Στα χέρια του Τσίπρα η συμφωνία με τους δανειστές

Προτάσεις που θα βοηθήσουν την άρση του αδιεξόδου μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των δανειστών προωθεί προσωπικά ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας. Μετά την αποτυχία που είχε στις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους η ελληνική πλευρά στη συνεδρίαση του Eurogroup της περασμένης Παρασκευής στη Ρίγα της Λετονίας και τα πολύ σκληρά λόγια που αποκόμισε ο Υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης από τους ομολόγους του, ο Αλέξης Τσίπρας αναλαμβάνει ενεργό ρόλο προκειμένου να βρεθεί λύση στο αδιέξοδο που έχει δημιουργηθεί.

Σύμφωνα με πληροφορίες, η ελληνική πλευρά είναι διατεθειμένη να αναλάβει σαφείς πρωτοβουλίες ώστε να βελτιωθεί το κλίμα με τους δανειστές. Συγκεκριμένα προτίθεται να γνωστοποιήσει στους εταίρους προτάσεις που θα βοηθήσουν να επέλθει συμφωνία μια ώρα αρχύτερα. Οι προτάσεις που αναμένεται να τεθούν προς συζήτηση με τους εταίρους είναι μεταξύ άλλων:

– Η κατάργηση των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων αλλά και η θέσπιση αντικινήτρων
– Ένα νέο μοντέλο στις ιδιωτικοποιήσεις με συμμετοχή του κράτους, αλλά και διοχέτευση μέρους των κερδών στα Ασφαλιστικά Ταμεία
– Επιβολή φόρου πολυτελείας στα ακριβά ξενοδοχεία
– Χαμηλότερα εισοδηματικά κριτήρια στους πλειστηριασμούς
– Νέα αξιολόγηση στους υπαλληλους του Δημοσίου
– Πλήρης ανεξαρτητοποίηση της Γ.Γ. Εσόδων και της ΕΛΣΤΑΤ
– Κατάργηση της ειδικής εισφοράς του ενός ευρώ στα καταλύματα υπέρ του ΣΕΤΕ

Μέσα σε αυτό το κλίμα έντονης αμφισβήτησης που υπάρχει από την πλευρά των δανειστών προς την ελληνική πλευρά τα αγκάθια παραμένουν καθώς έχουν μπει στο τραπέζι ορισμένα θέματα που δυστυχώς δυσκολεύουν τη διαπραγμάτευση. Ένα από αυτά είναι η κατάργηση του χαμηλού συντελεστή ΦΠΑ και της καθιέρωσης ενιαίου που θα πυροδοτούσε κύμα ανατιμήσεων σε βασικά καταναλωτικά αγαθά, ακύρωση της επαναφοράς της 13ης σύνταξης στους χαμηλοσυνταξιούχους, να συνεχισθεί η εφαρμογή της ρήτρας του μηδενικού ελλείμματος στα επικουρικά ταμεία, να μη γίνει καμία αλλαγή στο εργασιακό και να ακυρωθούν οποιεσδήποτε ρυθμίσεις για την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων και την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού, όχι στην προστασία της πρώτης κατοικίας από τους πλειστηριασμούς. Θέματα τα οποία η κυβέρνηση δεν προτίθεται να κάνει πίσω καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα φανεί αναξιόπιστη απέναντι στις δεσμεύσεις της προς τον ελληνικό λαό που την εξέλεξε στην εξουσία.

Η χθεσινή τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τη Γερμανίδα Καγκελάριο Αγκελα Μέρκελ ο Έλληνας Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας έδειξε τη διάθεση της Αθήνας να επιχειρηθεί μια απεμπλοκή το συντομότερο δυνατό μετά και το τελευταίο τελεσίγραφο των δανειστών ότι μέχρι την 11η Μαΐου θα πρέπει να έχει κλείσει η συμφωνία. Μάλιστα, ο εκπρόσωπος της Γερμανικής κυβέρνησης επιβεβαίωσε την τηλεφωνική επικοινωνία που είχε χθες η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ με τον Έλληνα Πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα ωστόσο, αρνήθηκε να σχολιάσει και να αναφερθεί περαιτέρω στο περιεχόμενο της συζήτησης των δύο ηγετών. «Μπορεί να επιβεβαιώσω μόνο ότι η συζήτησε πραγματοποιήθηκε», είπε χαρακτηριστικά, σύμφωνα με το Reuters.

Οι παραπάνω δηλώσεις έρχονται την ώρα που ο γερμανικός Τύπος επιχειρεί να αναλύσει τη νέα τηλεφωνική επικοινωνία Μέρκελ-Τσίπρα, με την εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung να τονίζει πως ο Έλληνας Πρωθυπουργός παρακάλεσε την Καγκελάριο της Γερμανίας για χρήματα από το τηλέφωνο και να διερωτάται εάν «έχουν ήδη τελειώσει τα χρήματα της Αθήνας».

