Η άκαμπτη στάση των δανειστών, οι οποίοι προέβαλαν αίφνης αιτήματα για περαιτέρω περικοπές και για διασφάλιση ενός μεγάλου ποσού για «αποθεματικού έκτακτης ανάγκης» παρά τις προβλέψεις των ίδιων για ανάπτυξη του 2015 ήταν ο βασικός λόγος κατάρρευσης των διαπραγματεύσεων για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης η οποία έδωσε το έναυσμα σε σειρά πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα που κατέληξαν στις πρόωρες εκλογές.
Όπως αναφέρει το ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters σε εκτενές ρέπορτάζ του με τον τίτλο: «Αδιέξοδο στο Παρίσι, στοίχημα στην Αθήνα: Πώς η Ελλάδα επέστρεψε στην κρίση», στο οποίο επικαλείται σειρά Ελλήνων κυβερνητικών αξιωματούχων, οι οποίοι τηρούν την ανωνυμία τους, η Αθήνα αντιλήφθηκε στις συνομιλίες στο Παρίσι, τον Νοέμβριο, ότι δεν υπάρχει περίπτωση οι εκπρόσωποι των δανειστών να «κλείσουν» τη διαπραγμάτευση και την αξιολόγηση. Και ότι αυτό ήταν επιλογή τους επειδή δεν ήταν βέβαιοι ότι η κυβέρνηση Σαμαρά θα επιβιώσει της προεδρικής εκλογής και εκτιμούσαν ότι σε περίπτωση ανάληψης της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ υπήρχε περίπτωση ανατροπής των δεδομένων και των δεσμεύσεων που είχαν, ήδη, αναληφθεί.
Το άρθρο του Reuters έχει ως εξής:
«Μετά από τέσσερα χρόνια οικονομικών θυσιών, η Ελλάδα στοιχημάτιζε ότι θα μπορούσε να συμφωνήσει σε ένα πρόωρο τέλος της συμφωνίας δανεισμού της. Αντί γι αυτό όμως τελικά προκλήθηκε αντιπαράθεση με τους δανειστές κατά τις διαπραγματεύσεις στο Παρίσι, η οποία οδήγησε σε πολιτική αβεβαιότητα και άλλη μια καταιγίδα στην ευρωζώνη.
Η Ελλάδα πυροδότησε την περιφερειακή οικονομική κρίση το 2009 όταν προέκυψε έλλειμμα στον προϋπολογισμό της πολύ μεγαλύτερο από είχε υπολογιστεί παλιότερα.
Η κατάρρευση των διαπραγματεύσεων στο Παρίσι στις 26 Νοεμβρίου έδωσαν το έναυσμα σε ένα μήνα αλλεπάλληλων γεγονότων που οδήγησαν τελικά στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου και που απέδειξαν ότι η Ελλάδα παραμένει ο αδύναμος κρίκος στην περιοχή. Τις εκλογές αναμένεται να κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα ακροαριστερό κόμμα που τάσσεται ενάντια στην συμφωνία με τους δανειστές και προκαλεί ανησυχία τόσο στους πιστωτές όσο και στους επενδυτές.
Στην τεταμένη συνάντηση με τα μέλη του ελληνικού υπουργικού συμβουλίου στην οποία επρόκειτο να συζητηθεί το ενδεχόμενο εξόδου, το Δεκέμβριο, από το τετράχρονο πακέτο βοήθειας των 240 δισεκατομμυρίων ευρώ, δηλαδή έναν χρόνο νωρίτερα, οι αξιωματούχοι του ΔΝΤ και της ΕΕ επέμειναν σε επιπλέον περικοπές στα εισοδήματα των ελλήνων δια του προϋπολογισμού του 2015, όπως υποστηρίζουν άνθρωποι που ήταν παρόντες στη συνάντηση.
Οι έλληνες αξιωματούχοι έκαναν πίσω. Η συντηρητική κυβέρνηση του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά είχε, ήδη, επιβάλλει «πάγωμα» μισθών, απολύσεις και επιπλέον φορολογία. Οποιοδήποτε επιπλέον μέτρο λιτότητας θα ήταν πολιτική αυτοκτονία.
