Στις ποσοστιαίες μονάδες και στους ψήφους που θα χωρίζουν την ΝΔ από το ΣΥΡΙΖΑ θα έχει στραμμένο το βλέμμα μεγάλο μέρος των στελεχών της ΝΔ αλλά και το περιβάλλον του Πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά το βράδυ της Κυριακής. Όχι γιατί υπάρχουν ενδείξεις αντιστροφής του κλίματος. Χωρίς κανείς να μπορεί ν’ αποκλείσει, με βάση τον νόμο των πιθανοτήτων, μια ανατροπή, όλα τα δημοσκοπικά στοιχεία (δημόσια και μυστικά) αλλά και το κλίμα που καταγράφεται στους δρόμους μοιάζει να έχει «κλειδώσει» την νίκη του ΣΥΡΙΖΑ.
Το Μαξίμου, όμως, όπως και σημαντικό κομμάτι του υψηλόβαθμου στελεχικού δυναμικού της ΝΔ θα περιμένουν να δουν την τελική «ψαλίδα». Γιατί είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες, σύμφωνα με πληροφορίες, που θα κρίνουν αν θα τεθεί θέμα παραμονής του Αντώνη Σαμαρά γενικώς ή αλλά και το αν θα τεθεί άμεσα ή αργότερα.
Όπως εκτιμάται αν η διαφορά ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και στην ΝΔ δεν ξεπερνά τις 3 ή 4 ποσοστιαίες μονάδες, τότε δύσκολα θα τεθεί άμεσα θέμα ηγεσίας. Πόσο μάλλον που, αν όντως κάτι τέτοιο συμβεί, αυτό θα σημαίνει ότι το ποσοστό της ΝΔ, πιθανότατα, θα αγγίζει ή θα ξεπερνά το 30%, δηλαδή περισσότερο από όσο συγκέντρωσε στις δεύτερες εκλογές του 2012.
Ένα τέτοιο αποτέλεσμα είναι δύσκολο να πυροδοτήσει άμεσες εξελίξεις όσον αφορά στην παραμονή του Αντώνη Σαμαρά στην ηγεσία του κόμματος. Ιδιαίτερα εφόσον η πλευρά Σαμαρά μπορεί να χρησιμοποιήσει κάλλιστα το επιχείρημα της ανόδου του ποσοστού, παρά την εκλογική ήττα, εν μέσω, κατά κοινή παραδοχή, εξαιρετικά αντίξοων συνθηκών, δηλαδή εφαρμογή μιας πολύ σκληρής κυβερνητικής πολιτικής, φθορά από την παραμονή στην κυβέρνηση, συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ κλπ.
Ακόμη και αν το ποσοστό της ΝΔ πλησιάζει στο 29,66% του Ιουνίου του 2012 ή πέσει λίγο κάτω από αυτό, εκτιμάται ότι και πάλι η θέση του Αντώνη Σαμαρά δεν κλυδωνίζεται άμεσα. Εντούτοις, είναι προφανές ότι αν η διαφορά ανάμεσα στην ΝΔ και στο ΣΥΡΙΖΑ είναι μεγάλη, πόσο μάλλον αν αγγίξει διψήφιο νούμερο, ακόμη και τα ποσοστά της ΝΔ δεν είναι τόσο χαμηλά, θα υπάρξει πρόβλημα για τον κ. Σαμαρά.
Παρόλα αυτά, ορισμένοι αναλυτές εκτιμούν ότι, ασχέτως του αποτελέσματος, οι μέρες του κ. Σαμαρά στην ηγεσία του κόμματος έχουν εισέλθει ήδη σε μια αντίστροφη μέτρηση. Αρκετά υψηλόβαθμα στελέχη αλλά και σημαντικό τμήμα του κομματικού δυναμικού της ΝΔ εμφανίζεται βαθύτατα δυσαρεστημένο από τον πολιτικό λόγο και προσανατολισμό του κ. Σαμαρά, τόσο πριν όσο και πολύ περισσότερο κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας.
Η δυσφορία αυτή προκαλείται από την προπαγανδιστική «στροφή» προς τα δεξιά της ΝΔ που έκανε ο κ. Σαμαράς και οι επιτελείς του η οποία έγινε ιδιαίτερα αισθητή τα τελευταία χρόνια τόσο σε επίπεδο επιλογών (υπόθεση Μπαλτάκου, ανάληψη κυβερνητικών θέσεων από στελέχη που εκφράζουν ακραίες απόψεις όπως οι κ.κ. Βορίδης και Γεωργιάδης) όσο και σε επίπεδο διατύπωσης πολιτικού λόγου και ύφους.
