Όσο η Γερμανία πουλά περισσότερα – τόσο σε αγαθά όσο και σε υπηρεσίες – από όσα αγοράζει, τόσο συμβάλλει στην μείωση της παραγωγής και στης απασχόλησης εκτός των γερμανικών συνόρων.
Αυτό υποστήριξε σε άρθρο του στο Brookings Institute, ο πρώην Διοικητής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) Μπεν Μπερνάκε.
Ο Μπερνάκε χαρακτηρίζει «πρόβλημα» το μεγάλο γερμανικό εμπορικό πλεόνασμα, συνδέοντάς το άμεσα με τα χαμηλά επίπεδα ανάπτυξης και την ανεπαρκή συνολική ζήτηση ιδιαίτερα σε μια περίοδο που η νομισματική πολιτική έχει φτάσει στα όριά της, όπως συμβαίνει στις περισσότερες χώρες.
Το 2014 το γερμανικό πλεόνασμα ήταν 250 δισεκατομμύρια δολάρια ή περίπου 7% του ΑΕΠ της χώρας και συνεχίζει την ανοδική πορεία του που ξεκίνησε από το 2.000. Την ίδια ώρα, πολλά κράτη-μέλη της Ευρωζώνης βρίσκονται σε βαθιά ύφεση, με υψηλή ανεργία και κανένα περιθώριο δημοσιονομικά, αναφέρει ο πρώην επικεφαλής της FED. Η ανάπτυξη είναι χαμηλή και εκτός Ευρωζώνης, εκτός από κάποια σημάδια ανάκαμψης στις ΗΠΑ.
Κατά τον Μπερνάκε οι επίμονες ανισορροπίες στην Ευρωζώνη είναι επιβλαβείς, αφού προκαλούν αναγκαστικά δημοσιονομικές ανισορροπίες και ανισορροπία στην ανάπτυξη. Θεωρητικώς, οι μειώσεις μισθών στις άλλες χώρες, εκτός Γερμανίας, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μείωση του συνολικού κόστους παραγωγής και ν’ αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα. Παρά το ότι, όπως λέει, έχει γίνει κάποια πρόοδος σε αυτό, ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη βρίσκεται αρκετά κάτω από τον στόχο του 2%.
Αυτό σημαίνει, όπως εξηγεί, ότι είναι αναγκαίος ο περαιτέρω αποπληθωρισμός και για μεγάλο χρονικό διάστημα στους ονομαστικούς μισθούς εκτός της Γερμανίας. Και αυτό σημαίνει ακόμη περισσότερο πόνο και ακόμη υψηλότερη ανεργία για τους άλλους λαούς της Ευρώπης.