S&P: Αναβάθμισε σε θετικό το outlook της Ελλάδας, "βλέπει" ανάπτυξη τουλάχιστον 2,5% το 2023

Ο οίκος αξιολόγησης S&P επιβεβαίωσε την αξιολόγηση της Ελλάδας στη βαθμίδα BB+ (μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική), ενώ αναβάθμισε σε θετικό από σταθερό το outlook.

Όπως επισημαίνει στην έκθεσή του ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης, οι ελληνικές δομικές μεταρρυθμίσεις και η ανθεκτικότητα της οικονομίας, σε συνδυασμό με την ευρωπαϊκή στήριξη, έχουν βελτιώσει τα οικονομικά της κυβέρνησης και τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού τομέα.

Επιπλέον, σημειώνει πως μετά την πιο ταχεία δημοσιονομική σύγκλιση το 2022, η Ελλάδα επέστρεψε σε πρωτογενές πλεόνασμα και αναμένεται περαιτέρω βελτίωση τα επόμενα χρόνια.

 

 

Οι επενδύσεις αυξήθηκαν στο 21% του ΑΕΠ στα τέλη του 2022, ενισχυμένες κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες την τελευταία τριετία. Ο οίκος αναμένει διατήρηση αυτής της τάσης, με βάση και τα κεφάλαια που είναι διαθέσιμα από το Ταμείο Ανάκαμψης.

Ο οίκος Standard&Poors’ σημειώνει πως θα μπορούσε να αναβαθμίσει την Ελλάδα εντός των επόμενων 12 μηνών εφόσον διατηρηθεί η δημοσιονομική πειθαρχία -όπως εκτιμά- έως το 2026. Επίσης, μια αναβάθμιση εξαρτάται και από τη διατήρηση των δομικών μεταρρυθμίσεων από την επόμενη κυβέρνηση που θα προκύψει από τις επικείμενες εθνικές εκλογές, ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητα της χώρας.

Αντιθέτως, ο οίκος θα μπορούσε να υποβαθμίσει τις προοπτικές σε σταθερές εντός του επόμενου έτους εάν η εκτέλεση του προϋπολογισμού αποκλίνει σημαντικά από τις τρέχουσες προβλέψεις και επιδεινωθούν πέραν των προβλέψεων οικονομικές ανισορροπίες όπως το ήδη αυξημένο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών.

Ανάπτυξη τουλάχιστον 2,5% το 2023

Η ελληνική οικονομία έχει αποδειχθεί ανθεκτική παρά τις δύσκολες εξωτερικές μακροοικονομικές συνθήκες. Η οικονομική δραστηριότητα αναπτύχθηκε κατά 5,9% σε πραγματικούς όρους το 2022, ξεπερνώντας κατά πολύ τα προ – πανδημίας επίπεδα, παρά την ενεργειακή κρίση για την Ελλάδα και τους εμπορικούς της εταίρους. Οι επενδύσεις αυξήθηκαν στο 21,4% του ΑΕΠ στο τέλος του 2022, αυξημένες κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες από το τέλος του 2019, ενώ οι εξαγωγές ως ποσοστό του ΑΕΠ εκτιμάται ότι αυξήθηκαν κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες την τελευταία δεκαετία.

Με σταθερές επενδυτικές προοπτικές και χωρίς σημάδια εξασθένησης της τουριστικής ισχύος, ο οίκος βλέπει ότι η οικονομική ανάπτυξη θα φτάσει τουλάχιστον το 2,5% το 2023 και ύστερα αναμένει να κυμανθεί κατά μέσο όρο λίγο κάτω από το 3% την περίοδο 2024 – 2026.

