«Αν η Ευρώπη δεν μπορεί να δείξει ευελιξία, θα διασπασθεί», είναι ο τίτλος του άρθρου του Γκίντεον Ράχμαν στην εφημερίδα Financial Times, το οποίο αναφέρεται στην ακαμψία που επιδεικνύει η Ε.Ε. έναντι των αιτημάτων της Ελλάδας και της Βρετανίας.
«Ο Έλληνας και ο Βρετανός Πρωθυπουργός λένε ότι έχουν μία δημοκρατική εντολή στην πατρίδα τους να ζητήσουν αλλαγές στη σχέση των χωρών τους με την Ε.Ε. Και οι δύο ηγέτες έχουν υπολογίσει ότι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι θα προτιμήσουν να ικανοποιήσουν τα αιτήματά τους παρά να διακινδυνεύσουν να δουν την Ελλάδα να φεύγει από το ευρώ ή τη Βρετανία να φεύγει από την Ε.Ε. Αλλά, και ο κ. Τσίπρας και ο κ. Κάμερον πέφτουν σε έναν τοίχο αντίθεσης στην Ευρώπη που θα μπορούσε να τους οδηγήσει σε προορισμούς που θέλουν να αποφύγουν – το Grexit και το Brexit», σημειώνει ο κ. Ράχμαν.
Ο αρθρογράφος εξηγεί τα αίτια αυτής της αντίθεσης και τονίζει ότι «είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι αυτή η αποστροφή στην αλλαγή είναι σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητη από τα πλεονεκτήματα των μεταρρυθμίσεων που ζητούνται. Διαφορετικές κυβερνήσεις της ΕΕ έχουν διαφορετικές απόψεις για το αν τα ελληνικά ή βρετανικά αιτήματα είναι εύλογα. Υπάρχει κάποια συμπάθεια στη Γαλλία και την Ιταλία για τα ελληνικά επιχειρήματα, ότι τα χρέη της χώρας δεν μπορούν να αποπληρωθούν και ότι η περαιτέρω λιτότητα θα ήταν αναποτελεσματική. Υπάρχει κάποια συμπάθεια στη Βόρεια Ευρώπη για τα βρετανικά επιχειρήματα σχετικά με την κοινωνική πρόνοια και την ενίσχυση του ρόλου των εθνικών κοινοβουλίων. Αλλά, ανεξάρτητα από τα πλεονεκτήματα των ελληνικών και βρετανικών επιχειρημάτων, υπάρχει μία βαθιά απροθυμία να ανοίξει το κουτί της Πανδώρας μίας βαθιάς μεταρρύθμισης».
Παράλληλα, ο κ. Ράχμαν, υπογραμμίζει ότι «τα προβλήματα που προκύπτουν δεν είναι απλά νομικά, είναι και πολιτικά. Η ανησυχία είναι ότι οι παραχωρήσεις που θα γίνουν στους Έλληνες ή τους Βρετανούς θα προκαλούσαν μία αρνητική αντίδραση, με τους Γερμανούς ή Ολλανδούς ψηφοφόρους να αρνούνται μία διαγραφή ελληνικού χρέους, ή τους Πολωνούς ψηφοφόρους να εξοργίζονται από την επιβολή περιορισμών στα δικαιώματα των μεταναστών από χώρες της ΕΕ. Αλλού, η θέα ενός ριζοσπαστικού αριστερού κόμματος, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, ή των ευρωσκεπτικιστών συντηρητικών, όπως οι Tories της Βρετανίας, να αποσπά παραχωρήσεις από την υπόλοιπη Ευρώπη θα μπορούσε να ενισχύσει παρόμοια κόμματα στην Ευρώπη, κάνοντας ακόμη δυσκολότερη τη διαχείριση της Ε.Ε.».
Επιπλέον, υποστηρίζει ο αρθρογράφος της Financial Times, ότι «η γερμανική κυβέρνηση λέει εδώ και καιρό ότι η Ευρωζώνη μπορεί να αντέξει μία έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Ενώ η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, εξακολουθεί να φαίνεται ότι θέλει πολύ να διατηρήσει την Ελλάδα στο ευρώ για γεωπολιτικούς λόγους, το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών, υπό τον Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε, φαίνεται τώρα να κλίνει στο να αφήσει την Ελλάδα να φύγει, πιστεύοντας ότι αυτό θα μπορούσε να έχει θετική επίδραση στις άλλες χώρες – μέλη της Ευρωζώνης. Ανεξάρτητα από το αν θα συμβεί το Grexit, η γερμανική συναίνεση είναι πως το μάθημα από όλη την ελληνική κρίση είναι ότι η Ευρώπη πρέπει να είναι ακόμη λιγότερο ευέλικτη, με την Ευρωζώνη να χρειάζεται αυστηρότερους κανόνες και πιο ισχυρή επιβολή τους, περιλαμβανομένης της αυστηρότερης εποπτείας των εθνικών προϋπολογισμών από τις Βρυξέλλες».
Ο κ. Ράχμαν καταλήγει λέγοντας ότι «η σκληρή γερμανική προσέγγιση βασίζεται σε μία ρεαλιστική εκτίμηση του πόσο δύσκολο θα είναι να περάσουν μεταρρυθμίσεις από την Ε.Ε. των 28 χωρών – μελών – καθώς και σε μία βαθιά αποστροφή στην οπισθοχώρηση της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Αλλά, είναι επίσης και μία ανησυχητική περιγραφή της αδυναμίας της Ευρώπης να ανταποκριθεί σε μεταβαλλόμενες συνθήκες, είτε πρόκειται για τη συρρίκνωση κατά 25% της ελληνικής οικονομίας ή για τη μη αναμενόμενη μετανάστευση εκατομμυρίων ανθρώπων στην ΕΕ. Αυτή η αδυναμία ευελιξίας στις αλλαγές, είναι επικίνδυνη. Μία Ευρώπη που δεν μπορεί να είναι ευέλικτη, είναι πολύ πιθανότερο να διασπασθεί».