Η καθυστέρηση στο κλείσιμο της αξιολόγησης κοστίζει ακριβά στην Ελλάδα και την οικονομία της χώρας, τόνισε ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας κ. Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας σήμερα, σε σύσκεψη στο Επιμελητήριο Ηρακλείου με Επαγγελματικούς, Επιστημονικούς & Παραγωγικούς Φορείς της Ανατολικής Κρήτης.
Χαρακτήρισε την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης «πολύ σημαντική για την ελληνική οικονομία» λέγοντας: «Ο λόγος είναι ότι θα μειώσει το κόστος δανεισμού του Κράτους και θα συμπαρασύρει το κόστος δανεισμού για τις τράπεζες και τελικά το κόστος δανεισμού για τις επιχειρήσεις».
Ο κ. Μητσοτάκης κατηγόρησε την Κυβέρνηση ότι, καθυστερώντας να κλείσει την αξιολόγηση, «δεν μας επιτρέπει να έχουμε πρόσβαση σε αυτό το χρηματοδοτικό εργαλείο. Για να τα πω απλά: Βρέχει λεφτά και εμείς κρατάμε ομπρέλα. Αυτό είναι το κόστος μιας συνεχούς διαπραγμάτευσης που έχει έντονα θεατρικά χαρακτηριστικά. Τα περιβόητα αντίμετρα θα ενεργοποιηθούν μόνο εάν ξεπεράσουμε τους στόχους για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%. Ό,τι συμβαίνει και σήμερα. Και σήμερα, εάν ξεπεράσουμε τους στόχους έχουμε τη δυνατότητα να επιστρέψουμε κάποια χρήματα πίσω. Άρα, όλο αυτό είναι ένα θέατρο. Το μόνο βέβαιο είναι ότι θα έχουμε μέτρα 2% του Α.Ε.Π. Μείωση του αφορολόγητου και με την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς, μείωση των συντάξεων».
Ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας έκανε ιδιαίτερη αναφορά στο βιβλίο «Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη», το οποίο του δώρισαν στο Επιμελητήριο. «Το βιβλίο», είπε ο κ. Μητσοτάκης, «εξηγεί γιατί οι κοινωνίες, οι οποίες πετυχαίνουν είναι τελικά αυτές που έχουν ανοιχτούς συμμετοχικούς δημοκρατικούς θεσμούς. Αυτές που δίνουν, δηλαδή, την δυνατότητα σε όσο το δυνατόν περισσότερους εμπλεκόμενους της ιδιωτικής οικονομίας να συμμετέχουν στη δημιουργία και την κατανομή του πλούτου». Και πρόσθεσε: «Τα έθνη που αποτυγχάνουν, είναι κατεξοχήν αυτά όπου κλειστές συντεχνίες, κλειστές ολιγαρχίες νέμονται τον πλούτο προς όφελός τους και όχι προς όφελος της κοινωνίας. Πρέπει να κάνουμε ένα μεγάλο μετασχηματισμό στην Ελλάδα. Πρέπει να μιλήσουμε, επιτέλους, με θάρρος για το πως ο πλούτος δημιουργείται από την ιδιωτική οικονομία και τις ιδιωτικές επενδύσεις. Για το πως θα αποποινικοποιήσουμε την έννοια της επιχειρηματικότητας. Για το πως θα τοποθετήσουμε το ρόλο του Κράτους στο σωστό του πλαίσιο, ως ένα πάροχο ποιοτικών κοινωνικών υπηρεσιών και ένα φορέα που ρυθμίζει με τρόπο αντιγραφειοκρατικό τη λειτουργία της αγοράς».
Για τα «κόκκινα δάνεια», ο κ. Μητσοτάκης υπενθύμισε ότι η Νέα Δημοκρατία έχει καταθέσει τη δική της αναλυτική και τεκμηριωμένη πρόταση, τη «Δεύτερη Ευκαιρία» και υπογράμμισε: «Είναι πιο απλή και λειτουργική από τον εξωδικαστικό συμβιβασμό που πρότεινε η Κυβέρνηση. Βάζει το βάρος στις τράπεζες και όχι στο Δημόσιο. Ενώ οι όποιες ρυθμίσεις συμπαρασύρουν και τις οφειλές των ιδιωτών προς το Δημόσιο».
Μιλώντας για τις βιομηχανικές περιοχές (ΒΙ.ΠΕ.), ο κ. Μητσοτάκης ξεκαθάρισε: «Θεωρώ ότι είναι ένα πολύ σημαντικό εργαλείο που μας επιτρέπει να συγκεντρώνουμε την παραγωγική μας βάση σε οργανωμένες περιοχές, οι οποίες πρέπει να προσφέρουν βασικές ποιοτικές υποδομές. Πρέπει να γίνουν αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο. Πρέπει ο φορέας διαχείρισης των ΒΙΠΕ να επενδύσει σε αυτές περισσότερα κονδύλια. Η πραγματικότητα λέει ότι νέες επενδύσεις πρέπει να γίνονται εντός οργανωμένων χώρων».
Αναφορικά με τον πρωτογενή τομέα, ο κ. Μητσοτάκης έδωσε έμφαση στην ανάγκη να αλλάξει ο τρόπος σκέψης και οι αγρότες να στραφούν από τις λογικές των επιδοτήσεων στην λογική παραγωγής ποιοτικών αγροτικών προϊόντων. «Ποιοτικό προϊόν», είπε, «είναι εκείνο που έχει καλή σχέση ποιότητας και κόστους, ώστε η τιμή του να είναι ανταγωνιστική. Για να έχουμε εθνική στρατηγική εξαγωγών απαιτείται να δούμε το όλο πλαίσιο της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Το ζήτημα του κόστους ενέργειας και το κόστος χρηματοδότησης είναι απολύτως καθοριστικό».
Τέλος, για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (Α.Π.Ε.), δήλωσε: «Η Κρήτη πρέπει να γίνει ένα εργοστάσιο παραγωγής καθαρής ενέργειας. Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει να μπορεί να την πουλάει στο σύστημα. Άρα, πρέπει να διασυνδεθεί με την ηπειρωτική Ελλάδα. Δεν πρέπει να φοβόμαστε τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Είναι το μέλλον. Και το μέλλον είναι ήδη εδώ».