Οι προσπάθειες για την εξυγίανση των ισολογισμών έχουν αποφέρει καρπούς, με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) να μειώνονται στο 8,2% τον Δεκέμβριο του 2022, ποσοστό που αν και εξακολουθεί να είναι υψηλό, είναι πολύ χαμηλότερο από το αποκορύφωμα του 49,2% τον Ιούνιο του 2017. Ενώ εξακολουθούν να υπάρχουν ανησυχίες σχετικά με την ποιότητα των κεφαλαίων των τραπεζών, ο χρηματοπιστωτικός τομέα εμφανίζεται πιο σταθερός από ό,τι τα τελευταία χρόνια.

Οι δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις αρχίζουν επίσης να αποδίδουν καρπούς. Οι ελληνικές αρχές, τονίζει η S&P, έχουν επικεντρωθεί στη βελτίωση της ψηφιοποίησης των υπηρεσιών, γεγονός που ενισχύει τα έσοδα παράλληλα με τον υψηλό πληθωρισμό. Παρά την παροχή σημαντικής κυβερνητικής στήριξης το 2022, ο οίκος εκτιμάει ότι το 2022 θα υπάρξει πρωτογενές πλεόνασμα, γεγονός που σηματοδοτεί σημαντική εξυγίανση (βλ. Οριακό πρωτογενές πλεόνασμα 0,1% του ΑΕΠ το 2022). Ακόμη, ο οίκος αναμένει περαιτέρω δημοσιονομικά κέρδη τα επόμενα χρόνια, καθώς άλλες μεταρρυθμίσεις, όπως αυτές για τις συντάξεις και την κατάργηση των μέτρων για τον κορονοϊό, και η ενεργειακή στήριξη συμβάλλουν στον περιορισμό του δημοσιονομικού χάσματος.

Η Ελλάδα έλαβε τη δεύτερη πληρωμή του Ταμείου Ανάκαμψης ύψους 3,6 δισ. ευρώ (σχεδόν 2% του ΑΕΠ) τον Ιανουάριο του 2023, έπειτα από την πρόοδο όσον αφορά τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις για την αποδέσμευση της χρηματοδότησης. Το ποσό αυτό ανεβάζει τις συνολικές εκταμιεύσεις στα 11,1 δισ. ευρώ, από το μέγιστο κονδύλιο των 30,5 δισ. ευρώ επιχορηγήσεων και δανείων που είναι διαθέσιμα για την Ελλάδα μέχρι το 2026. Ο οίκος θαρρεί ότι το σχέδιο μεταρρυθμίσεων παρέχει σταθερότητα και αναμένεται να ενθαρρύνει τη συνέχιση του ρυθμού των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, γεγονός που ενισχύει την ανταγωνιστικότητα και τη μελλοντική εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους.

Η S&P πιστεύει ότι τα προγράμματα του Σχεδίου Ανάκαμψης και τα διαθέσιμα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης – καθώς και τα απτά οφέλη της σημαντικής προόδου στην αναδιάρθρωση της οικονομίας την τελευταία δεκαετία – θα παράσχουν κίνητρο στις όποιες αρχές εκλεχθούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο, τονίζει ο οίκος, ο ρυθμός και το βάθος των μεταρρυθμίσεων θα εξαρτηθούν από την αποφασιστικότητα της επόμενης κυβέρνησης που θα σχηματιστεί μετά της εκλογές που έχουν προγραμματιστεί για τις 12 Μαΐου. Ο οίκος εκτιμάει ότι η επόμενη κυβέρνηση θα συνεχίσει να επιδιώκει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Οι αξιολογήσεις του οίκου για την Ελλάδα εξακολουθούν να περιορίζονται από τις αυξημένες εξωτερικές ανισορροπίες. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε στο 9,7% του ΑΕΠ το 2022. Η αποκλιμάκωση των τιμών της ενέργειας μαζί με την περαιτέρω αύξηση της τουριστικής δραστηριότητας στηρίζουν την προσδοκία του οίκου ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα μετριαστεί τα επόμενα χρόνια.

