Μητσοτάκης: Μας ζητούν σκληρά μέτρα γιατί δεν εμπιστεύονται την Κυβέρνηση

Κοινή συνέντευξη σε τρία ραδιόφωνα ταυτόχρονα παραχώρησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στους ραδιοφωνικούς σταθμούς «Ράδιο Θεσσαλονίκη», «Focus FM» και «FM 100».

Ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας μίλησε για όλα τα “καυτά” ζητήματα της επικαιρότητας όπως τα πρόσφατα επεισόδια με την Τουρκία στα Ίμια, τη πορεία της αξιολόγησης, το προσφυγικό,

Δείτε τα βασικά σημεία της συνέντευξης:

Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη εδώ.docx

Για το επεισόδιο στο Αιγαίο και την αντίδραση της Κυβέρνησης:

-Η χώρα έχει βρεθεί και στο παρελθόν αντιμέτωπη με σκηνικά κλιμακούμενης έντασης στο Αιγαίο, τα οποία πρέπει πάντα να αντιμετωπίζονται με ψυχραιμία, αλλά, ταυτόχρονα, και με την απαραίτητη εθνική αυτοπεποίθηση. Δεν είναι η ώρα ούτε για μεγάλες κορώνες και – πολλές φορές – δεν είναι και οι δημόσιες δηλώσεις ο ενδεδειγμένος τρόπος να αντιμετωπίζονται αυτά τα ζητήματα. Η Ελλάδα εξακολουθεί και σήμερα, προφανώς, να στέλνει ένα μήνυμα φιλίας και καλής γειτονίας προς την Τουρκία. Αλλά ταυτόχρονα, αυτό το μήνυμα θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει και το σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο, στις Διεθνείς Συνθήκες και στους άτυπους κανόνες των σχέσεων καλής γειτονίας, μεταξύ 2 χωρών που είναι καταδικασμένες, από την ίδια τη γεωγραφία, να συνυπάρχουν σε μία ευαίσθητη περιοχή.

– Δεν θέλω να πω κάτι περισσότερο δημόσια για το ζήτημα αυτό. Να πω απλά ότι δεν θεωρώ – μιας και με ρωτήσατε, γιατί δεν μου αρέσει να υπεκφεύγω – ότι υπάρχει κάποιος λόγος για μία σύγκληση Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών.

Για το θέμα της μη έκδοσης των 8 και το προσφυγικό 

– Το ζήτημα της μη έκδοσης των 8, οι οποίοι διέφυγαν στην Ελλάδα μετά το πραξικόπημα, είναι ένα ζήτημα το οποίο αφορά στο Κράτος Δικαίου και δεν είναι σε καμία περίπτωση ένα ζήτημα το οποίο πρέπει να αφορά στην Εξωτερική Πολιτική. Η ελληνική Δικαιοσύνη δρα ανεξάρτητα. Η Ελλάδα είναι ένα ευρωπαϊκό Κράτος με θεσμούς και με αρχές. Και αυτές οι αρχές και αυτοί οι θεσμοί δεν μπορούν να αμφισβητηθούν από κανένα. Από εκεί και πέρα, θέλω να θυμίσω ότι η συμφωνία την οποία έχει κάνει η Τουρκία, δεν είναι μόνο με την Ελλάδα, είναι συνολικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι μία συμφωνία, η οποία έχει και οικονομικό αντικείμενο με την Τουρκία. Και είναι μία συμφωνία, η οποία όταν δρομολογήθηκε, δρομολογήθηκε σε μια κατάσταση έκτακτης κρίσης, ως ένα αναγκαίο εργαλείο, για να σταματήσουν οι ροές των προσφύγων και των μεταναστών από την Τουρκία προς την Ελλάδα. Η συμφωνία αυτή έχει μερικώς δουλέψει. Και ένας από τους λόγους που η συμφωνία δεν δουλεύει όπως θα έπρεπε, έχει να κάνει με το γεγονός ότι, δυστυχώς, η Ελληνική Κυβέρνηση δεν έχει καταφέρει, λόγω διαχειριστικής ανικανότητας, να μπορεί να επεξεργάζεται, με την απαραίτητη ταχύτητα, αιτήσεις ασύλου, ώστε αυτοί οι οποίοι τελικά δεν απολαμβάνουν του προνομίου του ασύλου, να επιστρέφονται στην Τουρκία.

