Η ελληνική Κυβέρνηση αναζητά "σωσίβιο" στην αμερικανική παρέμβαση και το Foreign Affairs αναλύει: Λιτότητα έναντι Δημοκρατίας στην Ελλάδα

Ίσως είναι παράξενο να χρησιμοποιεί κανείς μια ρωμαϊκή μεταφορά για να περιγράψει ένα ελληνικό πολιτικό γεγονός, αλλά είναι ταιριαστό. Όπως ο Ιούλιος Καίσαρας πέρασε τον ποταμό Ρουβίκωνα επειδή μπορούσε, παρά τις προειδοποιήσεις της Συγκλήτου να μην το κάνει, έτσι και ο Αλέξης Τσίπρας, ηγέτης του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ, που τάσσεται κατά της λιτότητας, αποφάσισε να προσπαθήσει να δώσει τέλος στην πολιτική λιτότητας στην Ελλάδα, παρά τις δηλώσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων να μην το πράξει. Το αν ο Τσίπρας θα πετύχει παραμένει αβέβαιο, αλλά ό,τι και να γίνει, η νίκη του αντιπροσωπεύει μια κομβική στιγμή για την Ευρώπη – ένα σημάδι ότι ο χρόνος έχει τελειώσει για τις πολιτικές λιτότητας.

Αυτό σημειώνουν σε άρθρο τους για τις εξελίξεις στην Ελλάδα οι Μαρκ Μπλυθ και Κορνέλ Μπαν το οποίο φιλοξενείται στο περιοδικό Foreign Affairs, που εκδίδει το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων του Στέητ Ντιπάρτμεντ και εκτιμάται το αντανακλά σε μεγάλο βαθμό τις διαθέσεις και τις αναλύσεις της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.

Άλλωστε ο Πρόεδρος Ομπάμα τάσσεται κατά της λιτότητας και υπέρ της ανάπτυξης στην Ευρώπη και τη θέση αυτού την υπογραμμίζει με δημόσιες δηλώσεις του, τονίζοντας ότι οι ΗΠΑ είναι πρόθυμες να στηρίζουν κάθε αναπτυξιακή προσπάθεια που θα βγάλει από το τέλμα της ύφεσης τη γηραιά Ήπειρο.

Αυτά επανέλαβε και ο αμερικανός Υπουργός Οικονομικών στον Γιάννη Βαρουφάκη, κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής επικοινωνίας τους το Σάββατο 31 Ιανουαρίου, όταν ο έλληνας Υπουργός Οικονομικών ζήτησε εκ μέρους της ελληνικής Κυβέρνησης τη στήριξη και τη διαμεσολάβηση της Αμερικής στις διαπραγματεύσεις της Ελλάδας με τους ευρωπαίους εταίρους της για το ελληνικό πρόγραμμα που, κατά την ελληνική Κυβέρνηση, παράγει διαρκώς περισσότερη λιτότητα.

Αυτή η οπτική, που αντιπροσωπεύει την επίσημη αμερικανική θέση, αντανακλάται και στο άρθρο του περιοδικού Foreign Affairs, όπου αναφέρεται:

Ένας «Τσίπρας» έπρεπε κάποια στιγμή να συμβεί κάπου, επειδή δεν μπορεί κανείς επ’ αόριστον να ζητά από τον κόσμο να ψηφίζει για την φτωχοποίησή του σήμερα στη βάση υποσχέσεων ενός καλύτερου αύριο που δεν έρχεται ποτέ. Αν η ψήφος για την φτωχοποίηση φέρνει πάντα και συνέχεια μόνο φτωχοποίηση κάποια στιγμή ο κόσμος θα πάψει να την ψηφίζει. Και αυτό το «κάποια στιγμή» εξαρτάται από το πότε θα εξαντληθούν και τα τελευταία χρήματα του κόσμου.

Στην ελληνική περίπτωση, οι υποστηρικτές του κατεστημένου κόμματος της Νέας Δημοκρατίας και των πολιτικών λιτότητας συνιστούν το ένα τέταρτο του εκλογικού σώματος, το οποίο εξακολουθεί να έχει περιουσιακά στοιχεία (συντάξεις, μετρητά και χαρτοφυλάκια) μετά από πέντε χρόνια ύφεσης και οι οποίοι θέλουν να διατηρήσουν αυτό που έχουν.