Αν και εξακολουθεί να είναι αρκετά μεγάλο σε ονομαστικούς όρους, το προφίλ του δημοσίου χρέους της ελληνικής κυβέρνησης σε σχέση με τη λήξη και το κόστος των τόκων παραμένει ένα από τα πιο ευνοϊκά παγκοσμίως. Η υψηλή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ έχει μειώσει σημαντικά τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια. Το καθαρό χρέος κορυφώθηκε στο 188% του ΑΕΠ το 2020 και ο οίκος εκτιμάει ότι θα μειωθεί στο 145% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του 2023. Η Ελλάδα ξεχωρίζει μεταξύ των ομολόγων της ΕΕ ως προς την ταχύτητα μείωσης του λόγου χρέους το 2022. Η S&P προβλέπει περαιτέρω μείωση κατά την περίοδο 2024 – 2026, εν μέσω σταθερής οικονομικής ανάπτυξης και βελτίωσης των δημοσιονομικών επιδόσεων.

Αναθεωρεί ανοδικά την πρόβλεψη για το πραγματικό ΑΕΠ του 2023 στο 2,5%

Ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ αναμένεται να επιβραδυνθεί το 2023, αν και θα παραμείνει υψηλότερος από τον αντίστοιχο ρυθμό των χωρών της Ευρωζώνης, ο οποίος εκτιμάται στο 2,5%, βρίσκοντας στήριξη μεταξύ άλλων στις επενδύσεις, στον τουρισμό και στη μείωση της ανεργίας.

Ο οίκος επισημαίνει ότι η Ελλάδα συνεχίζει να εφαρμόζει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να βελτιώσουν τις μεσοπρόθεσμες οικονομικές και δημοσιονομικές επιδόσεις.

Οι εθνικές εκλογές που θα διεξαχθούν στις 21 Μαΐου ενδέχεται να οδηγήσουν σε επαναληπτικές κάλπες από όπου θα προκύψει μια μια κυβέρνηση που θα πρέπει να είναι επικεντρωμένη στην υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ελλάδας.

Η ελληνική κρίση χρέους (2009-2015) προκάλεσε μια μακρά περίοδο οικονομικής και θεσμικής αστάθειας, χαμηλής ανάπτυξης και υποεπένδυσης, καθώς οι διαδοχικές κυβερνήσεις της περιόδου αυτής περιέκοψαν τις δαπάνες για την υγεία, την εκπαίδευση και τις υποδομές. Το 2019 η περίοδος αυτή έφτασε στο τέλος της, καθώς ανέκαμψαν οι άμεσες ξένες επενδύσεις (μεταξύ άλλων μέσω της πώλησης μη εξυπηρετούμενων δανείων από τις τράπεζες), ενώ η επιχειρηματική εμπιστοσύνη βελτιώθηκε γρήγορα σε συνδυασμό με την πρόοδο στη δημοσιονομική εξυγίανση και στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, μεταξύ άλλων σε τομείς όπως η φορολογική συμμόρφωση, η  αγορά εργασίας, οι νόμοι περί ανταγωνιστικότητας και η δικαιοσύνη (όπου η μεταρρυθμιστική διαδικασία  δεν έχει ολοκληρωθεί).

Μετά την πανδημία φαίνεται πως ανακάμπτει ο τομέας των επενδύσεων και ενισχύεται η εμπιστοσύνη στην οικονομία. Η ταχεία ψηφιοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών οδήγησε σε σημαντική πρόοδο όσον αφορά τη μείωση της φοροδιαφυγής. Οι ισχυρές επιδόσεις του τουρισμού, της ναυτιλίας και της μεταποίησης, παράλληλα με την πρόοδο των τραπεζών στην πώληση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, έφεραν επιπλέον επενδύσεις.