«Μας έδιναν την εντύπωση ότι ό,τι και αν κάναμε, δεν θα ολοκλήρωναν την αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος» υποστηρίζει έλληνας αξιωματούχος που βρέθηκε στις διαπραγματεύσεις του Παρισιού αλλά θέλει να τηρήσει την ανωνυμία του.
Μετά τη συνάντηση του Παρισιού, ξέραμε ότι είχε τελειώσει
Οι εκπρόσωποι του ΔΝΤ και της ΕΕ δεν θέλησαν να σχολιάσουν αυτές τις πληροφορίες.
Οι έντονες συζητήσεις ανάμεσα στην Αθήνα και στους δανειστές δεν είναι κάτι ασυνήθιστο αλλά οι Έλληνες αξιωματούχοι έλεγαν ότι η ασυμβίβαστη στάση των εκπροσώπων τους προκλήθηκε από κάτι που καμία από τις δύο πλευρές δεν παραδέχτηκε ανοιχτά: την αβεβαιότητα για το κατά πόσο η κυβέρνηση Σαμαρά θα επιβίωνε της διαδικασίας προεδρικής εκλογής που είχε προγραμματιστεί για τον Φεβρουάριο.
Για τους δανειστές δεν είχε ιδιαίτερο νόημα να διακηρύξουν το επιτυχημένο τέλος του προγράμματος και να χορηγήσουν την τελευταία δόση των 7 δις ευρώ αν επρόκειτο να αναλάβει την εξουσία μια κυβέρνηση που τάσσεται ενάντια στην δανειακή σύμβαση και που θα μπορούσε να προχωρήσει στην εγκατάλειψη των δεσμεύσεων που έχουν γίνει μέχρι τώρα.
Ταυτόχρονα όμως, για τον Σαμαρά, η αποτυχία εξόδου από το πρόγραμμα νωρίτερα, όπως είχε υποσχεθεί, τον άφησε χωρίς κανένα όπλο για να κερδίσει την ψήφο των βουλευτών στις προεδρικές εκλογές του Φεβρουαρίου. Επίσης τον αποδυνάμωσε στα μάτια του εκλογικού σώματος, οδηγώντας ψηφοφόρους στην αγκαλιά του ΣΥΡΙΖΑ.
Σε μια προσπάθεια να περισώσει ό,τι γίνεται από το πολιτικό του κεφάλαιο, ο Σαμαράς προχώρησε σε πρόωρη διαδικασία προεδρικής εκλογές αλλά δεν κατάφερε να εκλέξει πρόεδρο με αποτέλεσμα η χώρα να οδηγηθεί σε πρόωρες εκλογές στις 25 Ιανουαρίου.
Οι επενδυτές και οι δανειστές της Ελλάδας φοβούνται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα γυρίσει πίσω το ρολόι σε πολλές από τις μεταρρυθμίσεις που έγιναν τα τελευταία χρόνια, αποδυναμώνοντας τη θέση της χώρας στην ΕΕ και πιθανότατα εξωθώντας την έξω από την ευρωζώνη. Οι αγορές κλυδωνίστηκαν και τα επιτόκια δανεισμού για τα δεκαετή ομόλογα που εκδόθηκαν στις αρχές Ιανουαρίου εκτοξεύτηκαν πάνω από το 10%.
Η Μπλάνκα Κολενίκοβα, αναλύτρια στην HIS Global, εκτιμά ότι οι «πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ το πιθανότερο είναι ότι δεν θα ικανοποιήσουν τους πιστωτές. Το πρόγραμμά του μάλλον θα περιπλέξει τις διαπραγματεύσεις της Ελλάδας με τους δανειστές και πιθανώς δεν θα γίνει αποδεκτό θετικά».
Παρά το ότι η Ελλάδα επέστρεψε απότομα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, η κυβέρνηση Σαμαρά είχε προβλήματα ήδη από τον Μάιο.
Κανονικά το μομέντουμ θα έπρεπε να είναι υπέρ του: η Ελλάδα είχε μόλις επιστρέψει στις αγορές μετά από τέσσερα χρόνια απουσίας, είχε παρουσιάσει πρωτογενές πλεόνασμα μετά από δεκαετίες και υπήρχαν ενδείξεις οικονομικής ανάκαμψης.
