της ελληνικής κυβέρνησης.
Το πρόβλημα των κόκκινων δανείων των ελληνικών τραπεζών και οι ανησυχίες για την κεφαλαιακή τους επάρκεια.
Η κρίση αξιοπιστίας, που ακόμη βαραίνει το επενδυτικό κλίμα
«To κομματικό συμφέρον uber alles»
Η παροχολογία από πλευράς ελληνικής κυβέρνησης έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην επιφυλακτική έως και αρνητική στάση που τηρούν οι ξένοι επενδυτές απέναντι στα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία. «Το 10ετές ελληνικό ομόλογο συνεχίζει να παραμένει σε απαγορευτικά επίπεδα, προφανώς γιατί πέρα από την επίδραση του ιταλικού πυρετού, δεν αρέσουν στις ομολογιακές αγορές η εντεινόμενη παροχολογία, η εκλογολογία και η αναβολή ή ακύρωση νομοθετημάτων με μακροπρόθεσμο μακροοικονομικό αντίκτυπο», όπως σημειώνει ο Λουκάς Παπαϊωάννου, οικονομολόγος της Fast Finance.
«Υπάρχει μία σωρεία λανθασμένων τακτικών, οι οποίες φυσικά ενδεχομένως να βοηθούν πολιτικά το κυβερνών κόμμα στις επόμενες εκλογές, όμως κάνουν πολύ κακό στην οικονομία: Η μη τήρηση της συμφωνίας σχετικά με την περικοπή των συντάξεων –έστω και αν εγκρίθηκε από τους θεσμούς– έχει πλήξει την (όποια) αξιοπιστία της χώρας, η οποία για πολλοστή φορά δείχνει να μην τηρεί τα συμφωνηθέντα, ενώ δίνει την εντύπωση πως προσπαθεί να κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου να αναβάλει τις όποιες δύσκολες αλλά εξαιρετικά απαραίτητες μεταρρυθμίσεις.
Επιπρόσθετα, για άλλη μία φορά βλέπουμε και με αφορμή τον προϋπολογισμό του 2019, τη συνεχιζόμενη προτίμηση στις παροχές έναντι των επενδύσεων, ενώ όποιο παράθυρο νέων προσλήψεων εμφανίζεται, χρησιμοποιείται αγνοώντας τις αρνητικές συνέπειες για την οικονομία», σημειώνει χαρακτηριστικά αναλυτής μεγάλης βρετανικής τράπεζας.
Δεν,,,αγοράζουν οι επενδυτές
Οπως προσθέτει, «η κυβέρνηση (για άλλη μία φορά, όπως και το 2015), διάλεξε να βάλει μπροστά το κομματικό συμφέρον, επιλέγοντας πολιτικές που ενδεχομένως να την οδηγήσουν σε μείωση της συντριβής στις επικείμενες εκλογές, με αντάλλαγμα την αύξηση του κόστους δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου, ένα γεγονός που έχει σημαντικές αρνητικές συνέπειες όχι μόνον για το ελληνικό Δημόσιο αλλά και για το σύνολο των εγχώριων επιχειρήσεων. Οι επενδυτές είναι πολύ λογικό λοιπόν να μην αγοράζουν το ελληνικό “success story”, διότι… αυτό (ακόμα και μετά 8 χρόνια κρίσης) αγνοείται».
«Μετά το τέλος του προγράμματος, η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων επιβραδύνθηκε και οι επενδυτές δεν περιμένουν πολλά να αλλάξουν πριν από τις εκλογές του επόμενου έτους. Η ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας παραμένει πολύ αδύναμη, παρά το γεγονός ότι έχει χαθεί το ένα τέταρτο του ΑΕΠ κατά τη διάρκεια της κρίσης. Χωρίς διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, οι μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας δεν μπορούν να βελτιωθούν», σημειώνει στην «Κ» ο Αθανάσιος Βαμβακίδης, επικεφαλής επενδύσεων συναλλάγματος στην Ευρώπη της Bank of America Merrill Lynch.