«Ο Μπαράκ Ομπάμα, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, προειδοποίησε την Αθήνα ότι πρέπει να κάνει γρήγορα δύσκολες οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Πρόκειται για το πιο ξεκάθαρο σημάδι ότι η Ελλάδα απομονώνεται στο διεθνές στερέωμα, εξαιτίας της μαχητικής της στάσης απέναντι στους δανειστές», γράφουν σήμερα οι Financial Times.
Το δημοσίευμα γράφει ότι πρέπει «να υπάρξει γρήγορα μια συμφωνία ανάμεσα στην Ελλάδα και τους πιστωτές της για την απελευθέρωση των 7,2 δισ. ευρώ προς την Αθήνα. Αλλά σε αντίθεση με τις προηγούμενες εκκλήσεις και προς τις δύο πλευρές να κάνουν παραχωρήσεις, ο κ. Ομπάμα απέδωσε την ευθύνη στον Αλέξη Τσίπρα, τον Έλληνα Πρωθυπουργό, λέγοντας πως έχει έρθει η ώρα «για σκληρές αποφάσεις».
Όπως τονίζουν οι Financial Times, σε κείμενο που αναμεταδίδει το euro2day.gr, «αυτό που θα χρειαστεί είναι η Ελλάδα να είναι σοβαρή σε ό,τι αφορά την εφαρμογή κάποιων σημαντικών μεταρρυθμίσεων, όχι μόνο για να ικανοποιήσει τους πιστωτές, αλλά – ακόμη πιο σημαντικό- προκειμένου να δημιουργήσει μια πλατφόρμα ώστε η ελληνική οικονομία να αρχίσει και πάλι να αναπτύσσεται» ανέφερε ο κ. Ομπάμα σε συνέντευξη Τύπου. «Οι Έλληνες θα πρέπει να το κάνουν και επιπλέον να κάνουν κάποιες σκληρές πολιτικές επιλογές οι οποίες θα είναι καλές μακροπρόθεσμα» πρόσθεσε ο Αμερικανός Πρόεδρος.
Κατά την διάρκεια της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης, ο κ. Ομπάμα έχει επανειλημμένα χρησιμοποιήσει τις συγκεντρώσεις των ηγετών της G7 και της G20 για να ασκήσει πίεση στους Ευρωπαίους – ειδικά στην Γερμανίδα Καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ – να είναι πιο γενναιόδωροι στην χρήση των πόρων τους για την βοήθεια των πιο αδύναμων οικονομιών.
Πράγματι, ορισμένοι Έλληνες αξιωματούχοι ήλπιζαν ότι ο Λευκός Οίκος θα παρέμβει στην «αναμέτρηση» Ελλάδας-δανειστών, για να κρίνει την έκβαση υπέρ τους. Ο κ. Ομπάμα κάλεσε τους δανειστές την Δευτέρα να δείξουν κάποια «ευελιξία». Αλλά δίνοντας έμφαση δημόσια στις υποχρεώσεις της Ελλάδας σε μια τόση κρίση καμπή των διαπραγματεύσεων, ο κ. Ομπάμα έκλεισε μια από τις τελευταίες πιθανές εξόδους διαφυγής για την Αθήνα.
Σύμφωνα με αξιωματούχους της G7 με γνώση των συζητήσεων που έγιναν για την Ελλάδα, όλοι οι ηγέτες εξέφρασαν ανησυχίες πως μια χρεοκοπία της Ελλάδας και μια έξοδος από την Ευρωζώνη θα προκαλούσε οικονομική αστάθεια. Ωστόσο, παραδέχτηκαν ότι δεν είναι ξεκάθαρο πόσο ισχυρός θα είναι ο αντίκτυπος σε παγκόσμιο επίπεδο. Αξιωματούχοι σημείωσαν πως ο κ. Ομπάμα ήταν πολύ πιο θετικά διακείμενος απέναντι στους Ευρωπαίους σε σχέση με τις προηγούμενες συναντήσεις των G7 και G20, αναγνωρίζοντας πως η Αθήνα απογοήτευσε ως συνομιλητής.
