Εναντίον της κυβερνητικής απόφασης για τη δημιουργία του Ταμείου Αποκρατικοποιήσεων τάσσεται η Νέα Δημοκρατία, με την εκτενή άτυπη ενημέρωση να αναφέρει ότι πρόκειται για δέσμευση της χώρας για έναν αιώνα.
Το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης κάνει λόγο για τραγελαφικά και αντιφατικά σημεία σε αυτή την κυβερνητική ενημέρωση και τονίζει μεταξύ άλλων ότι:
“Η Νέα Δημοκρατία καταψηφίζει την ίδρυση του νέου Υπερταμείου αποκρατικοποιήσεων και αξιοποίησης περιουσίας. Πρόκειται για πρωτοφανή εκχώρηση του συνόλου της κινητής και ακίνητης περιουσίας της χώρας, για διάστημα περίπου έναν αιώνα, χωρίς ουσιαστικό εθνικό και δημοκρατικό έλεγχο και λογοδοσία, γεγονός που δεν συνάδει με τις έννοιες της εθνικής κυριαρχίας και εθνικής αξιοπρέπειας.
Αναλυτικά:
“Το Ταμείο έχει διάρκεια 99 ετών, πολύ πέρα από τη λήξη των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας. Ενδεικτικά, η μέση υπολειπόμενη διάρκεια των δανείων του 3ου Μνημονίου είναι τα 33 έτη. Ο κ. Τσίπρας που κραύγαζε να μη δεσμεύσει η προηγούμενη κυβέρνηση τη χώρα για έναν χρόνο, τώρα τη δεσμεύει για έναν αιώνα.
Δημιουργείται πενταμελές Εποπτικό Συμβούλιο, με ισχυρές αρμοδιότητες, πρόεδρος του οποίου επιλέγεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, οι αποφάσεις του οποίου θα λαμβάνονται κατόπιν θετικής ψήφου τουλάχιστον τεσσάρων μελών, άρα με αναγκαία τη σύμφωνη γνώμη των μελών που επιλέγουν οι θεσμοί.
Επομένως, το ότι ο πρόεδρος του Υπερταμείου του Εποπτικού Συμβουλίου δεν έχει «διπλή ψήφο» δεν έχει καμία σημασία. Δεν λαμβάνεται καμία απόφαση αν δεν είναι παρών και αν δεν συμφωνεί τουλάχιστον ένας εκ των δύο εκπροσώπων των δανειστών. Πρόκειται για ένα ετεροβαρές σχήμα λήψης αποφάσεων υπέρ των δανειστών.
Μάλιστα το Εποπτικό Συμβούλιο διορίζει τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο του Διοικητικού Συμβουλίου, ζητώντας την απλή γνώμη (!!!) του υπουργού Οικονομικών. Εν προκειμένω, όπως παραδέχεται και η κυβέρνηση, ο ρόλος του υπουργού Οικονομικών είναι διακοσμητικός.
Για την Επενδυτική Πολιτική που θα υλοποιήσει το Υπερταμείο και οι άμεσες θυγατρικές του αποφασίζει το Εποπτικό Συμβούλιο και όχι ο υπουργός Οικονομικών, όπως άλλωστε προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 189 και 200 του πολυνομοσχεδίου. Επιπλέον, κανείς δεν γνωρίζει ακόμα τον Εσωτερικό Κανονισμό του Υπερταμείου, ούτε και τι αρμοδιότητες έχει, πως συγκροτείται και πως αποφασίζει η Επιτροπή Επενδύσεών του, η οποία εμφανίζεται και εξαφανίζεται στο άρθρο 200.
Η διαδικασία αύξησης μετοχικού κεφαλαίου, στο νέο Υπερταμείο γίνεται κατόπιν πρότασης του Διοικητικού Συμβουλίου και προσυπογράφεται από το Εποπτικό Συμβούλιο, ενώ στο ΤΑΙΠΕΔ με απόφαση του υπουργού Οικονομικών, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου. Δηλαδή, ο ρόλος των δανειστών είναι αυξημένος στο νέο Υπερταμείο.
Τα περιουσιακά στοιχεία που μεταβιβάζονται στο νέο Υπερταμείο δεν είναι απολύτως σαφή. Απόδειξη, οι συνεχείς τροπολογίες που καταθέτει η κυβέρνηση, προσπαθώντας να αποκρύψει ή να συσκοτίσει την πραγματικότητα. Μάλιστα, μελλοντικά, περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν κατά κυριότητα στο ελληνικό Δημόσιο, δύναται να μεταβιβαστούν στο Υπερταμείο, απλώς και μόνο με απόφαση του υπουργού Οικονομικών. Δηλαδή, ουσιαστικά, εισφέρεται σε αυτό με αυστηρούς όρους και δεσμεύσεις το σύνολο σχεδόν του ενεργητικού της ελληνικής οικονομίας που βρίσκεται υπό δημόσιο έλεγχο, κάτι που συνιστά ένα είδος εγγύησης – ενεχύρου έναντι της χρηματοδότησης που λαμβάνουμε («ρήτρα αφερεγγυότητας»).
Για οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, δεν είναι απαραίτητο να γίνει εκτίμηση από ανεξάρτητο ορκωτό ελεγκτή, αλλά το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να επιλέξει μία τράπεζα και αυτή να εκφράσει γνώμη, κάτι που δεν προβλέπεται, συνήθως, στα διεθνή εκτιμητικά πρότυπα.
Δεν τίθεται «οροφή» στην αξία των περιουσιακών στοιχείων που το ταμείο θα αξιοποιεί και θα ρευστοποιεί. Στο 3ο Μνημόνιο υπήρχε τουλάχιστον η πρόβλεψη για 50 δισ. ευρώ. Στο σχέδιο νόμου τέτοια πρόβλεψη δεν υφίσταται, και αυτό γιατί η κυβέρνηση μεταβιβάζει ολόκληρη την περιουσία της χώρας, για τεράστιο χρονικό διάστημα, στο Υπερταμείο.
Το 50% των κερδών χρησιμοποιούνται για τις επενδύσεις του Υπερταμείου. Επειδή μάλιστα δεν υφίσταται σχετική πρόβλεψη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακόμη και το σύνολο αυτού του ποσοστού για επενδύσεις στα περιουσιακά στοιχεία της εταιρίας, ώστε να βελτιωθεί το τίμημα πώλησής τους.
Και φυσικά δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για εθνικό έλεγχο και λογοδοσία”.