Το 2022, το ελληνικό ΑΕΠ ενισχύθηκε κατά περίπου 6% σε πραγματικούς όρους. Οι εισπράξεις από τον τουρισμό ανέκαμψαν κοντά στα προ πανδημίας επίπεδα, αλλά η εγχώρια ζήτηση ήταν η κύρια πηγή ανάπτυξης, καθώς η ιδιωτική κατανάλωση ενισχύθηκε (παρά την επιτάχυνση του πληθωρισμού), υποβοηθούμενη από τη βελτιωμένη αγοράς εργασίας και τις επενδύσεις που κατέγραψαν άλλη μια χρονιά διψήφιου ποσοστού ανάπτυξης.

Οι πρόδρομοι δείκτες κλίματος στέλνουν σήμα ότι η οικονομική εμπιστοσύνη το 2023 παραμένει μέχρι στιγμής σταθερή. Ο οίκος αναθεωρεί την πρόβλεψη για το πραγματικό ΑΕΠ του 2023 στο 2,5% από 1,7% ενώ οι επενδύσεις που συνδέονται με το Ταμείο Ανάκαμψης λογικά θα υποστηρίξουν την ανάπτυξη, παρά τις εξασθενημένες προοπτικές των εμπορικών εταίρων. Η S&P αναμένει ότι το ΑΕΠ θα ενισχυθεί με ένα μέσο ποσοστό 2,8% την περίοδο 2024-2026.

Όπως επισημαίνει, το μέγεθος της ελληνικής οικονομίας εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλότερο από το υψηλό πριν την κρίση δημοσίου χρέους, γεγονός που υποδηλώνει ότι υπάρχουν περιθώρια για ανάπτυξη πάνω από την τάση τα επόμενα χρόνια.

Ενεργειακή κρίση

Οι προηγούμενες ανησυχίες σχετικά με την ενεργειακή εξάρτηση της Ελλάδας από τη Ρωσία φαίνονται μέχρι στιγμής υπερβολικές. Παρά το γεγονός ότι το 40% του φυσικού αερίου της Ελλάδας προερχόταν προηγουμένως απευθείας από τη Ρωσία, οι αγωγοί φυσικού αερίου δεν διακόπηκαν ποτέ. Επιπλέον, οι προσπάθειες για τη μείωση της ζήτησης φυσικού αερίου αποδείχθηκαν επιτυχείς (η βιομηχανική ζήτηση μειώθηκε κατά περίπου 60%) και σχετικά απλές, δεδομένου ότι η ζήτηση ήταν συγκεντρωμένη σε δύο μεγάλα διυλιστήρια που μπόρεσαν να στραφούν στο πετρέλαιο. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ιδίως η αιολική και η ηλιακή ενέργεια, θα παραμείνουν πιθανότατα μακροπρόθεσμες λύσεις για την Ελλάδα, η οποία θα πρέπει να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τυχόν βραχυπρόθεσμα κενά, τουλάχιστον εν μέρει, αξιοποιώντας τις σημαντικές εγκαταστάσεις εισαγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου της χώρας.

Ταμείο Ανάκαμψης

Ως μέρος του NGEU, η Ελλάδα διαθέτει έως και 30,5 δισ. ευρώ (17,5 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις, 12,7 δισ. ευρώ σε δάνεια) στο πλαίσιο του Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την περίοδο 2021-2026. Αυτό καθιστά την Ελλάδα τον μεγαλύτερο δικαιούχο στην ΕΕ σε σχέση με το μέγεθος της οικονομίας της. Περισσότερο από το 1/3 των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης προορίζεται για την πράσινη μετάβαση της χώρας, περίπου το 1/4 για την ψηφιοποίηση και το υπόλοιπο για τη στήριξη ιδιωτικών επενδύσεων, πολιτικών για την αγορά εργασίας, την υγειονομική περίθαλψη και τη δημόσια διοίκηση, συμπεριλαμβανομένης της φορολογικής διοίκησης και του δικαστικού συστήματος. Η δεύτερη πληρωμή της Ελλάδας στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης, ύψους 3,6 δισ. ευρώ, πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 2023 μετά την πρόωρη εκπλήρωση 28 ορόσημων και στόχων. Εάν χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά, ο οίκος εκτιμά πως τα κεφάλαια αυτά θα μπορούσαν να επιταχύνουν τις διαρθρωτικές βελτιώσεις στην οικονομία, να συμβάλουν σε ισχυρότερη ανάπτυξη και να βελτιώσουν την ικανότητα εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους στον προβλεπόμενο ορίζοντα.

