Τα πολλαπλά σενάρια της επόμενης μέρας
Το σοβαρότατο ενδεχόμενο κανένα από τα δύο μεγάλα κόμματα να μην συγκεντρώσει τις ψήφους που θα του φέρουν αυτοδυναμία πυροδοτεί σειρά μετεκλογικών σεναρίων στα οποία κυριαρχούν διάφορες εκδοχές συνεργασίας.
Σε συνδυασμό με την επείγουσα ανάγκη η χώρα να αποκτήσει άμεσα λειτουργική κυβέρνηση που θα κληθεί να διαχειριστεί όχι μόνον το νέο μνημόνιο αλλά και κρίσιμα ζητήματα όπως το προσφυγικό – μεταναστευτικό (η Σύνοδος Κορυφής της Ε.Ε. για το θέμα προγραμματίστηκε μόλις τρία 24ωρα από τις ελληνικές κάλπες), το αποτέλεσμα θα ορίσει, σχεδόν αυτόματα, και τις επιλογές του νικητή για την κυβέρνησή του, εκτιμά σε άρθρο του στην Καθημερινή της Κυριακής ο Γιώργος Τερζής.
Όλα δείχνουν ότι στη Βουλή θα βρίσκονται σίγουρα έξι κόμματα, ΣΥΡΙΖΑ, Ν.Δ., Χρ. Αυγή, Ποτάμι, ΚΚΕ και ΠΑΣΟΚ, και κάποια, αν όχι όλα, εκ των Ανεξάρτητων Ελλήνων, Λαϊκής Ενότητας και Ένωσης Κεντρώων. Το πλέον πιθανό ότι ότι ο πρώτος της κάλπης θα εξασφαλίσει από 134 έως και 138 έδρες, γεγονός που σημαίνει ότι δεν θα του αρκεί ένα μόνον από τα μικρότερα κόμματα για τη συγκρότηση κυβέρνησης. Ας δούμε, λοιπόν, τα έξι σενάρια της επόμενης μέρας.
Ενδεχόμενη πρωτιά του κ. Ευ. Μεϊμαράκη, βάσει όσων προεκλογικά έχει πει, μοιάζει να δημιουργεί καλύτερες προϋποθέσεις για ταχεία συγκρότηση κυβέρνησης μακράς πνοής. Ο ίδιος έχει προαναγγείλει ότι, πέραν των Στ. Θεοδωράκη και Φώφης Γεννηματά που μοιάζουν πιθανοί σύμμαχοι, θα απευθυνθεί και στον κ. Αλ. Τσίπρα.
Η άρνηση της πρότασης από την Κουμουνδούρου προεξοφλείται ενώ το σενάριο ενός «μεγάλου συνασπισμού» προκαλεί προβληματισμό και στο εσωτερικό της Ν.Δ. Δεν είναι λίγοι όσοι διάβασαν με προσοχή την πρόσφατη δήλωση του κ. Κ. Καραμανλή, ο οποίος επέλεξε να κάνει λόγο για κυβέρνηση με κορμό τη Ν.Δ. που θα απολαμβάνει «ευρεία κοινωνική αποδοχή» (και όχι «ευρεία κοινοβουλευτική αποδοχή»). Το σενάριο του μεγάλου συνασπισμού θα μπορούσε να καταστεί επιτακτικό εάν τα δύο πρώτα κόμματα έχουν χαμηλά ποσοστά, κάτω από το όριο του 30%, και άρα ακόμη και με τρικομματική συνεργασία, η νέα κυβέρνηση θα εκπροσωπούσε τη μειοψηφία της κάλπης. Οχι ότι κάτι τέτοιο δεν έχει ξανασυμβεί. Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ συγκυβέρνησαν, από τον Ιούνιο του 2012, αθροίζοντας το 48,16% των ψήφων, ο δε ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ είχαν αθροιστικά ακόμη μικρότερο ποσοστό, μόλις το 41,09%. Μόνον που πλέον οι συνθήκες είναι διαφορετικές και οι μικρότεροι «κυβερνητικοί εταίροι» δεν αποκλείεται να συναρτήσουν τη στάση τους από την εμπλοκή και των δύο μεγάλων στο σχήμα.
Εκεί που η συζήτηση αρχίζει να αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον, και περισσότερα σενάρια, είναι σε ενδεχόμενη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ.