 

Για τα μέτρα που ζητά το ΔΝΤ μετά το 2018

Οι πιστωτές σήμερα ζητούν σκληρά μέτρα, επειδή δεν εμπιστεύονται την Κυβέρνηση Τσίπρα να κάνει οτιδήποτε ουσιαστικό. Και αυτό το πληρώνει ουσιαστικά και συνολικά η χώρα. Δεν το πληρώνει μόνο η Κυβέρνηση. Διότι, πράγματι, είναι παράξενο σήμερα να ζητούνται από τη χώρα να νομοθετήσει μέτρα τα οποία πηγαίνουν πέραν της περιόδου του τρίτου προγράμματος και τα οποία, ενδεχομένως, να δεσμεύουν και την επόμενη Κυβέρνηση, καθώς, σε κάθε περίπτωση, το 2019 λήγει ο βίος αυτής της Κυβέρνησης. Νομίζω ότι, πολύ απλά, τώρα έρχεται συνολικά ο λογαριασμός για τα 2 χρόνια ανικανότητας και ψεμάτων.

– Έχουμε να κάνουμε με μία Κυβέρνηση, η οποία δεν πιστεύει στο βασικό πυρήνα του προγράμματος ως προς τις διαρθρωτικές αλλαγές. Δεν πιστεύει ότι η χώρα χρειάζεται, ουσιαστικά, ένα μικρότερο και πιο λειτουργικό Δημόσιο. Και δεν πιστεύει ότι η ανάπτυξη θα έρθει, πρωτίστως, από ιδιωτικές επενδύσεις, από ιδιωτικοποιήσεις και από έναν ιδιωτικό τομέα, ο οποίος θα ξαναβρεί τα πατήματά του.

– Εμείς, αν καλούμασταν αύριο να διαχειριστούμε αυτή την διαπραγμάτευση, θα επιχειρούσαμε να πετύχουμε το καλύτερο δυνατό για τη χώρα, δεσμευόμενοι, όμως, απόλυτα – και το τονίζω – στην εφαρμογή όλων των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, που συμπεριλαμβάνονται στο πρόγραμμα κάτι το οποίο η Κυβέρνηση αυτή δεν έχει κάνει.

– Υπάρχουν 3 λέξεις οι οποίες περιγράφουν αυτή την Κυβέρνηση. Ψέματα, το ξέρουν όλοι. Ανικανότητα, το βλέπουμε στη διαχείριση μιας διαπραγμάτευσης με πολλές τεχνικές πλευρές και η Κυβέρνηση δεν είναι διατεθειμένη, δεν είναι σε θέση, να την προχωρήσει προς όφελος της χώρας. Και φόροι.

Για τις δημοσκοπήσεις και τις εκλογές

– Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν μία κοινωνία φοβισμένη, μια κοινωνία απογοητευμένη, μια κοινωνία η οποία δεν ακούει, μια κοινωνία η οποία δεν εμπιστεύεται. Μιλάω κάθε μέρα σε συναντήσεις με πολίτες – σε αντίθεση με τον πρωθυπουργό, ο οποίος επιλέγει να είναι κλεισμένος στο Μαξίμου – και εισπράττω αυτή την δυσαρέσκεια. Δεν κινούμαι σήμερα επειδή έχουμε ένα πλεονέκτημα δημοσκοπικό ούτε με αυταρέσκεια ούτε με αλαζονεία. Με προβληματίζει το γεγονός ότι έχουμε απέναντι μας μια κοινωνία η οποία δεν φαίνεται συνολικά να ακούει τον πολιτικό διάλογο. Και τι ερχόμαστε και λέμε σε αυτό; Ότι καταρχάς θα σας πούμε την αλήθεια. Τι σημαίνει αυτό; Δεν θα ωραιοποιήσουμε καμία κατάσταση. Δεν πρόκειται να αναλάβουμε δεσμεύσεις τις οποίες δεν μπορούμε να υλοποιήσουμε. Και θα παρουσιάσουμε στους πολίτες ένα εθνικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων και ένα οδικό χάρτη εξόδου της χώρας από την κρίση.

