Σειρά από πολιτικές νάρκες, στα πεδία της οικονομίας, της δημόσιας διοίκησης και των θεσμών, τοποθετεί ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας στην επόμενη κυβέρνηση, καθώς εδραιώνεται η πεποίθηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι δεύτερο κόμμα στις προσεχείς εκλογές, είτε αυτές πραγματοποιηθούν τον Μάιο είτε σε άλλο χρόνο.
Βασικός στόχος του Μαξίμου είναι, ενόψει της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης, να συγκεντρώσει ποσοστά στην περιοχή του 25%, οπότε να καταστεί κυρίαρχος πόλος στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Και παράλληλα, να αποτρέψει την αυτοδυναμία του προέδρου της Ν.Δ. Κυριάκου Μητσοτάκη. Εάν αυτό επιτευχθεί, θεωρείται πολύ πιθανή η συνεργασία μεταξύ Ν.Δ. και ΚΙΝΑΛ, οπότε ο ΣΥΡΙΖΑ θα μονοπωλήσει, επί της ουσίας, τον χώρο της αντιπολίτευσης, έχοντας αφήσει στην επόμενη κυβέρνηση ένα «υπονομευμένο» πολιτικό περιβάλλον.
Ειδικότερα, στην οικονομία, στον απόηχο των εξαγγελιών του κ. Τσίπρα από το βήμα της ΔΕΘ, η επόμενη κυβέρνηση θα κληθεί να διαχειριστεί:
Πρώτον, τα μέτρα που έχει ήδη νομοθετήσει η κυβέρνηση για περικοπή των συντάξεων και μείωση του αφορολογήτου από το 2020. Ακόμη και εάν ο κ. Τσίπρας επιτύχει, μέσω της διαπραγμάτευσης με τους εκπροσώπους των δανειστών, την αναστολή της περικοπής των συντάξεων τον Ιανουάριο του 2019, αποτελεί ερώτημα εάν θα υπάρχει η δυνατότητα αυτή να επεκταθεί και για τα επόμενα χρόνια. Επίσης, είναι ζητούμενο κατά πόσον θα μπορεί να συνεχιστεί ένα καθεστώς συντάξεων «δύο ταχυτήτων», όπως συμβαίνει τώρα με τη λεγόμενη προσωπική διαφορά.
Παράλληλα, ακόμη και εάν γίνει δεκτό από τους εταίρους το αίτημα να μη μειωθούν οι συντάξεις, για τη μείωση του αφορολογήτου προεξοφλείται πως θα υπάρξει απόλυτη επιμονή, καθώς θεωρείται κομβικό διαρθρωτικό μέτρο λόγω της εκτεταμένης φοροδιαφυγής στην Ελλάδα και θα πρέπει να εφαρμοστεί από την επόμενη κυβέρνηση τον Ιανουάριο του 2020.
Δεύτερον, τη σχεδιαζόμενη από το Μαξίμου προνομοθέτηση των παροχών που θα εξαγγείλει ο κ. Τσίπρας, με βάση τα υπερπλεονάσματα μέχρι το 2022. Πρόκειται για ένα ποσόν της τάξης των 3,7 δισ. ευρώ. Μάλιστα, όπως αναφέρουν στελέχη της αντιπολίτευσης, εάν δεν περικοπούν οι συντάξεις και δοθούν τα αναδρομικά στα ειδικά μισθολόγια, το «πακέτο» Τσίπρα θα προσεγγίσει τα 7 δισ. ευρώ. Είναι προφανές πως η προνομοθέτηση των μέτρων δεν είναι μόνο ένα προεκλογικό όπλο. Ο ΣΥΡΙΖΑ επενδύει, πρωτίστως, στο ενδεχόμενο πολιτικό κόστος που θα έχει ο κ. Μητσοτάκης ως πρωθυπουργός, εάν ακυρώσει τις παροχές Τσίπρα προκειμένου να αλλάξει το μείγμα πολιτικής.
Τρίτον, την άρνηση του κ. Τσίπρα να συμφωνήσει σε προληπτική γραμμή στήριξης μετά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος, αλλά και τη χαμηλή πτήση στην οποία έχει οδηγήσει την οικονομία η υπερφορολόγηση των τελευταίων ετών, καθώς και η συμφωνία για πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% κατά τα επόμενα χρόνια.
Απαγορευτικά επιτόκια
Ως γνωστόν, τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων είναι επί του παρόντος απαγορευτικά και είναι άγνωστο εάν θα αποκλιμακωθούν εν μέσω μιας μακράς και με πρωτόγνωρη οξύτητα προεκλογικής περιόδου, όπως τη σχεδιάζει το Μαξίμου. Επίσης, οι ρυθμοί ανάπτυξης παραμένουν ισχνοί, ενώ ακόμη και εάν ο κ. Μητσοτάκης επιτύχει τον διακηρυγμένο στόχο του, για προσέλκυση μεγάλων επενδύσεων, ο χρόνος «ωρίμανσης» ώστε τα οφέλη να διαχυθούν στην πραγματική οικονομία εκ των πραγμάτων δεν θα είναι σύντομος.
Παράληλα, όμως, στον δρόμο προς την αντιπολίτευση, ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να αφήσει ισχυρό αποτύπωμα στο κράτος και στους θεσμούς. Τον επόμενο μήνα, με την επανέναρξη των εργασιών της Ολομέλειας της Βουλής, θα κατατεθεί η πρόταση για την αναθεώρηση του Συντάγματος.
Ετσι, η επόμενη κυβέρνηση δεν θα είναι σε θέση να προτείνει ως αναθεωρητέα εμβληματικά άρθρα, όπως για παράδειγμα την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων. Επίσης, η αποχώρηση του κ. Κοντονή λέγεται πως σχετίζεται με αλλαγές στη Δικαιοσύνη, με «βάθος» πέραν της θητείας της παρούσας κυβέρνησης.
Τέλος, εμφανής είναι η πολιτική στόχευση της επιλογής του κ. Τσίπρα για γραμματείς στα υπουργεία με τετραετή θητεία, ώστε να υπάρχουν «θύλακοι» του ΣΥΡΙΖΑ στο κράτος και μετά τις επόμενες εκλογές. Στην ίδια κατεύθυνση, εξάλλου, υιοθετήθηκε η απλή αναλογική για τις επερχόμενες εκλογές στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, ώστε το κυβερνών κόμμα να έχει λόγο στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων, παρότι οι δυνάμεις του στον συγκεκριμένο χώρο είναι ισχνές.
Κωστής Παπαδιόχος, Η Καθημερινή