Το 36% που ψήφισε υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ είναι νέοι, χωρίς περιουσιακά στοιχεία και άνεργοι – κόσμος που είτε έχασε αυτά που κάποτε είχε είτε δεν είχε ποτέ πολλά να χάσει. Το 1,9% της οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας πέρυσι δεν σημαίνει πρακτικά τίποτε σε μια κοινωνία που έχει χάσει περίπου το 30% του ΑΕΠ της σε λιγότερο από μισή δεκαετία. Με αυτό το ρυθμό, θα χρειαστεί, με βάση τις τελευταίες εκτιμήσεις, δύο γενιές η χώρα για να βγάλει το κεφάλι της πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.

Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ εμπεριέχει δύο μαθήματα για την υπόλοιπη Ευρώπη. Το πρώτο μάθημα είναι ότι κανένας πολίτης δεν ψηφίζει υπέρ μιας 15ετούς ύφεσης. Το δεύτερο είναι ότι δεν μπορείς να εφαρμόσεις ένα χρυσό κανόνα σε μια δημοκρατία. Είτε θα εγκαταλείψεις τον χρυσό κανόνα είτε θα εγκαταλείψεις τη δημοκρατία και αυτή είναι η επιλογή που η Ευρώπη θα κληθεί ν’ αντιμετωπίσει πιο σύντομα από όσο πιστεύει.

Το ευρώ είναι ο χρυσός κανόνας που προσποιείται, όμως, ότι δεν είναι. Η Ευρώπη έχει μια πληθώρα εθνικών κοινοβουλίων και ελεύθερων και δίκαιων εκλογών, όπως επίσης και ένα ευρωπαϊκό κοινοβούλιο και πολλούς θεσμούς με εκλεγμένη εξουσία που εκπροσωπεί τα συμφέροντα των πολιτών της. Παρόλα αυτά, όταν μια χώρα είναι μέλος της ευρωζώνης, ορισμένα πράγματα συμβαίνει να υπερσκελίζουν κάθε πιθανό δημοκρατικό έλεγχο.

Από την μία πλευρά, η πιστωτική της ιστορία ξαναγράφεται. Η Ελλάδα και η Ιταλία δανείζονται όπως η Γερμανία (με προβλέψιμα αποτελέσματα). Από την άλλη, όταν μια χώρα της ευρωζώνης πλήττεται από ένα οικονομικό σοκ, δεν μπορεί ν’ ανταποκριθεί δια μέσου μιας υποτίμησης ή εκτυπώνοντας χρήμα (πληθωρισμός). Θα πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στην χρεωκοπία, που δεν επιτρέπεται, και στην εξισορρόπηση των βιβλίων μέσα από μια αιώνια υποτίμηση (την λιτότητα). Και αν αυτό σημαίνει και μερικά συνταγματικά πραξικοπήματα που πρέπει να γίνουν στην καρδιά της δημοκρατίας για να προχωρήσουν οι πολιτικές, όπως έγινε στην Ιταλία και στην Ελλάδα το 2011, τι να κάνουμε.

Έτσι η λιτότητα γίνεται το μόνο παιχνίδι στην πόλη. Παρά το ότι μπορεί να ακούγεται λογικό για κάθε χώρα να είναι λιτή, όταν πολλές χώρες που μοιράζονται το ίδιο νόμισμα χωρίς κοινή δημοσιονομική πολιτική το κάνουν, το μόνο αποτέλεσμα μπορεί να είναι μια τεράστια συρρίκνωση του ΑΕΠ και μια αντίστοιχη αύξηση του χρέους, αυτό δηλαδή ακριβώς που έγινε στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια. Η ενίσχυση της καταναλωτικής και επενδυτικής εμπιστοσύνης που υποτίθεται ότι η λιτότητα θα έφερε δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα και η ευρωζώνη ως σύνολο γλίστρησε στην ύφεση και στη συνέχεια, στην περιφέρεια, στην κατάθλιψη και στον αποπληθωρισμό. Τώρα που όλα αυτά συνέβησαν, εντούτοις, οι πολιτικές διατήρησης του ευρώ άλλαξαν, και άλλαξαν εντελώς.