– Στα μέσα του 2018 λήγει το τρίτο πρόγραμμα. Η χώρα θα έχει τρεις επιλογές τότε. Ή θα μπορέσει να δανειστεί από τις αγορές, όπως όλες οι άλλες χώρες οι οποίες βγήκαν από τα προγράμματα, άρα, αφήνει σταδιακά πίσω της τις εποχές των Μνημονίων ή θα πρέπει να της προσφερθεί ένα τέταρτο πρόγραμμα, γιατί η χώρα δεν θα μπορεί να δανειστεί, άρα θα συνεχίζονται τα μνημόνια και οι μνημονιακές πολιτικές για κάποια χρόνια ακόμα ή το χειρότερο σενάριο δεν θα υπάρχει κανείς να δώσει στη χώρα ένα τέταρτο πρόγραμμα, διότι οι ευρωπαϊκές ισορροπίες, ειδικά στη Γερμανία, θα έχουν αλλάξει. Λοιπόν, πιστεύω βαθιά πως ο κ. Τσίπρας δεν είναι σε θέση, στα μέσα του 2018, να οδηγήσει τη χώρα στις αγορές, με τις πολιτικές τις οποίες ακολουθεί. Για αυτό και πιστεύω ότι, όσο πιο γρήγορα έρθει η πολιτική αλλαγή, όσο πιο γρήγορα έρθει μια Κυβέρνηση η οποία θα εφαρμόσει ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να αποφύγουμε τα χειρότερα στα μέσα του 2018. Εμείς προσφέραμε στήριξη στον κ. Τσίπρα και τον Αύγουστο του 2015, κάνοντας μία μεγάλη υπέρβαση και μάλιστα ο κ. Τσίπρας είχε συμφωνήσει τότε να μην οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές. Προσφέραμε στήριξη και μετά τις εκλογές, αλλά αυτό το κεφάλαιο πια έχει κλείσει.

Για συνεργασίες με άλλα κόμματα και απολύσεις στο Δημόσιο

– Μετεκλογικά θα τις επιδιώξω. Εάν υπάρχει κοινός τόπος. Τα κόμματα, κάθε Κόμμα διεκδικεί – μη γελιόμαστε τώρα – το καλύτερο δυνατό ποσοστό στις εκλογές, μη κοροιδευόμαστε. Από εκεί και πέρα, εάν υπάρχει κοινός τόπος, μεταρρυθμιστικές πολιτικές, αυτό είναι κάτι το οποίο διερευνάται κάθε μέρα. Σας θυμίζω ότι στη Βουλή και με το ΠΑΣΟΚ και με το Ποτάμι, ενίοτε μέχρι και με την Ένωση Κεντρώων, έχουμε συνταχθεί σε πολλές επιλογές. Άρα νομίζω ότι υπάρχει ένα πλατύ κοινωνικό μέτωπο ρεαλισμού, που επιδιώκει ουσιαστικές αλλαγές, το οποίο πηγαίνει και πέρα από τη Νέα Δημοκρατία. Προφανώς επιζητούμε εμείς να το εκφράσουμε αυτό πολιτικά και ως η μεγαλύτερη πολιτική δύναμη θα έχουμε και τη μεγαλύτερη δυναμική.