Μεταρρυθμίσεις

Από το 2015, οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο στη μείωση της φοροδιαφυγής, στην αναμόρφωση των κρατικών επιχειρήσεων, στη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας, στο πτωχευτικό δίκαιο, στη δημόσια υγειονομική περίθαλψη, στη νομοθεσία περί ανταγωνισμού και σε ορισμένες πτυχές του δικαστικού συστήματος. Εντούτοις η απονομή δικαιοσύνης στην Ελλάδα παραμένει αποτρεπτικός παράγοντας για τις επιχειρήσεις και τις επενδύσεις, λόγω καθυστερήσεων σε δίκες και της αβέβαιης εφαρμογής του νόμου. Ενώ η κτηματογράφηση συνεχίζεται και ψηφιοποιείται ολοένα και περισσότερο, δεν είναι όλες οι περιοχές της Ελλάδας καταχωρημένες στο εθνικό κτηματολόγιο (μοναδικό φαινόμενο στην Ευρώπη).

Ο μεγάλος, ευέλικτος και ανταγωνιστικός ναυτιλιακός τομέας της Ελλάδας περιπλέκει την ανάλυση της ευρύτερης οικονομίας, δεδομένου ότι αντιπροσωπεύει ένα αρκετά μέτριο μερίδιο της απασχόλησης και της προστιθέμενης αξίας, αλλά αποτελεί το μεγαλύτερο μερίδιο του εξωτερικού χρέους του μη χρηματοπιστωτικού τομέα. Εξηγεί επίσης ένα μεγάλο μέρος του εξωτερικού δανεισμού και των επενδύσεων στην ελληνική οικονομία μέσω ξένων θυγατρικών (καθώς και τα ασταθή στοιχεία εισαγωγών και τις σημαντικές επανεξαγωγές).

Εκλογές

Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει προκηρύξει βουλευτικές εκλογές για τις 21 Μαΐου 2023. Η ψηφοφορία θα είναι η πρώτη και τελευταία που θα διεξαχθεί με απλή αναλογική (χωρίς μπόνους έδρες), μετά τις αλλαγές που θέσπισε η προηγούμενη αριστερή κυβέρνηση υπό τον ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, εάν, όπως δείχνουν οι σημερινές δημοσκοπήσεις, οι κάλπες δεν αναδείξουν νικητή, υπάρχει η πιθανότητα διεξαγωγής δεύτερων εκλογών έως τις αρχές Ιουλίου, οι οποίες θα διεξαχθούν με διαφορετικό εκλογικό σύστημα, που θα χορηγεί μπόνους έδρες κλιμακωτά στα κόμματα, σύμφωνα με νόμο που πέρασε η σημερινή κυβέρνηση τον Ιανουάριο του 2020. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως υπάρχει πιθανότητα να αναλάβει την εξουσία από τα τέλη Μαΐου ένας δικομματικός κυβερνητικός συνασπισμός.

Αν και η Standard&Poor’s αναγνωρίζει την αβεβαιότητα σχετικά με το εκλογικό αποτέλεσμα, προβλέπει ότι η επόμενη κυβέρνηση θα συνεχίσει να επιδιώκει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και δημοσιονομική εξυγίανση. Πιστεύει πως τα προγράμματα της NGEU και τα διαθέσιμα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, καθώς και τα απτά οφέλη της σημαντικής προόδου που έχει σημειωθεί στην αναδιάρθρωση της οικονομίας κατά την τελευταία δεκαετία, παρέχουν σταθερά κίνητρα στην επόμενη κυβέρνηση ώστε να συνεχίσει να εφαρμόζει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ανεξάρτητα από το εκλογικό αποτέλεσμα.