Δύο ανώτατοι αξιωματούχοι υποστήριξαν πως ορισμένες από τις πιο σκληρές δηλώσεις κατά την διάρκεια μιας συνεδρίασης κεκλεισμένων των θυρών έγιναν από τον Καναδό Πρωθυπουργό Στέφεν Χάρπερ. Σύμφωνα με τον έναν από τους δύο αξιωματούχους, ο κ. Χάρπερ απηύθυνε έκκληση για μια συμφωνία αλλά αναρωτήθηκε «πως ανέχεται κανείς την Ελλάδα».
Εκτός από την μεγάλη επιρροή που έχει η Ουάσινγκτον σε θέματα παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης, η κυβέρνηση των ΗΠΑ είναι και ο μεγαλύτερος μέτοχος στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που είναι ο πιστωτής της Ελλάδας που έχει κρατήσει την πιο σκληρή γραμμή με την Αθήνα για την ανάγκη διαρθρωτικών οικονομικών μεταρρυθμίσεων.
Ο κ. Τσίπρας αναμένεται να συναντηθεί με την κ. Μέρκελ και τον Γάλλο ομόλογο του, Φρανσουά Ολάντ, στα περιθώρια της Ευρωπαϊκής Συνόδου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης με ηγέτες της Λατινικής Αμερικής που θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη στις Βρυξέλλες. Αλλά η κ. Μέρκελ προειδοποίησε πως η πρόταση που έγινε από τους δανειστές την περασμένη εβδομάδα – την οποία απέρριψε εμφατικά ο Έλληνας Πρωθυπουργός– πρέπει να αποτελέσει την βάση για τις διαπραγματεύσεις που θα ακολουθήσουν.
«Θέλουμε η Ελλάδα να μείνει στην Ευρωζώνη, αλλά οι τρεις θεσμοί έχουν ξεκαθαρίσει ότι η αλληλεγγύη προϋποθέτει να γίνουν μεταρρυθμίσεις από την Αθήνα» τόνισε η κ. Μέρκελ και πρόσθεσε ότι «δεν είμαι σίγουρη ότι έχει απομείνει πολύ χρόνος. Γι’ αυτό πρέπει να κάνουμε πολύ δουλειά. Ο χρόνος τελειώνει, κάθε ημέρα μετράει».
Η Αθήνα φάνηκε να προσπαθεί να βελτιώσει τις σχέσεις με τους πιστωτές και να κλείσει μια συμφωνία, μετά την επιδείνωση του κλίματος την περασμένη εβδομάδα. Ο κ. Τσίπρας έστειλε την Δευτέρα τρία από τα πιο έμπιστα στελέχη στις Βρυξέλλες, για την επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων. Μεταξύ αυτών ήταν ο Υπουργός Επικρατείας Νίκος Παππάς, ο οποίος θεωρείται ο πιο στενός συνεργάτης του κ. Τσίπρα. Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, ο οποίος επιλέχτηκε ως επικεφαλής των διαπραγματεύσεων τον περασμένο μήνα και ο Γιώργος Χουλιαράκης, ο εκπρόσωπος της Ελλάδας στο Euro Working Group.
Και οι τρεις τους θεωρούνται πραγματιστές από τους διαπραγματευτές της Ευρωζώνης και είναι υπεύθυνοι για την επανεκκίνηση των συνομιλιών μετά από μήνες αδιεξόδου. Παρά τα σημάδια ότι η Αθήνα προσπαθεί να μειώσει τις διαφορές με τους πιστωτές, ο Υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης, αντιμετώπισε με σαρκασμό την πρόταση που παρουσίασαν την προηγούμενη εβδομάδα η ΕΚΤ, το ΔΝΤ και η Κομισιόν.
Σε συνέντευξη του στην γερμανική Tagesspiegel, η οποία έγινε στο Βερολίνο όπου είχε συνάντηση με τον Γερμανό ομόλογο του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο κ. Βαρουφάκης δήλωσε ότι οι θεσμοί «έχουν κάνει μια πρόταση που την κάνεις μόνο αν δεν θες μια συμφωνία» και πρόσθεσε ότι σημεία στα οποία είχε επιτευχθεί συμφωνία κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων είχαν αποσυρθεί – με την στήριξη της κ. Μέρκελ – καθώς οι πιστωτές οπισθοχώρησαν σε απαιτήσεις που είχαν κάνει στην αρχή των συνομιλιών».