Όπως μεταφέρουν κυβερνητικές πηγές η συζήτηση του κ. Τσίπρα με την κ. Μέρκελ έγινε σε θετικό κλίμα και ήταν σε συνέχεια της συνάντησης των δύο ηγετών στις Βρυξέλλες. Η κυβέρνηση δεν έχει εγκαταλείψει την ιδέα για ένα έκτακτο Eurogroup σε περίπτωση που λειανθούν οι διαφορές με τους δανειστές.

Πιο ενεργό ρόλο αναλαμβάνει ο Πρόεδρος του ΣΟΕ, Γιώργος Χουλιαράκης ο οποίος είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον αξιωματούχο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ντέκλαν Κοστέλο. Οι δύο άνδρες συμφώνησαν να ξεκινήσουν άμεσα οι εργασίες του «Brussels Group» και σήμερα, θα υπάρξει τηλεδιάσκεψη. Το «Brussels Group» θα επαναληφθεί δια ζώσης την Τετάρτη με στόχο την επιτάχυνση των αποτελεσμάτων.

Χθες αργά το απόγευμα ο Πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας είχε συνεργασία στο Μέγαρο Μαξίμου με τον Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης, Γιάννη Δραγασάκη, τον Υπουργό Οικονομικών, Γιάνη Βαρουφάκη, τον Αναπληρωτή Υπουργό Εξωτερικών, Ευκλείδη Τσακαλώτο και στενούς του συνεργάτες. Έγινε ενημέρωση για τα γεγονότα στη Ρίγα της Λετονίας και χαράχθηκε η στρατηγική που θα ακολουθηθεί το επόμενο διάστημα.

Το γεγονός ότι ο κ. Τσίπρας αναλαμβάνει το βάρος της διαπραγμάτευσης σε ανώτερο επίπεδο αλλά και η επανενεργοποίηση του κ. Χουλιαράκη, ο οποίος είχε απομονωθεί τον τελευταίο καιρό, δείχνει τη βούληση της κυβέρνησης να αλλάξει το κλίμα που βάρυνε εξαιτίας της οξείας αντιπαράθεσης που είχε ο Γ. Βαρουφάκης με τους ομολόγους του. Είναι μια εμφανής προσπάθεια του πρωθυπουργού να «εξευμενίσει» τους δανειστές που πνέουν μένεα κατά του υπουργού Οικονομικών τον οποίο θεωρούν υπαίτιο των καθυστερήσεων στη διαπραγμάτευση.

Βεβαίως, η κυβέρνηση επιμένει ότι δεν θα κάνει πίσω σε βασικές «κόκκινες» γραμμές, κάτι που σημαίνει ότι θα μπορούσε να επέλθει ρήξη αν επιμείνουν σε πολύ σκληρά μέτρα οι δανειστές. Ερωτηθείς ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας Πάνος Καμμένος για το αν υπάρχει σκέψη να μειωθούν οι υψηλές επικουρικές συντάξεις είπε στο “MEGA Σαββατοκύριακο”: “Πόσοι είναι αυτοί; Πόσοι παίρνουν υψηλές επικουρικές συντάξεις. Δεν υπάρχουν πια αυτά τα σκανδαλώδη ποσά που έπαιρναν επικουρικές συντάξεις”.

Η κυβέρνηση επιδιώκει λύση μέσα στον Απρίλιο ή τουλάχιστον τις πρώτες ημέρες του Μαΐου, γι΄αυτό και έχει δοθεί η κατεύθυνση στους εμπειρογνώμονες που μετέχουν στο Brussels Group να επιλύουν όσο το δυνατόν συντομότερα τα σημεία διαφωνίας και τα προβλήματα που προκύπτουν ώστε να φτάσουμε σε συμφωνία γέφυρα και από εκεί μέσω του Eurogroup να δοθεί το “πράσινο φως” για κάποιου είδους χρηματοδότηση.

Στο ταμειακό αδιέξοδο της χώρας και στο ενδεχόμενο να ληφθούν πρόσθετα μέτρα στην περίπτωση που δεν βρεθεί λύση με τους δανειστές αναφέρθηκε ο Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης, με συνέντευξή του στην “Αυγή της Κυριακής”. Συγκεκριμένα τόνισε ότι “η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί, διότι δημιουργεί προϋποθέσεις ύφεσης, και η κοινωνία δεν αντέχει άλλη ύφεση, άλλη ανεργία, άλλη λιτότητα. Διότι αν αυτό συμβεί μπορεί να υποχρεωθούμε να πάρουμε από μόνοι μας μέτρα που ως τώρα προσπαθούμε να αποφύγουμε”.