– Η Νέα Δημοκρατία δεν πρόκειται να κάνει απολύσεις. Όμως, μπορούμε να μικρύνουμε το Κράτος, κρατώντας τον λόγο προσλήψεων προς συνταξιοδοτήσεις στο 1 προς 5, για τα επόμενα 5 χρόνια. Είναι κάτι, το οποίο θα μειώσει σταδιακά το μέγεθος του Κράτους, χωρίς να κάνουμε απολύσεις. Προφανώς και δεν πρόκειται να ανεχθούμε και δεν πρόκειται να επιτρέψουμε και, προφανώς, δεν πρόκειται να δρομολογήσουμε μετατροπές συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, όπως κάνει μεθοδικά αυτή η Κυβέρνηση και αυξάνει το μέγεθος του Κράτους και φυσικά το κόστος για τον Έλληνα πολίτη.

– Δεν χρειάζονται μειώσεις μισθών στο Δημόσιο. Αυτό το οποίο χρειάζεται είναι στοχευμένες παρεμβάσεις, στο πλαίσιο αυτού που λέμε δημοσιονομική ουδετερότητα, ώστε να μπορούμε με κάποιο τρόπο να επιβραβεύουμε εκείνους τους υπαλλήλους, οι οποίοι αποδίδουν καλύτερα. Η αξιολόγηση για μένα είναι μη διαπραγματεύσιμη. Η αξιολόγηση, όμως, δεν οδηγεί σε απολύσεις. Οδηγεί, όμως, στην επιβράβευση των καλών δημοσίων υπαλλήλων.

Για την ΤΡΑΙΝΟΣΕ, την επένδυση στη Χαλκιδική και την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου

– Γιατί χρειαζόμαστε κρατική ΤΡΑΙΝΟΣΕ, από τη στιγμή που έχουμε προχωρήσει με μεγάλη καθυστέρηση και τελικά με ένα πολύ χαμηλό τίμημα, στην ιδιωτικοποίηση του μεταφορικού έργου του Ο.Σ.Ε. Δεν είναι δουλειά του Κράτους, αυτή τη στιγμή, να διαχειρίζεται τα τρένα.

– Για την επένδυση στη Χαλκιδική: Η επένδυση αυτή είναι πολύ μεγάλη. Δίνει ζωή σε μια ολόκληρη περιοχή. Ζουν χιλιάδες άνθρωποι από αυτή την επένδυση. Δίνει σημαντικά και μπορεί, ενδεχομένως, να δώσει ακόμα πιο μεγάλα έσοδα στο ελληνικό Δημόσιο. Είναι μια επένδυση η οποία, κάθε φορά που έχει υπάρξει οποιαδήποτε δικαστική εκκρεμότητα, η εταιρία έχει δικαιωθεί. Και, βεβαίως, αυτές οι επενδύσεις πρέπει να προχωρήσουν και να γίνουν. Και η χώρα πρέπει να αξιοποιήσει τον ορυκτό της πλούτο, πάντα με σεβασμό στο περιβάλλον.

– Η Νέα Δημοκρατία βλέπει θετικά την αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου συνολικά και στη Βόρεια Ελλάδα. Η Βόρεια Ελλάδα είναι ένας τόπος, που όλοι οι γεωλόγοι μας λένε ότι έχει τεράστιο ανεκμετάλλευτο δυναμικό ως προς τον ορυκτό πλούτο. Και σήμερα πια, ναι, μπορούμε να κάνουμε εξορύξεις και να εκμεταλλευόμαστε τον ορυκτό μας πλούτο, με σεβασμό στο περιβάλλον. Δεν κάνουμε καμία έκπτωση – και θέλω να το τονίσω αυτό – στην περιβαλλοντική νομοθεσία.

Για τη φορολογία των επιχειρήσεων 

– Το να μειώσουμε τους φορολογικούς συντελεστές μέσα σε 2 χρόνια, από το 29% στο 20% είναι κάτι απολύτως εφικτό. Το δημοσιονομικό κενό από μια τέτοια παρέμβαση είναι σχετικά περιορισμένο. Αφήστε που έχει αποδειχτεί ότι η μείωση των φορολογικών συντελεστών βοηθά στη φορολογική συμμόρφωση. Το κάναμε και το 2014. Τότε μονομερώς. Μειώσαμε το Φ.Π.Α. στην εστίαση. Η πρώτη μου προτεραιότητα θα ήταν η μείωση των φορολογικών συντελεστών στις επιχειρήσεις και η μείωση του ΕΝΦΙΑ. Και μία μείωση μόνο Φ.Π.Α. – μία, το τονίζω – και αυτή είναι στα αγροτικά εφόδια από τον υψηλό φορολογικό συντελεστή.