Νίκη ΣΥΡΙΖΑ
Ο κ. Αλέξης Τσίπρας ξεκίνησε να διεκδικεί μια μάλλον άπιαστη αυτοδυναμία, και μέχρι τέλους, με στόχο τη συσπείρωση, ζητούσε δύο επιπλέον βουλευτές από τους 149 του Ιανουαρίου. Παράλληλα, προέβαλε ως βασικό κυβερνητικό του εταίρο τους ΑΝΕΛ, που όμως δοκιμάζονται να υπερβούν το 3%. Ο τέως πρωθυπουργός έχει απορρίψει το σενάριο του «μεγάλου συνασπισμού», αν και, όπως προειπώθηκε, μπορεί το κόμμα του να εξωθηθεί σε αυτόν. Σε μια τέτοια περίπτωση, ούτε ο ίδιος ούτε βέβαια ο κ. Μεϊμαράκης θα μπορούσαν να είναι στη θέση του πρωθυπουργού.
Παρά το γεγονός ότι η αρχική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ ήταν «όχι σε συγκυβέρνηση με Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι», ο ίδιος ο κ. Τσίπρας, και στο debate, άφησε ανοιχτό το παράθυρο συνεργασίας με τα δύο μικρότερα κόμματα. Ωστόσο, αν ο κ. Καμμένος εισέλθει στη Βουλή, θα βρίσκεται -όπως διακηρύττει- και στην κυβέρνηση, οπότε η εξίσωση περιπλέκεται. Ο πρόεδρος των ΑΝΕΛ άφησε εσχάτως να εννοηθεί ότι θα συγκυβερνούσε με το Ποτάμι, παρά το γεγονός ότι έχουν ανταλλαγεί σκληρές φράσεις, αλλά επ’ ουδενί με το ΠΑΣΟΚ. Μένει να αποδειχθεί εάν από την πλευρά τους το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ θα αποδέχονταν τον κ. Καμμένο.
Σε περίπτωση αποτυχίας των ΑΝΕΛ, ο κ. Τσίπρας μοιάζει να έχει ως βασική επιλογή του να απευθυνθεί στα δύο κόμματα του Κέντρου για τη συγκρότηση κυβέρνησης. Εκτός πια κι αν οι εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό προκαλέσουν έκπληξη για ακόμη μία φορά.
Στην αυλαία της προεκλογικής περιόδου, σημειώνει το άρθρο του Γ. Τερζή στην Καθημερινή της Κυριακής, άρχισε να συζητείται και το ενδεχόμενο ο κ. Τσίπρας να επιχειρήσει να προχωρήσει με κυβέρνηση μειοψηφίας αμιγώς από βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ. Το πρόβλημα δεν είναι μόνον πρακτικό, δηλαδή πόσο θα αντέξει μια τέτοια κυβέρνηση, ειδικά από τη στιγμή που ο κ. Τσίπρας προσέφυγε στις κάλπες προκειμένου να μην εξαρτάται από την αντιπολίτευση, αλλά και συνταγματικό. Διότι, απλώς, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Πρ. Παυλόπουλος δεν θα μπορούσε να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, παρά μόνον εάν κόμματα της αντιπολίτευσης (Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ) δήλωναν δημοσίως ότι δεν θα καταψήφιζαν μια κυβέρνηση υπό τον Αλ. Τσίπρα, δηλαδή θα απείχαν από τη διαδικασία επιτρέποντας να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από λιγότερους των 151 βουλευτών.
Τις προηγούμενες ημέρες δεν έλειψαν οι φωνές εντός του ΣΥΡΙΖΑ που δεν θα απέκλειαν μια μετεκλογική συνεργασία με τη Λαϊκή Ενότητα, ενώ κάποιοι άλλοι δεν θα απέκλειαν, ειδικά σε περίπτωση εισόδου των ΑΝΕΛ στη Βουλή, οι υπολειπόμενες ψήφοι να αναζητηθούν ακόμη και στους «κεντρώους» του κ. Βασίλη Λεβέντη. Το σχήμα ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ, Λεβέντη μοιάζει να προκαλεί θυμηδία και, πάντως, βέβαιη έκπληξη.
Αλήθεια, όμως, ποιος θα μπορούσε να διανοηθεί, πριν από ενάμιση χρόνο, ότι οι κ. Αλ. Τσίπρας και Π. Καμμένος θα εμφανίζονταν δημοσίως ως θερμοί υποστηρικτές ο ένας του άλλου;