Ο προσανατολισμός αυτός τηρήθηκε και ενισχύθηκε κατά την προεκλογική εκστρατεία, τόσο στο λόγο ορισμένων στελεχών όσο και στα προεκλογικά σποτ του κόμματος. Όπως υποστηρίζουν πολλοί εκ των δυσαρεστημένων, η στάση και η συμπεριφορά αυτή αποξένωσε την ΝΔ από ένα σημαντικό τμήμα του εκλογικού της σώματος και των ψηφοφόρων της, οι οποίοι τοποθετούνται στην κεντροδεξιά και στο κέντρο, και οι οποίοι δεν βρίσκουν τίποτε να τους ενώνει με απόψεις, συμπεριφορές και θέσεις που παραπέμπουν σε περιόδους του εμφυλίου ή των μετεμφυλιακών χρόνων.
Το δεδομένο, μάλιστα, ότι τα δημοσκοπικά δεδομένα αναδεικνύουν ότι ένα σημαντικό τμήμα των αναποφάσιστων προέρχεται από την ΝΔ, όπως επίσης και ότι ένα τμήμα παραδοσιακών ψηφοφόρων της ΝΔ «πάνε» προς ΣΥΡΙΖΑ κυρίως λόγω αντίδρασης και χωρίς να έχουν πεισθεί ή να πρόκειται να μείνουν στον ΣΥΡΙΖΑ, εκτιμάται ότι θα χρησιμοποιηθεί δεόντως όταν αρχίσουν οι εσωτερικοί διαξιφισμοί.
Επίσης, ο κ. Σαμαράς και το επικοινωνιακό του επιτελείο έχουν γίνει, ήδη, στόχος επικρίσεων και για το ότι η προεκλογική εκστρατεία που διεξήχθη έγινε με όρους «αμυντικούς», όπως τονίζεται χαρακτηριστικά, και «φοβικούς». Δηλαδή η ΝΔ αντί να προβάλλει όσα έκανε και όσα προτίθεται να κάνει, προσπάθησε απλώς να πείσει για το πόσο καταστροφικός θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Και η επιλογή Σαμαρά να μην δεχτεί να μετάσχει σε ένα ντιμπέιτ με τον κ. Τσίπρα δέχεται επικρίσεις.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκαν τις τελετυαίες ώρες στις εφημερίδες, τα ονόματα που φέρονται να συζητιούνται ως «ενδεχόμενοι διάδοχοι» του κ. Σαμαρά είναι των κ. Μάκη Βορίδη, Νίκου Δένδια και Κυριάκου Μητσοτάκη.
Ταυτόχρονα, εκτιμάται ότι σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις εντός κόμματος για την επόμενη μέρα διαδραματίζουν ήδη παλιά και υψηλά στελέχη όπως η Ντόρα Μπακογιάννη και ο πρώην Πρωθυπουργός και Πρόεδρος Κώστας Καραμανλής, ο απερχόμενος Πρόεδρος της βουλής Ευ. Μεϊμαράκης, που κατά πολλούς θα μπορούσε να διευκολύνει την κατάσταση αναλαμβάνοντας, εφόσον χρειαστεί, και καθήκοντα μεταβατικού Προέδρου του κόμματος, αλλά και ο Αντιπρόεδρος της ΝΔ Δημήτρης Αβραμόπουλος, του οποίου η σχεδόν ολική απουσία από την προεκλογική εκστρατεία έχει σχολιαστεί, χωρίς να πείθει η δικαιολογία ότι τα καθήκοντά του ως Επιτρόπου στις Βρυξέλλες δεν του αφήνουν χρόνο.
Όπως και να έχει, το μήνυμα που στέλνουν όλα τα στελέχη είναι ότι θα πρέπει να γίνουν προσεκτικές κινήσεις και ν’ αποφευχθούν οι κραυγές, οι μη λελογισμένες ενέργειες, και οι σκληρές επικρίσεις από την πρώτη στιγμή που θα κλείσουν οι κάλπες, προκειμένου η όποια διαδικασία να λάβει χώρα στο πλαίσιο μιας ευρύτερης αποτίμησης του αποτελέσματος χωρίς να απειλήσει την ενότητα και τη συνοχή του κόμματος.