Μέχρι τώρα, η εμμονή όσων χαράζουν πολιτική στην ευρωζώνη να αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό τους οδήγησε σε μια μονόπλευρη κατανόηση της πολιτικής. Στην πραγματικότητα, η Ευρώπη δεν είχε κανένα πρόβλημα πληθωρισμού μέχρι τη δεκαετία του ’70. Αυτό που τώρα αντιμετωπίζει είναι αποπληθωρισμός και με δεδομένο ότι οι πολιτικές πληθωρισμού και αποπληθωρισμού είναι πολύ διαφορετικές, οι λάθος πολιτικές επιλογές γεννούν δυνάμεις σαν τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ο πληθωρισμός, πάνω από όλα, δεν είναι μια γενική κακουχία που πονάει όλα τα μέλη της κοινωνίας εξίσου, αλλά πλήττει συγκεκριμένες ομάδες. Εκείνοι που έχουν περιουσιακά στοιχεία, ιδιαίτερα περιουσιακά στοιχεία σε μετοχές, χάνουν περισσότερο και γρηγορότερα από άλλες ομάδες της κοινωνίας που μπορούν να πιέσουν το κράτος να τις προστατεύσει, γι αυτό και σε καταστάσεις πληθωρισμού οι πιστωτές υποφέρουν και οι οφειλέτες ευημερούν. Κατά συνέπεια, οι περίοδοι πληθωρισμού παράγουν ένα είδος πολιτικής, όπου τα συμφέροντα των πιστωτών έρχονται στο προσκήνιο και το κράτος αναγκάζεται να υποχωρήσει. Η δεκαετία του ‘20 ήταν μια τέτοια περίοδος και η δεκαετία του ‘70 μια άλλη.

Ο αποπληθωρισμός είναι διαφορετικός. Στον αποπληθωρισμό, όμως, χάνουν σχεδόν όλοι, ασχέτως του επιπέδου των περιουσιακών τους στοιχείων. Παραδείγματος χάριν ένας εργαζόμενος, ο οποίος αποφασίζει να δεχτεί μια περικοπή αμοιβών για βρει δουλειά είναι ατομικά ορθολογική. Αλλά συλλογικά, όλοι οι εργαζόμενοι αν το δοκιμάσουν αυτό, το αποτέλεσμα θα είναι μια κατάρρευση της κατανάλωσης. Μπορεί οι εργοδότες να βρίσκουν φτηνότερο εργατικό δυναμικό αλλά ταυτόχρονα βρίσκονται αντιμέτωποι και με μικρότερη ζήτηση των προϊόντων τους. Η λογική μεμονωμένη αντίδρασή τους είναι να μειώσουν τις τιμές για να ενισχύουν τις πωλήσεις – αλλά και αυτό, τελικά, οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερη μείωση τιμών. Αυτό καθιστά τους πραγματικούς μισθούς να φαίνονται πολύ μεγάλοι σε μια εποχή που η οικονομία συρρικνώνεται, κάτι που καταλήγει σε περισσότερες απολύσεις. Σε έναν τέτοιο κόσμο, με σχεδόν τους πάντες να χάνουν, αρχίζουν οι εκκλήσεις προς το κράτος να παρέμβει για να σταματήσει η αιμορραγία, και τελικά κάποια στιγμή αυτές οι εκκλήσεις εισακούγονται. Αυτό συνέβη τη δεκαετία του ‘30, και αυτό συμβαίνει και πάλι σήμερα.

Αυτό είναι που εκπροσωπεί ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ: τη στιγμή που η Ευρώπη που όδευε σε ακόμη βαθύτερες και ακόμη πιο ανοιχτές αγορές κεφαλαίου και θεσμοποιούσε τον νεοφιλελευθερισμό σε σύστημα, και το κράτος επιστρέφει να επαναβεβαιώσει την κυριαρχία του στις αγορές. Αυτή τη στιγμή, είτε η δημοκρατία υπερτερεί των αγορών (οι οποίες χρειάζεται να μην είναι μια σταδιακή κίνηση, όπως δείχνει και η άμεση επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ ως προς τους εταίρους της) ή οι αγορές υπονομεύουν τη δημοκρατία για να προστατεύσουν τις αξίες των περιουσιακών στοιχείων τους.

Αν και η Ελλάδα πέρασε πρώτη το Ρουβίκωνα, λόγω του μεγέθους της στην ευρωπαϊκή οικονομία ίσως αφήσει τη θέση του παίχτη που πραγματικά θα αλλάξει το παιχνίδι στην Ισπανία.

Στην Ισπανία το Podemos είναι πολύ πιθανό να σχηματίσει έναν αριστερό κυβερνητικό συνασπισμό μετά τις γενικές εκλογές του φθινοπώρου, ειδικά μετά και την επίδραση του ΣΥΡΙΖΑ. Στην Ιρλανδία, το Σιν Φέιν έχει το ίδιο περίπου γενικό πλαίσιο κατά της λιτότητας με το ΣΥΡΙΖΑ και έχει ανέβει σημαντικά στις δημοσκοπήσεις. Αν και τέτοια κόμματα συχνά αποκαλούνται ακραία, είναι σημαντικό να υπογραμμίσει κανείς ότι η βάση υποστήριξής τους, ασχέτως των διασυνδέσεων των ηγετών τους, είναι δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις των οποίων οι βασικές επιδιώξεις –ο τερματισμός της αυτοκαταστροφικής λιτότητας και των πολιτικών φτωχοποίησης των μισθών- ακούγονται πολύ mainstream σοσιαλδημοκρατικά αιτήματα και αποτελούν ταυτόχρονα κυρίαρχη πρόταση οικονομολόγων και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.

