Σε αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης προχώρησε την Πέμπτη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), ακολουθώντας το παράδειγμα των Federal Reserve – Bank of England και ρίχνοντας ελαφρώς τον ρυθμό σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής.
Πιο συγκεκριμένα, η νομισματική επιτροπή της ΕΚΤ αποφάσισε να αναθεωρήσει στο 2,5% το βασικό επιτόκιο, στο 2% το επιτόκιο καταθέσεων και στο 2,75% το επιτόκιο οριακής χρηματοδότησης από 2%, 1,5% και 2,25%, αντίστοιχα, προηγουμένως.
Η εν λόγω απόφαση έρχεται να επιβεβαιώσει τις προσδοκίες των αναλυτών, οι οποίοι περίμεναν μια μικρότερη αύξηση, δεδομένου ότι τον Οκτώβριο η αναθεώρηση των επιτοκίων είχε καθοριστεί στις 75 μονάδες βάσης.
Η ηπιότερη παρέμβαση της ΕΚΤ συνιστά απόρροια της εν μέρει αποκλιμάκωσης του πληθωριστικού φαινομένου, καθώς τον Νοέμβριο ο δείκτης τιμών καταναλωτή διαμορφώθηκε στο 10% (από 10,6% τον Οκτώβριο). Βέβαια, οι τιμές εξακολουθούν να απέχουν παρασάγγας από τον επίσημο στόχο του 2%.
Οι τραπεζίτες της Ευρωζώνης ακολούθησαν την ευρύτερη τάση επιβράδυνσης των κεντρικών τραπεζών της Δύσης, οι οποίες «βλέπουν» ότι ο πληθωρισμός έχει ήδη κορυφωθεί, αφήνοντας πίσω τις μέγιστες τιμές.
Χθες, ενδεικτικά, η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ, δηλαδή η Federal Reserve, «κατέβασε» στις 50 μ.β. την αύξηση των επιτοκίων (βρίσκονται στο 4,25% – 4,5%), ενώ το ίδιο έπραξε το μεσημέρι της Πέμπτης και η Τράπεζα της Αγγλίας.
Παρ’ όλα αυτά, απαιτείται ακόμη αρκετή προσπάθεια, ώστε το κύμα ανατιμήσεων να τεθεί υπό πλήρη έλεγχο και να επανέλθει εντός των φυσιολογικών επιπέδων. Κι αυτό αφήνει «ανοιχτό» το ενδεχόμενο και νέων παρεμβάσεων στα επιτόκια -έστω και μικρότερου εύρους.
Παράλληλα με τα επιτόκια, η ΕΚΤ μετράει αντίστροφα ώστε να ξεκινήσει και τη λεγόμενη ποσοτική σύσφιγξη (QT), προχωρώντας στη μείωση του ισολογισμού της. Ο τρόπος που θα υλοποιηθεί αυτή η διαδικασία, η οποία αποσκοπεί στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού, θα γίνει γνωστός λίαν συντόμως.
Οι νέες εκτιμήσεις για τον πληθωρισμό
Σύμφωνα με τις αναθεωρημένες εκτιμήσεις της τράπεζας, ο μέσος πληθωρισμός της Ευρωζώνης για το 2022 θα διαμορφωθεί στο 8,4%, προτού υποχωρήσει στο 6,3% το 2023. Το 2024 αναμένεται να φθάσει στο 3,4%, ενώ μόλις το 2025 θα προσεγγίσει τον στόχο του 2% (2,3% η εκτίμηση).
Εξαιρώντας τους ευμετάβλητους κλάδους της ενέργειας και των τροφίμων, ο λεγόμενος «σκληρός» δείκτης θα καθοριστεί στο 3,9% το 2022, ενώ θα αυξηθεί στο 4,2% το 2023. Το 2024 θα αποκλιμακωθεί στο 2,8% και το 2025 στο 2,4%.