Οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές πετρελαϊκές εταιρείες συνυπέγραψαν επιστολή με την οποία ζητούν από τις κυβερνήσεις των χωρών του πλανήτη να συμφωνήσουν στα τέλη του χρόνου στο Παρίσι, στη Διεθνή Σύνοδο για το Κλίμα, σε σύστημα τιμολόγησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
«Η αλλαγή του κλίματος είναι μια κρίσιμης σημασίας πρόκληση για τον κόσμο μας», έγραψαν οι διευθύνοντες σύμβουλοι έξι ευρωπαϊκών ενεργειακών εταιρειών στην Κριστιάνα Φιγκέρες, την κορυφαία αξιωματούχο του ΟΗΕ που έχει την ευθύνη των κλιματικών διαβουλεύσεων.
«Χρειαζόμαστε κυβερνήσεις σε όλον τον κόσμο, να μας δώσουν σαφές, σταθερό, μακροπρόθεσμο και φιλόδοξο πλαίσιο πολιτικών» υπογράμμισαν.
«Η βιομηχανία μας είναι αντιμέτωπη με μια πρόκληση: Χρειάζεται να ανταποκριθούμε σε μεγαλύτερη ζήτηση για ενέργεια, με λιγότερο διοξείδιο του άνθρακα. Είμαστε έτοιμοι να ανταποκριθούμε σ’ αυτήn την πρόκληση και είμαστε έτοιμοι να παίξουμε το ρόλο μας», τόνισαν οι διευθύνοντες σύμβουλοι των ενεργειακών εταιρειών. «Πιστεύουμε ακράδαντα ότι η τιμολόγηση του άνθρακα… θα μειώσει την αβεβαιότητα, ώστε να δοθεί κίνητρο για επενδύσεις στις σωστές τεχνολογίες χαμηλής έντασης άνθρακα και τους σωστούς (ενεργειακούς) πόρους, τη σωστή στιγμή» κατέληξαν, όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Η συνένωση των δυνάμεων της BP Plc, της Eni SpA, της Royal Dutch Shell Plc, της Total SA και της BG Group Plc έρχεται σε συνέχεια σχολίων από ορισμένους από τους διευθύνοντες συμβούλους αυτών των εταιρειών, στα οποία απηύθυναν έκκληση τους προηγούμενους μήνες, να συμμετάσχει η πετρελαϊκή βιομηχανία στον δημόσιο διάλογο για μια συμφωνία με στόχο τον περιορισμό των αερίων του θερμοκηπίου.
Σηματοδοτεί παράλληλα, διατλαντικό σχίσμα, καθώς οι κορυφαίες αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες, η Exxon Mobil Corp. και η Chevron Corp., αποφάσισαν να απόσχουν της ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας.
Την προηγούμενη εβδομάδα, ο Ρεξ Τίλερσον, ο διευθύνων σύμβουλος της Exxon Mobil είπε ότι δεν προτίθεται «να προσποιηθεί», ενώ ο Τζον Ουότσον της Chevron είπε ότι δεν θα συμμετάσχει στην ευρωπαϊκή πρωτοβουλία. Το σχίσμα αυτό θυμίζει αντίστοιχο του 1997- 98, όπως σημειώνει το Μπλούμπεργκ, όταν οι BP και Shell δεν συμπαρατάχθηκαν με τις αμερικανικές ομοειδείς εταιρείες, εγκαταλείποντας τη Παγκόσμια Κλιματική Συμμαχία, τον πιο μεγάλο εκείνη την εποχή, όμιλο προώθησης συμφερόντων που αντιπάλευε τις προσπάθειες για περιορισμό της χρήσης ορυκτών καυσίμων.
Η επιστολή στην Κριστιάνα Φιγκέρες, επικεφαλής της Σύμβασης- Πλαίσιο του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή και τον Γάλλο υπουργό Εξωτερικών Λοράν Φαμπιούς, προωθεί το φυσικό αέριο ως το λιγότερο ρυπογόνο ορυκτό καύσιμο, σε αντιδιαστολή με τους γαιάνθρακες και συμπίπτει με την έναρξη αυτή την εβδομάδα, της Παγκόσμιας Διάσκεψης για το Φυσικό Αέριο, στο Παρίσι.
Σε άλλη επιστολή τους που δημοσιεύθηκε στους κυριακάτικους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», οι επικεφαλής των ευρωπαϊκών ενεργειακών εταιρειών σημειώνουν: «Γράφουμε για να υπογραμμίσουμε τον σημαντικό ρόλο που μπορεί να παίξει το φυσικό αέριο στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής».
Τόσο ο ΟΗΕ όσο και η Παγκόσμια Τράπεζα είναι, εδώ και καιρό υπέρμαχοι πολιτικών που μεταθέτουν την ευθύνη στους ρυπαντές να πληρώσουν για τις εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα.
«Οι επιχειρήσεις συνήθιζαν να περιμένουν από τις κυβερνήσεις την τελειοποίηση πολιτικών, πλέον δεν περιμένουν. Προχωρούν, δίνοντας στήριξη και ενθάρρυνση σε εθνικές και διεθνείς δράσεις, διότι η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής είναι η καλύτερη πολιτική που διαθέτουν για την εξασφάλιση επιχειρηματικής συνέχειας» είπε η Κριστιάνα Φιγκέρες, προσφάτως στη Βαρκελώνη.
Σύμφωνα με έκθεση που έδωσε την προηγούμενη εβδομάδα στη δημοσιότητα η Παγκόσμια Τράπεζα, 40 χώρες και περισσότερες από 20 πόλεις, πολιτείες και περιοχές τιμολογούν σήμερα τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα – το ποσοστό αντιστοιχεί στο περίπου 12% των παγκόσμιων ετήσιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου ή σε ισοδύναμο σχεδόν 7 δισεκατομμυρίων τόνων διοξειδίου του άνθρακα.
Η αξία των συστημάτων, διεθνώς, τιμολόγησης άνθρακα, συμπεριλαμβανομένων των φόρων άνθρακα και των συστημάτων εμπορίας εκπομπών, ανήλθε συνολικά σε σχεδόν 50 δις δολάρια την 1η του περασμένου Απριλίου, ανέφερε η Παγκόσμια Τράπεζα.