Όσον αφορά στην ανακούφιση του χρέους, αυτά τα κόμματα επιμένουν στην κλασική οικονομική υπόθεση ότι το χρέος των χωρών τους είναι τόσο μεγάλο που δεν μπορούν να αναθερμανθούν οι επενδύσεις που με τη σειρά τους θα επιτρέψουν να επιτευχθεί υψηλά ανάπτυξη. Η αποπληρωμή του χρέους μπορεί να παραταθεί επ’ αόριστον, αλλά αν δεν αποκατασταθεί η ανάπτυξη όλα έχουν τελειώσει και όχι μόνο για την Ελλάδα.

Για όσους φοβούνται το ΣΥΡΙΖΑ και τους εταίρους του, αξίζει κανείς να εξετάσει τις εναλλακτικές λύσεις που υπάρχουν αντί αυτού στη ριζοσπαστική δεξιά. Από την Βρετανία μέχρι την Ουγγαρία, πολιτικά κόμματα, των οποίων η ιδεολογία εκτείνεται από ανοιχτά ναζιστική (όπως η Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα) μέχρι λαϊκιστική εθνικιστική (όπως είναι το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία και το κόμμα της Ανεξαρτησίας στη Βρετανία) είναι απασχολημένα να προσπαθούν να προσανατολίσουν το λαϊκό θυμό σε άλλες κατευθύνσεις.

Επιστρέφοντας την Ευρώπη στις πιο σκοτεινές της εποχές, μεταφράζουν τις αντιπαραθέσεις για την οικονομική πολιτική, οι οποίες μπορούν να γίνουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, σε αντιπαραθέσεις περί εθνικής ταυτότητες, οι οποίες είναι αδιαπραγμάτευτες. Επιτίθενται στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση περισσότερο από τα αριστερά κόμματα, αμφισβητούν τα δημοκρατικά δικαιώματα των πολιτών και ανάβουν τη φωτιά της ξενοφοβίας κατά των εθνικών μειονοτήτων και των μεταναστών. Αν οι ελίτ της Ευρώπης που βρίσκονται στην εξουσία θέλουν να σώσουν το ευρωπαϊκό σχέδιο, και το ευρώ που βρίσκεται στην καρδιά του, πρέπει να αρχίζουν ενεργά να εμπλέκονται με τα δημοκρατικά αριστερά κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και οι Podemos αντί να τα σνομπάρουν. Αν δεν το κάνουν αυτό, θα εξωθήσουν κάποια από αυτά τα κόμματα σε συμμαχίες με ακραίες αριστερές δυνάμεις, ή αν τα υποσκάψουν ως προς την επιτυχία των κυβερνητικών τους καθηκόντων, θα αφήσουν το χώρο ελεύθερο στην πολιτική σκηνή για πολιτικές δυνάμεις των οποίων ο στόχος θα είναι πολύ πιο ριζοσπαστικός από ό,τι μια απλή αναδιάρθρωση χρέους και η αντίθεση στην λιτότητα.

Το διακύβευμα σήμερα δεν είναι μόνο οι επόμενες κινήσεις του ΣΥΡΙΖΑ ή έστω ένα ενδεχόμενο Grexit. Αυτά είναι συμπτώματα και όχι αιτίες. Το πρόβλημα είναι ότι οι ευρωπαϊκές αρχές, καθοδηγούμενες από τη Γερμανία, ενισχύουν πολιτικές αποπληθωρισμού στο όνομα ενός ψευδο-χρυσού κανόνα και περιμένουν οι πολίτες να ψηφίζουν επ’ αόριστον για την περαιτέρω φτωχοποίησή τους, προκειμένου να σώσουν τα περιουσιακά στοιχεία των πιστωτών.

Σε ένα τέτοιο κόσμο, τόσο η ριζοσπαστική αριστερά όσο και οι δεξιές δυνάμεις μπορούν μόνο να κερδίσουν έδαφος ενδεχομένως σε πολλές σταθερές χώρες και πολύ πιο γρήγορα από ό,τι πιστεύει κανείς. Για να αποφευχθεί κάτι τέτοιο, εκείνοι που βρίσκονται στην εξουσία στην ευρωπαϊκή ήπειρο θα πρέπει έρθουν σε κάποιου είδους συμφωνία με το ΣΥΡΙΖΑ σήμερα, γιατί αυτό που ίσως ακολουθήσει, μπορεί να είναι πολύ χειρότερο.