Για τους αγρότες

– Αυτήν την στιγμή, ο μικρός και μεσαίος παραγωγός στην Ελλάδα βρίσκεται στα όρια του αφανισμού. Οι αγρότες πρέπει να γίνουν περισσότερο επιχειρηματίες. Και να βρουν καλύτερους τρόπους να συνεργάζονται μεταξύ τους, ώστε να αποκτούν κρίσιμο μέγεθος και να μειώνουν τα κόστη τους. Αυτό μπορεί να ακούγεται ευχολόγιο στην σημερινή κατάσταση, αλλά είναι μια πραγματικότητα, από την οποία δεν μπορούμε να ξεφύγουμε. Τώρα, μιας και με ρωτήσατε και δεν θέλω να το αποφύγω, δεν πιστεύω ότι καμία κοινωνική ομάδα, όσο δίκιο και να έχει, μπορεί με τον τρόπο της να επιβαρύνει το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο. Άρα, εμείς δεν αποδεχόμαστε, επί της αρχής, τη λογική των μπλόκων. Νομίζω ότι είναι μια ξεπερασμένη λογική. Θέλω και από τις συχνότητές σας να κάνω μια έκκληση: Ότι δεν είναι αυτός ο τρόπος να αντιμετωπίζονται τα προβλήματα. Ήδη, στη Βόρεια Ελλάδα, η οικονομική της δραστηριότητα υποφέρει. Υπάρχουν, όμως – να το πω κι αυτό – πολλές επιχειρήσεις οι οποίες επιβίωσαν της κρίσης και οι οποίες, αυτή τη στιγμή, κάνουν μια τεράστια προσπάθεια να κρατηθούν όρθιες. Μην πάμε να τις σκοτώσουμε κι αυτές. Μια επιχείρηση, η οποία δε μπορεί να εξάγει τα προϊόντα της και η οποία μπορεί να χάσει τρεις, τέσσερις, πέντε μέρες και να σαπίσουν κάποια προϊόντα, επειδή κάποιοι δρόμοι είναι κλειστοί. Αυτοί δεν φταίνε σε τίποτα.

Για το κλείσιμο του ΔΟΛ

– Η Κυβέρνηση ήταν αυτή η οποία σε μεγάλο βαθμό στοχοποίησε τον Τύπο. Έκανε Εξεταστικές Επιτροπές. Έχτισε σενάρια διαπλοκής και ανάμειξης πολιτικών προσώπων σε αυτή την ιστορία. Και όλα αυτά κατέρρευσαν. Είδατε τα πορίσματα της Εξεταστικής. Δεν υπάρχει καμία πολιτική ευθύνη. Βεβαίως, υπήρχαν ζητήματα και αναδεικνύονται μέσα από το πόρισμα, σχετικά με τον τρόπο, με τον οποίο κάποια συγκροτήματα είχαν πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό. Είμαι ο τελευταίος που θα σας πει ότι δεν υπήρχε διαπλοκή στην Ελλάδα. Υπήρχε διαπλοκή στην Ελλάδα και αυτή είναι μια πραγματικότητα. Από εκεί και πέρα, όμως, επιτρέψτε μου να το πω, δυσκολεύομαι πάρα πολύ να αποδεχθώ, επί της αρχής, οποιαδήποτε ρύθμιση αφορά στοχευμένα έναν κλάδο και μόνο της ελληνικής οικονομίας. Δεν είναι ο Τύπος ο μόνος κλάδος ο οποίος δοκιμάζεται σήμερα.