Ένα προειδοποιητικό «καμπανάκι» περί του τι σηματοδοτεί η κατάρρευση της Silicon Valley Bank και δύο ακόμη τραπεζών σημαίνουν οι Financial Times.
Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες και έχουν προκαλέσει παγκόσμια ανησυχία. «Από όλους τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να “πεθάνει” μια τράπεζα, αυτός που ακολούθησε η Silicon Valley Bank προς την κατάρρευση φαίνεται ότι ήταν ένας από τους πιο απερίσκεπτους» γράφει ο Ζερόμ Λεγκράς, διευθύνων σύμβουλος και επικεφαλής έρευνας στην Axiom Alternative.
Σε οξύ τόνο, ο Λεγκράς γράφει στους Financial Times πως οι τράπεζες υπάρχουν για να αναλαμβάνουν και να διαχειρίζονται τους κινδύνους ρευστότητας, επιτοκίων και πιστώσεων. «Ως εκ τούτου, είναι εκπληκτικό να ακούει κανείς ότι μια αμερικανική τράπεζα χρεοκόπησε επειδή επένδυσε μεγάλο μέρος της διογκωμένης βάσης καταθέσεών της» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Πώς φτάσαμε στο «κανόνι» της Silicon Valley Bank
Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, το εν λόγω «κανόνι» θα εγείρει πολλά ερωτήματα, κυρίως σχετικά με τον κίνδυνο εξάπλωσης του φαινομένου, τις εποπτικές και ρυθμιστικές αποτυχίες, τον αντίκτυπο στην αγορά επιχειρηματικών κεφαλαίων κ.ά. «Όμως, η βασική αιτία είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο: τα επιτόκια αυξήθηκαν γρήγορα και παντού και είναι εύλογο να αναρωτηθεί κανείς αν μια παρόμοια συντριβή υψηλής ταχύτητας θα μπορούσε να συμβεί και αλλού» τονίζει.
Κατά τον αρθρογράφο, τα βασικά… συστατικά της εκρηκτικής συνταγής είναι τρία: ασταθείς καταθέσεις, υψηλός κίνδυνος επιτοκίων, ανεπαρκής αντιστάθμιση κινδύνου. Όπως εξηγεί, όταν αυτά τα συστατικά συνυπάρχουν, τότε το… έργο είναι γνωστό: ένα bank run (φυγή καταθέσεων) ξεκινά, τα μακροπρόθεσμα περιουσιακά στοιχεία πρέπει να πωληθούν με ζημία και, ελλείψει αντιστάθμισης κινδύνου, οι τράπεζες χρεοκοπούν.
Το «κρας τεστ» ΗΠΑ, ευρωζώνης, Ιαπωνίας
Οι βασικές τραπεζικές αγορές, τις οποίες υποβάλλει σε ένα συγκριτικό τεστ ο αρθρογράφος, είναι τρεις: οι ΗΠΑ, η ευρωζώνη και η Ιαπωνία. Σύμφωνα με τους FT, το «κλειδί» είναι τα επίπεδα των καταθέσεων. Και τι κάνουν οι τράπεζες όταν έχουν πάρα πολλές καταθέσεις; Ένα μονοπάτι είναι η αγορά μακροπρόθεσμων ομολόγων.
«Οι ευρωπαϊκές τράπεζες, σημαδεμένες από τις απώλειες κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους της ευρωζώνης, έμαθαν με τον πλέον επώδυνο τρόπο ότι αυτή η στρατηγική δεν οδηγεί τόσο απλά στη… γη της επαγγελίας. Διότι γνωρίζουν ότι τα βιβλία ομολόγων τους πρέπει να είναι αντισταθμισμένα. Από τα πρώτα ευρωπαϊκά τραπεζικά ρυθμιστικά τεστ αντοχής το 2009, οι τράπεζες ελέγχονται ως προς την ευαισθησία τους στις μειώσεις της αξίας των κρατικών ομολόγων» επισημαίνει ο Ζερόμ Λεγκράς.
Είναι δυνατόν να καθοριστεί με ακρίβεια αυτός ο κίνδυνος και ο αντίκτυπος των αντισταθμίσεων που χρησιμοποιούν οι τράπεζες αυτών των τριών μεγάλων αγορών;
FT: Η ευρωζώνη δείχνει να είναι ασφαλής
Ο Ζερόμ Λεγκράς υποστηρίζει στη συνέχεια ότι η ευρωζώνη μοιάζει με ασφαλές μέρος:
«Μια αύξηση των επιτοκίων αναφοράς κατά περίπου 2 ποσοστιαίες μονάδες θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση της αξίας των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών στο μπλοκ κατά περίπου 4%. Υπάρχει όμως διασπορά και προφανώς το μέγεθος παίζει ρόλο. Η γερμανική Bundesbank εκτίμησε ότι οι μεγάλοι συστημικοί δανειστές είχαν κίνδυνο δυνητικού πλήγματος των ιδίων κεφαλαίων περίπου 6%, αλλά για τις συνεταιριστικές ή αποταμιευτικές τράπεζες ήταν 22%».
Οι αντίστοιχοι αριθμοί, όμως, για τις ΗΠΑ είναι εκπληκτικά δύσκολο να βρεθούν, και ακόμη και ορισμένες συστημικές τράπεζες δεν τους αναφέρουν. «Νομίζω ότι οι δυνητικοί κίνδυνοι είναι υψηλότεροι από ό,τι στην Ευρώπη» παρατηρεί.
Αλλά η εξαίρεση, συνεχίζει, είναι η Ιαπωνία, «η οποία υιοθέτησε το παγκόσμιο ρυθμιστικό πλαίσιο για το θέμα αυτό το 2018. Ακόμη και χρησιμοποιώντας μόνο τη δοκιμή ενός σοκ αύξησης των επιτοκίων κατά 1 ποσοστιαία μονάδα, το εκτιμώμενο πλήγμα στα ίδια κεφάλαια είναι 18%. Και αυτός ο μέσος αριθμός, και πάλι, κρύβει πολύ μεγάλες διαφορές μεταξύ των εξελιγμένων μεγάλων ιδρυμάτων (10%) και των μικρότερων παικτών, όπως οι περιφερειακές συνεταιριστικές τράπεζες Shinkin (ένα επιβλητικό 30%)». Οι FT υπενθυμίζουν ότι οι ιαπωνικές τράπεζες επένδυσαν στο εξωτερικό, δηλαδή προσαρμόστηκαν στον κόσμο των αρνητικών επιτοκίων και των ζημιογόνων καταθέσεων. Ο κίνδυνος όμως παραμένει.
Η κατάρρευση της SVB έθεσε τώρα καθυστερημένα το ζήτημα των επιτοκίων στο μυαλό των επενδυτών παγκοσμίως, λένε καταλήγοντας οι FT.