Ευελιξία και προφίλ επιδόσεων

– Η υπεραπόδοση των κρατικών εσόδων δημιούργησε δημοσιονομικό χώρο και φέρνει την επιστροφή των πρωτογενών πλεονασμάτων. Ο οίκος αναμένει ότι το έλλειμμα του προϋπολογισμού της γενικής κυβέρνησης θα είναι κατά μέσο όρο 1% την περίοδο 2023-2026.

– Ενώ οι ευπάθειες του τραπεζικού τομέα εξακολουθούν να υπάρχουν, μετά από μια μαζική εξυγίανση, ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε επίπεδο συστήματος μειώθηκε στο 8,2% τον Δεκέμβριο του 2022 από το ανώτατο επίπεδο του 49,2% τον Ιούνιο του 2017.

– Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών επιδεινώθηκε σημαντικά το 2022 στο 9,7% του ΑΕΠ, καθώς αυξήθηκαν οι εισαγωγές ενέργειας και κεφαλαίων, και ο οίκος αναμένει ότι θα κυμανθεί κατά μέσο όρο στο 6% την περίοδο 2023-2026.

Οι δημοσιονομικές επιδόσεις της Ελλάδας εξακολουθούν να υπερβαίνουν τις προσδοκίες του οίκου. Το δημοσιονομικό έλλειμμα μειώθηκε στο 2,3% του ΑΕΠ το 2022 από 7,1% το 2021. Η υπεραπόδοση των εσόδων ήταν κεντρικό στοιχείο της βελτιωμένης θέσης, με τις προσπάθειες για βελτίωση της ψηφιοποίησης να αποδίδουν καρπούς με τη μορφή υψηλότερης φορολογικής συμμόρφωσης. Η βελτίωση ήρθε παρά το γεγονός ότι η κρατική στήριξε παρέμεινε σημαντική. Οι προσπάθειες επικεντρώθηκαν κυρίως στις επιδοτήσεις ενέργειας (που ανήλθας στο 0,5% του ΑΕΠ) αλλά περιλάμβαναν επίσης τη μείωση φόρων εισοδήματος φυσικών προσώπων, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής ασφάλισης, και την κατάργηση των εισφορών αλληλεγγύης. Όπως και αλλού, ο υψηλότερος του αναμενόμενου πληθωρισμός το 2022 ενίσχυσε σημαντικά τις επιδόσεις των κρατικών εσόδων και συνέβαλε στη διάβρωση του σημαντικού λόγου χρέους της Ελλάδας προς το ΑΕΠ.

Ο προϋπολογισμός της κυβέρνησης για το 2023 στοχεύει σε πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ. Σημειώνεται ότι ο οίκος εκτιμάει ότι θα υπάρξει πλεόνασμα περίπου 1% του ΑΕΠ φέτος. Ενώ η Ελλάδα έχει μέχρι στιγμής πετύχει να μειώσει το κενό του ΦΠΑ (η διαφορά μεταξύ των εκτιμώμενων εισπράξεων ΦΠΑ και των πραγματικών εσόδων ΦΠΑ- ένα μέτρο της φορολογικής συμμόρφωσης), παραμένει πολύ πάνω από το αντίστοιχο επίπεδο των ομοειδών χωρών, γεγονός που υποδηλώνει ότι υπάρχει περιθώριο για περαιτέρω αύξηση των εσόδων. Παρ’όλα αυτά, ο οίκος δεν αναμένει ότι η εξυγίανση θα είναι τόσο γρήγορη όσο το 2022. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο τερματισμός των μέτρων κορονοϊού θα αποτυπωθεί πολύ λιγότερο στις περικοπές δαπανών, ενώ η πίεση για αύξηση των δαπανών εν μέσω ανησυχιών για το κόστος ζωής είναι πιθανό να συνεχιστεί (όπως δείχνουν  οι πρόσφατες αυξήσεις των συντάξεων και των επιδομάτων κατά 7,8% και 10,8%, αντίστοιχα).