Οι Έλληνες, όμως, υπέφεραν από τα τέσσερα χρόνια περικοπών σε μισθούς και συντάξεις. Η ανεργία εκτοξεύτηκε πάνω από το 25%. Η οικονομική αυτή δυσφορία βοήθησε τον ΣΥΡΙΖΑ να σαρώσει στις ευρωεκλογές.
Η άγαρμπη υιοθέτηση ενός νέου φόρου για την ακίνητη περιουσία μέσα στο καλοκαίρι έφερε ακόμη μεγαλύτερη πίεση στην κυβέρνηση. Ήδη, από τις αρχές του φθινοπώρου, οι δημοσκοπήσεις έδειχναν τον ΣΥΡΙΖΑ να προηγείται σταθερά ενώ η τρόικα απαιτούσε περισσότερες μεταρρυθμίσεις στις συντάξεις και νέες αυξήσεις στη φορολογία για να διασφαλίσει ότι θα είναι ισοσκελισμένος ο επόμενος προϋπολογισμός.
Ο Σαμαράς αντιλήφθηκε ότι δεν θα μπορούσε πλέον να περάσει κανένα καινούργιο μέτρο λιτότητας από το κοινοβούλιο, υποστηρίζει Έλληνας αξιωματούχος. Ελπίζοντας να εκμεταλλευτεί τη χρονική συγκυρία, ανακοίνωσε στα τέλη Σεπτεμβρίου ένα μη αναμενόμενο σχέδιο εξόδου από το αντιδημοφιλές πρόγραμμα δανεισμού, ένα χρόνο νωρίτερα από το προγραμματισμένο.
Οι συνομιλίες, όμως, με τους πιστωτές δεν προχώρησαν όπως ήλπιζε. Στα μέσα Νοεμβρίου, οι δύο πλευρές απομακρύνθηκαν περαιτέρω λόγω του προϋπολογισμού του 2015. Το ΔΝΤ και η ΕΕ υποστήριξαν ότι η Αθήνα έπρεπε να προβλέψει μέτρα που θα μειώνουν το κόστος και θα ανεβάζουν τα έσοδα στον προϋπολογισμό προκειμένου να καλύψει ένα επιπλέον ποσό της τάξης των 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Οι αξιωματούχοι της ελληνικής κυβέρνησης αντέτειναν ότι χρειάζονταν να προχωρήσουν σε περικοπές μόνο 500 εκατομμυρίων ευρώ.
Εξαγριώθηκαν από το αίτημα των δανειστών να δημιουργηθεί οπωσδήποτε ένα αποθεματικό έκτακτης ανάγκης για δαπάνες έκτακτης ανάγκης το οποίο, μάλιστα, θα έπρεπε να φτάνει τα 1,2 δισεκατομμύρια ευρώ από 1,2 δισεκατομμύρια τον προηγούμενο χρόνο, παραβιάζοντας ξεκάθαρα τον κανόνα που οι ίδιοι δανειστές προώθησαν όσον αφορά στην πορεία του προγράμματος.
«Με βάση τον κανόνα αυτό το 2015, μια χρονιά υψηλής ανάπτυξης και μειωμένου ρίσκου, το αποθεματικό έκτακτης ανάγκης θα έπρεπε να μειωθεί. Κι όμως εσείς υποστηρίζετε ότι θα πρέπει να αυξηθεί και μάλιστα κατά 200 εκατομμύρια ευρώ» έγραφε σε έγγραφο που απέστειλε στους δανειστές, και έχει στα χέρια του το Reuters, ο υπουργός Οικονομικών Γκίκας Χαρδούβελης.
Η στάση των δανειστών άφηνε να εννοηθεί ότι βασικά ήθελαν τα επιπλέον χρήματα για την περίπτωση που η πολιτική αβεβαιότητα και η διενέργεια πρόωρων εκλογών οδηγούσε σε καθυστέρηση των μεταρρυθμίσεων και σε αποτυχία επίτευξης των στόχων, εκτιμούν Έλληνες αξιωματούχοι.
«Οι διαπραγματεύσεις με την τρόικα διασταυρώθηκαν με την προεδρική εκλογή… και μας οδήγησαν σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση» είπε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ευάγγελος Βενιζέλος. «Κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε» συμπλήρωσε.»