Τα επόμενα χρόνια, η βασική πρόβλεψη του οίκου είναι για μια σταδιακή σύσφιξη προς ένα συνολικό δημόσιο έλλειμμα 0,5% έως το 2026, περίπου ισοδύναμο με πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 2%. Ωστόσο, οι κίνδυνοι για τις προβλέψεις περιλαμβάνουν:

– Η έλλειψη αποφασιστικότητας της επόμενης κυβέρνησης να εκτελέσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να μειώσει το δημόσιο χρέος. Ενώ ακόμη και σε ένα σενάριο χωρίς αλλαγές στην πολιτική, η οικονομική ανάπτυξη από μόνη της θα ήταν πιθανότατα αρκετή για να κλείσει περαιτέρω το δημοσιονομικό κενό, η απουσία όμως της ώθησης προς την προώθηση μεταρρυθμίσεων θα μπορούσε να βλάψει τις σημερινές θετικές οικονομικές προοπτικές.

– Νέες ενεργειακές ανησυχίες. Οι τιμές της ενέργειας ενδέχεται να εκτοξευθούν και πάλι, ιδίως σε περίπτωση ενός ψυχρού χειμώνα. Καθώς δεν υπάρχουν ενδείξεις τελειωμού του πολέμου στην Ουκρανία, η έκθεση της χώρας στις τιμές της ενέργειας παραμένει αυξημένη.

– Εξωτερικές ανησυχίες για τη μακροοικονομική ή χρηματοπιστωτική σταθερότητα που θα μπορούσαν να υποβαθμίσουν τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Ενώ τα τρέχοντα διεθνή δεδομένα δεν φαίνεται να συνάδουν με τα πιο απαισιόδοξα καθοδικά σενάρια, ο κίνδυνος υλοποίησής τους έχει αυξηθεί. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να βλάψει τις οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας.

Ο οίκος προβλέπει περαιτέρω πτώση του ακαθάριστου χρέους σε περίπου 136% του ΑΕΠ έως το 2026, από το αποκορύφωμα του 206% το 2020. Αρχικά, αυτό οφείλεται στη σημαντική αύξηση του ΑΕΠ που έλαβε χώρα και που αναμένεται την περίοδο 2021 – 2023. Έπειτα, αναμένει ότι η δημοσιονομική εξυγίανση θα διαδραματίσει όλο και πιο σημαντικό ρόλο. Τα ταμειακά αποθέματα παραμένουν σημαντικά στην Ελλάδα, σε περίπου 15% του ΑΕΠ στο τέλος του 2022. Αυτά τα ρευστά assets αφαιρούνται από το ακαθάριστο δημόσιο χρέος, με αποτέλεσμα να υπολογίζει ο οίκος το καθαρό δημόσιο χρέος στο 124% του ΑΕΠ το 2026.

Το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης παραμένει πολύ χαμηλό στο 1,54% περίπου, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του 2022. Παρά το σημαντικό χρέος της χώρας, είναι σημαντικά χαμηλότερο από το μέσο κόστος αναχρηματοδότησης σε σχέση με τα περισσότερα κράτη της κατηγορίας “BB”. Καθώς η Ελλάδα συνεχίζει να αντικαθιστά ένα αυξανόμενο μερίδιο του δημόσιου χρέους της με την έκδοση ομολόγων, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους ως μερίδιο των κρατικών εσόδων θα μπορούσε να αυξηθεί.

Πληθωρισμός

Ο πληθωρισμός αρχίζει να υποχωρεί με την υποχώρηση των τιμών της ενέργειας, μετά την εκτίναξη στο 9,3% το 2022. Ο αποπληθωριστικός αντίκτυπος της πτώσης των ενεργειακών τιμών οδηγεί τον οίκο στην πρόβλεψη για πληθωρισμό στο 4,3% για το 2023. Αυτό, ωστόσο, εξακολουθεί να είναι πολύ πάνω από τον στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και την πρόσφατη ιστορία στην Ελλάδα, καθώς ο δομικός πληθωρισμός ήταν αυξημένος στο 6,7% τον Μάρτιο του 2023 και δείχνει να αυξάνεται. Ο πληθωρισμός των τροφίμων είναι επίσης ιδιαίτερα αυξημένος, ενδεχομένως λόγω μιας πιο καθυστερημένης μετακύλισης. Τελικά, ο οίκος βλέπει τον πληθωρισμό να υποχωρεί και να διαμορφώνεται κατά μέσο όρο στο 2,1% την περίοδο 2024-2026.

Τράπεζες

Τα οικονομικά αποτελέσματα των ελληνικών τραπεζών το 2022 δείχνουν σημαντική βελτίωση μετά από μια δεκαετία προβλημάτων ποιότητας ενεργητικού. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια μειώθηκαν στο 8,2% τον Δεκέμβριο του 2022 από το αποκορύφωμα του 49,2% τον Ιούνιο του 2017, με βελτίωση 32 ποσοστιαίων μονάδων μόνο τα τελευταία τρία χρόνια. Η εξυγίανση έρχεται μετά την εφαρμογή του προγράμματος Ηρακλής. Η παρέμβαση αυτή έχει ανοίξει το δρόμο για σημαντικές πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων και τη συνεχιζόμενη εξυγίανση των ισολογισμών. Η συγκρατημένη διάθεση των τραπεζών για ανάληψη κινδύνου τα τελευταία χρόνια συνεπάγεται επίσης ότι η μελλοντική επιδείνωση των περιουσιακών στοιχείων θα πρέπει να είναι πιο περιορισμένη εάν οι μακροοικονομικές συνθήκες επιδεινωθούν.

Κατά συνέπεια, η ιδιωτική πίστωση άρχισε  να επεκτείνεται σε καθαρούς όρους, αντιστρέφοντας την τάση συρρίκνωσης του καθαρού δανεισμού από το 2010. Αυτό εξηγείται εν μέρει από τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης που διοχετεύονται μέσω του τραπεζικού συστήματος, αλλά σε μεγαλύτερο βαθμό αντικατοπτρίζει την πρόοδο που έχει σημειωθεί μέχρι στιγμής στον ισολογισμό, με αποτέλεσμα την αύξηση της ικανότητας στήριξης της οικονομίας.

Πότε είναι οι επόμενες αξιολογήσεις

Σημειώνεται ότι η S&P είχε αναβαθμίσει την Ελλάδα τον Απρίλιο του 2022 από ΒΒ σε ΒΒ+, με σταθερό outlook, ενώ πιο πρόσφατα η Fitch αναβάθμισε την Ελλάδα τον Ιανουάριο του 2023 σε “ΒΒ+” από “ΒΒ” με σταθερό το outlook και η Moody’s τον Μάρτιο αναβάθμισε σε θετικό το outlook από σταθερό, διατηρώντας την αξιολόγηση στο “Ba3” (τρεις θέσεις κάτω από την επενδυτική βαθμίδα).

Πάντως, η βρετανική Barclays ανέφερε νωρίτερα ότι η επενδυτική βαθμίδα πλησιάζει για την Ελλάδα, σημειώνοντας ότι “η επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας στα τέλη του 2023 ή αρχές 2024 φαίνεται πιθανή”.

Μετά τη σημερινή αξιολόγηση της S&P, η Fitch θα αξιολογήσει τη χώρα στις 9 Ιουνίου, η DBRS στις 8 Σεπτεμβρίου και η Moody’s στις 15 Σεπτεμβρίου.